Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και η αβεβαιότητα δυναμιτίζουν την προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη και ρευστότητα
Άρρηκτα συνδεδεμένος με την πορεία της αξιολόγησης και κυρίως με το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσής της είναι ο σχεδιασμός κινήσεων στο εγγύς μέλλον των ελληνικών συστημικών τραπεζών, καθώς η ανάκαμψη της Οικονομίας και η εξασφάλιση της ρευστότητας εξαρτώνται ουσιαστικά από τα καυτά ζητήματα των «κόκκινων» δανείων αλλά και της ανάτασης της ψυχολογίας επενδυτών και καταναλωτών –ανάτασης που ίσως επέλθει σε πρώτη φάση με μια ευνοϊκότερη απ΄ ό,τι αναμένεται εξέλιξη των διαβουλεύσεων της κυβέρνησης με τους δανειστές στα θέματα του Ασφαλιστικού – Συνταξιοδοτικού.
Άλλωστε τα σενάρια πάνω στα οποία βασίστηκε η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν προέβλεπαν την παρατηρούμενη καθυστέρηση, η οποία, εκτός του ότι ανατρέπει τις παραδοχές του επενδυτικού στόρι που χρησίμευσε ως βάση για την ανακεφαλαιοποίησή τους, δυναμιτίζει και τα σχέδια επαναφορά τους μέσα στο τρέχον έτος, στην κερδοφορία.
Ως εκ τούτου, είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρξει συμφωνία με τους Θεσμούς εντός του Μαρτίου ή το αργότερο έως τα τέλη Απριλίου, ώστε οι ελληνικές τράπεζες να επανέλθουν, μετά από επτά ζημιογόνα έτη, στην κερδοφορία.
Στην κατεύθυνση αυτή, τρεις βασικές συνθήκες είναι απαραίτητο να ικανοποιηθούν: Σταθεροποίηση των νέων επισφαλειών και σταδιακή αποκλιμάκωση που θα επιτρέψει τη μείωση των προβλέψεων, περαιτέρω μείωση κόστους και ανάκαμψη των εσόδων από τα επιτόκια. Και είναι βέβαιο ότι όσο η ολοκλήρωση της αξιολόγησης παρατείνεται τόσο οι τρεις προαναφερθείσες συνθήκες παραμένουν ανικανοποίητες.
Η αύξηση των «κόκκινων» δανείων (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία δεν εξυπηρετείται το ένα στα δέκα δάνεια) δυσχεραίνει την αποκλιμάκωση στον τομέα των επισφαλειών. Ανάλογα λειτουργεί και η διστακτικότητα των δανειοληπτών να παρακρατούν διαθέσιμα λόγω της ανασφάλειας που δημιουργεί η αβεβαιότητα σχετικά με τις πολιτικές αλλά και οικονομικές εξελίξεις. Ακόμη δηλαδή και αυτοί που μπορούν να προχωρήσουν σε κάποιες πληρωμές διστάζουν να το πράξουν, θέτοντας επί της ουσίας τον εαυτό τους στο κομμάτι εκείνο των δανειοληπτών που δεν πληρώνουν επειδή ακριβώς δεν έχουν.
Από πολιτικής σκοπιάς, οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης για αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων πέφτουν στο κενό, διότι τα πλάνα αυτά και τα εγχειρήματα δεν μπορούν ν΄ αποδώσουν σε συνθήκες ακραίας ύφεσης. Και όσο πρυτανεύει η αβεβαιότητα, είναι σαφές ότι το χρήμα που εξήλθε από τα τραπεζικά ταμεία δύσκολα θα επιστρέψει, ώστε να τονωθεί κάπως η ρευστότητα στην Αγορά και να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης.
Εάν είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση, η ευθύνη για την ρευστότητα θα επέστρεφε από τον ELA στην ΕΚΤ. Στόχος κοινός της Τράπεζας της Ελλάδος και των συστημικών τραπεζών θα ήταν η υποχώρηση του ELA στο επίπεδο των 60 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου 2016.
Οι όμιλοι των τραπεζών, από την άλλη, προκειμένου να μειώσουν τα λειτουργικά έξοδα, προβάλλουν την μόνη λύση που διαθέτουν: Την εθελούσια έξοδο προσωπικού τους (που άλλωστε συμπεριλαμβάνονται στα σχέδια αναδιάρθρωσής τους). Η υποχρέωση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι να μειώσουν το ανθρώπινο δυναμικό κατά 4.300 άτομα. Υπολογίζεται ότι, εντός του πρώτου εξαμήνου τρέχοντος έτους, θα ανακοινωθούν εθελούσιες έξοδοι για περίπου 2.000 άτομα. Η Τράπεζα Πειραιώς και η Εθνική Τράπεζα θα προηγηθούν, σύμφωνα με πληροφορίες, και θα ακολουθήσουν η Alpha Bank και η Eurobank.
Ωστόσο τίποτα δεν προεξοφλεί την επιτυχία του εγχειρήματος, καθώς οι εργαζόμενοι στους οποίους απευθύνεται η εθελουσία βρίσκονται σε μεγάλο ποσοστό σε παραγωγική ηλικία και -το κυριότερο- τα κίνητρα δεν είναι πλέον τόσο δελεαστικά όσο κατά το παρελθόν.
Για τις ελληνικές τράπεζες, τελευταία πραγματικά κερδοφόρος χρήση ήταν αυτή του 2008, ενώ το 2009 τα προ φόρων αποτελέσματα ήταν μόλις 2 εκατ. ευρώ. Την περίοδο 2010-2015 οι τράπεζες κατέγραψαν ζημίες ύψους 68,2 δισ. ευρώ σε επίπεδο τράπεζας και ζημίες ύψους 63,4 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομίλου.
Οι τραπεζίτες θεωρούν πως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση ένα σπιράλ ανάκαμψης, με την έννοια ότι θα απομάκρυνε την αβεβαιότητα και θα έθετε τις βάσεις για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και σταδιακή επάνοδο καταθέσεων. Πιο πρακτική εξέλιξη προς την ίδια κατεύθυνση θα είναι η επαναφορά του waiver και η ένταξη της χώρας σε επόμενο στάδιο, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, όπως και η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, δημιουργώντας ένα θετικό σοκ στην οικονομία.