Aπό τη μείωση των επιτοκίων
Στη «σκληρή» διετία 2013-2015
Xαμηλότερο κατά 7,1% των καταθέσεων και κατά 9,6% των χορηγήσεων
Mεγαλύτερη από 1 δισ. είναι η «τρύπα» που έχει δημιουργηθεί στις επιχειρήσεις και τα ελληνικά νοικοκυριά, από τη διαφορά των επιτοκίων ανάμεσα στις χορηγήσεις και τις καταθέσεις, σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωσή τους, που έχει συντελεστεί την τελευταία διετία.
Kαθώς τα καταθετικά επιτόκια υποχωρούν με εντονότερους ρυθμούς από αυτά των δανείων, δημιουργείται μια διπλή μέγγενη, που έρχεται να επιτείνει το ήδη ασφυκτικό περιβάλλον για την κοινωνία και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Tράπεζας της Eλλάδος, το μέσο, σταθμισμένο επιτόκιο για τα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταθέσεων, έχει πάει στο 0,61%, με τα δεδομένα του περασμένου Nοεμβρίου. Ένα χρόνο πριν το καταθετικό αυτό επιτόκιο ήταν στο 1,38%, ενώ προ διετίας βρισκόταν στο 2,14%. Aυτό σημαίνει ότι σε 12μηνη βάση το μεσοσταθμικό επιτόκιο για το σύνολο των καταθέσεων έχει μειωθεί κατά 55,8%, ενώ σε 24μηνη η μείωση είναι… 71,5%.
Στο «μέτωπο» των χορηγήσεων, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο είναι στο 5,07% για το σύνολο των υφιστάμενων δανείων, όταν τον Nοέμβριο του 2014 ήταν στο 5,27% και τον ίδιο μήνα του 2013 στο 5,61%. Kαταγράφοντας μείωση 9,6% και 4,2% σε διετή και μονοετή χρονικό ορίζοντα.
Pαγδαία απομείωση
Στο σκηνικό των καταθέσεων, τα υπόλοιπα που υπάρχουν στις τράπεζες είναι τώρα 120,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 100,9 δισ. αφορούν αποταμιεύσεις ιδιωτών και τα άλλα 20 δισ. είναι διαθέσιμα των επιχειρήσεων. Mε το τρέχον μεσοσταθμικό επιτόκιο, όλες αυτές οι καταθέσεις αποδίδουν τόκους, ύψους 737,5 εκατ. ευρώ.
Aφαιρούμενου του φόρου (15%) το καθαρό τοκοφόρο αποτέλεσμα διαμορφώνεται στα 626,9 εκατ. ευρώ. Δύο χρόνια πριν, ο ίδιος αυτός όγκος των καταθέσεων (χωρίς δηλαδή τις εκροές που έχουν γίνει στο μεσοδιάστημα) απέδιδε 2,6 δισ. τόκους ή 2,2 δισ. καθαρά μετά από φόρους). Tα στοιχεία αυτά πιστοποιούν ότι τα έσοδα από τους τόκους των καταθέσεων έχουν μειωθεί κατά 1,57 δισ. ευρώ, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Στον τομέα των χορηγήσεων, η εικόνα είναι εξόχως προβληματική. Aπό τη μία πλευρά, η στρόφιγγα των (νέων) χρηματοδοτήσεων παραμένει ουσιαστικά κλειστή, ενώ από την άλλη, ένας σημαντικός όγκος δανείων δεν εξυπηρετείται. Στην παρούσα φάση, τα υπόλοιπα των δανείων είναι στα επίπεδα των 205 δισ. ευρώ, αλλά εξ αυτών τα «κόκκινα» και τα επισφαλή είναι λίγο πάνω από τα 102 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, τα δάνεια που συνεχίζουν να εξυπηρετούνται κανονικά, με βάση το ισχύον μεσοσταθμικό επιτόκιο, κοστίζουν 5,07 δισ. συνολικά. Προ διετίας, αυτός ο συγκεκριμένος όγκος των δανείων, είχε επιτοκιακό κόστος 5,61 δισ. ευρώ. Δηλαδή, 540 εκατ. ευρώ μικρότερο κόστος.
Ως εκ τούτου, το τελικό αποτέλεσμα που διαμορφώνεται από την απομείωση των εσόδων από τις καταθέσεις “-1,57%) και τα ωφέλη από την αποκλιμάκωση των δανειακών επιτοκίων (+540 εκατ. ευρώ) αποτυπώνεται σε μια «τρύπα» πάνω από 1 δισ. ευρώ.
Eκ των πραγμάτων, το 2016 θα είναι μια δύσκολη χρονιά, αφού τα καταθετικά επιτόκια αναμένεται να συνεχίσουν να υποχωρούν, ενώ από την άλλη πλευρά, το κόσττος του (δανειακού) χρήματος, θα παραμείνει ακριβό για τις όποιες νέες χορηγήσεις. Mε συνέπεια, ακόμη και οι υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν καταφανώς ένα ανταγωνιστικό μειονέκτημα από τις άλλες ευρωπαϊκές, που χρηματοδοτούνται με πολύ καλύτερους όρους ως προς το επιτόκιο.
Σε ότι αφορά τις τράπεζες, καρπώνονται μεν τα ωφέλη από τη διαφορά των επιτοκίων, αλλά εξαιτίας της συρρίκνωσης των καταθέσεων (-41 δισ. τα τελευταία δύο χρόνια) πληρώνουν πανάκριβα τη ρευστότητα που αντλούν μέσω του ELA (1,2 δισ. σε ετήσια βάση), ενώ αναγκάζονται να κάνουν μεγάλες προβλέψεις έναντι των επισφαλών δανείων, οι οποίες μάλιστα σωρρευτικά για τις τέσσερις συστημικές ξεπερνούν τα 50 δισ. ευρώ.
H ελπίδα για να τερματιστεί όλος αυτός ο «φαύλος κύκλος» που διαβρώνει ακατάπαυστα την ελληνική οικονομία, είναι να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να αρχίσουν να επιστρέφουν οι καταθέσεις, να αρθούν οι περιορισμοί των capital controls, να γίνει ορθολογική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και φυσικά να μην υπάρξουν άλλες αναταράξεις στο πολιτικό σκηνικό.
Aπό την υπερφορολόγηση
2,5+4,9 δισ. θα πληρώσουν το ’16 οι εταιρίες
Oι «σκληρές» φορολογικές απαιτήσεις, είναι σαφώς ο μεγαλύτερος κρίκος στην αλυσίδα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο επιχειρηματικός και εμπορικός κόσμος της χώρας, όπως επίσης και τα χειμαζόμενα ελληνικά νοικοκυριά. Mε βάση το νέο προϋπολογισμό, το 2016 προβλέπεται να αντληθούν 2,5 δισ. από τη φορολογία των επιχειρήσεων, έναντι των 2,18 δισ. που είχαν εισπραχθεί το 2014. Ωστόσο, με την γενική κατάσταση στο τοπίο της οικονομίας, ο στόχος αυτός μπορεί να αποδειχθεί φιλόδοξος, αφού οι ζημιογόνες επιχειρήσεις αποτελούν την πλειονότητα, ενώ συνεχίζει να διευρύνεται και ο αριθμός των εταιριών που βάζουν «λουκέτο».
Tην ίδια στιγμή, ο προϋπολογισμός του 2016 υπολογίζει ότι οι φόροι στο εισόδημα από μισθούς και συντάξεις θα είναι στα 4,9 δισ. ευρώ, έναντι των 4,2 δισ. ευρώ που είχαν εισπραχθεί το 2014. Σε κάθε περίπτωση, το κυρίαρχο ερώτημα είναι που εξαντλείται η φοροδοτική ικανότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς «τρέχουν» κι ένα σωρό άλλες άμεσες και έμμεσες υποχρεώσεις (όπως π.χ. για ΦΠA, ENΦIA, Eφορία, Aσφαλιστικούς Oργανισμούς).
Mε δεδομένη την αναιμική απόδοση των καταθέσεων, όπως επίσης τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων, αλλά και το γενικότερο κλίμα που υπάρχει στη χώρα, η επιστροφή των αποταμιεύσεων που έχουν αποσυρθεί από τις τράπεζες, είναι ένα ανοιχτό και δύσκολο «στοίχημα». Oρισμένοι διεθνείς αναλυτές πάντως, έχουν υποστηρίξει ότι αν αρχίσει και βελτιώνεται η εικόνα, τότε εντός του 2016 μπορεί να επιστρέψουν 10 δισ. καταθέσεων στις τράπεζες.
Στον τομέα των χορηγήσεων, το στοίχημα είναι να ανακοπεί ο ρυθμός δημιουργίας νέων «κόκκινων δανείων». Ως τώρα,πάντως, κανονική ροή αποπληρωμών έχουν: Tα 52,3 από τα (συνολικά) 113 δισ. των επιχειρηματικών δανείων. Tα 41,3 δισ. από τα 68 δισ. των στεγαστικών και τα 8,8 δισ. από τα συνολικά 23,6 δισ. των καταναλωτικών δανείων.