Οι προσδοκίες για μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν είναι καθόλου αισιόδοξες – Τι αποκαλύπτει έρευνα της Deloitte
Αύξηση κατά 45% των «κόκκινων δανείων», μέσα στο 2016, προβλέπει η Deloitte σε έρευνά της για την πορεία των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Κενρικής Τράπεζας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, θα εξετάσουν ιδιαίτερα σοβαρά τις πολιτικές αποεπένδυσης από μη εξυπηρετούμενα δανάνεια, τόσο στην εγχώρια Αγορά όσο και στις Αγορές του εξωτερικού.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των πρόσφατων stress test που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), οι κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκαν λίγο πάνω από 14 δισ. ευρώ. Η ολοκλήρωση των ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών το 2015 έθεσε τις βάσεις για αυξημένη δραστηριότητα διάθεσης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την Deloitte, μια δραστήρια αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων ενισχύει τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, γεγονός που υποβοηθάει τη διάθεση νέου δανεισμού στην πραγματική οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, μια δραστήρια αγορά πωλήσεων χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων:
– Μειώνει τους χρηματοοικονομικούς, λειτουργικούς, οργανωτικούς και κεφαλαιακούς επιβαρυντικούς παράγοντες για τις τράπεζες,
– Αποδεσμεύει ανθρώπινους πόρους και κεφάλαια προς όφελος νέων χρηματοδοτήσεων της πραγματικής οικονομίας, παράγοντας ανάπτυξη της οικονομίας,
– Βελτιώνει τη διαχείριση τραπεζικού κινδύνου. Προσελκύει το ενδιαφέρον μιας σειράς επενδυτικών ιδρυμάτων, όπως είναι τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και οι οργανισμοί διαχείρισης κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων ξένων επενδυτικών ιδρυμάτων, τα οποία μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά και στην εταιρική ανασυγκρότηση κλάδων της οικονομίας που απαιτούν νέες επενδύσεις.
Με το χρόνο, επισημαίνεται στην έκθεση, μια δραστήρια αγορά πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να γίνει ένα καθιερωμένο εργαλείο για τις τράπεζες για την μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και του άμεσου και έμμεσου κόστους διαχείρισης αυτών. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις, μια τέτοια αγορά, καταλήγει η Deloitte, συμβάλλει στην ταχύτερη ανάκαμψη μέσω της διευκόλυνσης της εξόδου των μη βιώσιμων εταιριών και μέσω της υποστήριξης της ανάπτυξης των βιώσιμων εταιριών, με την διάθεση πιο ανταγωνιστικών πόρων προς περισσότερο παραγωγικές εταιρίες και με την αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των εταιριών.