Την περασμένη Δευτέρα, οι μέτοχοι της Εθνικής Τράπεζας ενέκριναν την πώληση της τουρκικής θυγατρικής Finansbank στην Qatar National Bank προς 2,75 δισ. ευρώ. Αν και η Εθνική πουλά την Finansbank με απώλεια 780 εκατ. ευρώ και η πώληση θα περιορίσει σημαντικά τη γεωγραφική διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των κερδών της Εθνικής, ωστόσο η συμφωνία είναι πιστωτικά θετική για την ΕΤΕ, διότι θα ενισχύσει σημαντικά τη ρευστότητα και τα κεφάλαιά της, σύμφωνα με τη Moody’s.
Όπως αναφέρει ο οίκος, η πώληση θα ενισχύσει τη ρευστότητα της Εθνικής κατά περίπου 3,5 δισ. ευρώ, που θα της δώσουν τη δυνατότητα να αποπληρώσει CoCos ύψους 2 δισ. ευρώ που πήρε από το ΤΧΣ στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησής της τον περασμένο Δεκέμβριο, ύψους 4,6 δισ. ευρώ. Η τράπεζα εκτιμά πως θα λάβει τα κεφάλαια από την Qatar National Bank στο α’ εξάμηνο του 2016, αφού λάβει πρώτα τις απαιτούμενες ρυθμιστικές εγκρίσεις.
Επιπλέον, η ΕΤΕ θα βρίσκεται σε θέση να μειώσει τον ELA που λαμβάνει από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η βοήθεια αυτή, που ανήλθε συνολικά στα 15,6 δισ. ευρώ στο τέλος του Νοεμβρίου 2015, παρέχεται έναντι collateral προς την ΤτΕ ΕΛΛ 0,00%, περιλαμβανομένων ομολόγων εγγυημένων από το δημόσιο ύψους 8,7 δισ. ευρώ. Τα ομόλογα αυτά έχουν υψηλότερο κόστος για την Εθνική Τράπεζα, λόγω της προμήθειας εγγύησης που πληρώνει η Εθνική προς το κράτος. Οποιαδήποτε μείωση του ELA θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης της Εθνικής φέτος, στηρίζοντας τα καθαρά επιτοκιακά της περιθώρια και την κερδοφορία της εν μέσω χαμηλότερων εσόδων, λόγω της πώλησης της Finansbank, όπως εκτιμά η Moody’s.
Κατά τον οίκο αξιολόγησης, η ποιότητα και το επίπεδο των κεφαλαίων της τράπεζας επίσης θα επωφεληθούν από την πώληση της Finansbank, διότι το pro forma CET1 είναι πιθανό να αυξηθεί κατά περισσότερο από 600 μ.β., γύρω στο 19,6%, εξαιρουμένων των CoCos. Αυτό θα είναι το υψηλότερο CET1 μεταξύ όλων των ελληνικών τραπεζών, παρέχοντας στους πιστωτές της Εθνικής ένα επιπλέον «μαξιλάρι» για την απορρόφηση των απωλειών.
Ωστόσο, πάνω από το 60% των κεφαλαίων της Εθνικής θα είναι στη μορφή προσωρινής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, που τον Σεπτέμβριο του 2015 ανερχόταν συνολικά σε 4,9 δισ. ευρώ και η οποία θα μπορεί να μετατραπεί σε οριστική αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Η Moody’s θεωρεί αυτή την οριστική αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση ως μη ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, λόγω της αδύναμης πιστωτικής θέσης της Εθνικής. Αναλόγως, ο οίκος εκτιμά πως το pro forma ενσώματο CET1 είναι γύρω στο 7,5%, από το χαμηλό του 1,5% τον Σεπτέμβριο του 2015, πριν την ανακεφαλαιοποίηση και την πώληση της Finansbank.
Σύμφωνα με τη Moody’s, η πώληση της Finansbank θα περιορίσει σημαντικά τη γεωγραφική ποικιλομορφία των περιουσιακών στοιχείων και των κερδών της Εθνικής Τράπεζας, αυξάνοντας ανάλογα την έκθεση της τράπεζας στην Ελλάδα. Αν και οι δραστηριότητες της Εθνικής στην Τουρκία αντιστοιχούσαν στο περίπου 34% των assets σταθμισμένου κινδύνου, αντιστοιχούσαν επίσης στο 42% των εσόδων από βασικές δραστηριότητες και συνεισέφεραν σημαντικά στην κερδοφορία της Εθνικής Τράπεζας τα τελευταία δέκα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η πιστωτική θέση της Εθνικής θα εξαρτάται τώρα σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις επιδόσεις της στην Ελλάδα, όπου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αντιπροσώπευαν το 33,8% των μικτών δανείων τον Σεπτέμβριο του 2015 και οι προκλήσεις και τα πτωτικά ρίσκα είναι αξιοσημείωτα.