Τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη διάσωση των ελληνικών τραπεζών αναλύει ο Μάριο Ντράγκι, περιγράφοντας τις αποφάσεις και πρωτοβουλίες της ΕΚΤ για την σταθεροποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος το περασμένο έτος.
Στην εισαγωγική του δήλωση ο πρόεδρος της ΕΚΤ σημειώνει ότι η κεντρική τράπεζα έλαβε αποφασιστικά μέτρα σε δύο μέτωπα: στην κατεύθυνση της διασφάλισης της σταθερότητας των τιμών και στην αντιμετώπιση των απειλών κατά της ακεραιότητας της ζώνης του ευρώ, «οι οποίες συνδέονταν κυρίως με τις εξελίξεις στην Ελλάδα το α’ εξάμηνο του έτους».
Η Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για το 2015 που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα αναφέρει:
«Λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε σχετικά με τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης στο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής, οι τράπεζες και το Ελληνικό Δημόσιο απώλεσαν την πρόσβαση στις αγορές και οι καταθέτες άρχισαν να αποσύρουν από τις τράπεζες τα χρήματά τους με ταχύτερους ρυθμούς. Το Ευρωσύστημα προσέφερε σανίδα σωτηρίας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (emergency liquidity assistance – ELA).
Η ΕΚΤ ενήργησε με πλήρη ανεξαρτησία σύμφωνα με τους κανόνες της. Δηλαδή διασφαλίστηκε αφενός ότι δεν παρείχαμε νομισματική χρηματοδότηση στην ελληνική κυβέρνηση και ότι χορηγήσαμε ρευστότητα μόνο στις τράπεζες που ήταν φερέγγυες και διέθεταν επαρκείς εξασφαλίσεις και αφετέρου ότι οι αποφάσεις που θα είχαν ευρύτερες συνέπειες για τη ζώνη του ευρώ λαμβάνονταν από τις πολιτικές αρχές που νομιμοποιούνται προς αυτό. Η προσέγγιση που ακολουθήσαμε ήταν απολύτως εντός των ορίων της εντολής μας: τηρήσαμε μεν τη δέσμευσή μας προς το ενιαίο νόμισμα η οποία περιέχεται στη Συνθήκη, την εφαρμόσαμε δε εντός των ορίων που θέτει το καταστατικό μας.
Παρόλο που οι κίνδυνοι καταστροφικών εξελίξεων αποσοβήθηκαν τελικά χάρη στη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδος και των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ για τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, αυτό το επεισόδιο κατέδειξε ότι η ζώνη του ευρώ ήταν εύθραυστη και επιβεβαίωσε εκ νέου την ανάγκη να ολοκληρωθεί η Νομισματική Ένωση».
Οι τρεις φάσεις της κρίσης
Στην έκθεσή της η ΕΚΤ σημειώνει ότι «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα λειτούργησε σε βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης και βελτιωμένο κλίμα στην αγορά κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2014, με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της εξάρτησής του από χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους αποπληρωμής της ρευστότητας που του είχε χορηγηθεί μέσω του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας (ELA)».
Προσθέτει ταυτόχρονα ότι «η πολιτική αβεβαιότητα οδήγησε σε σημαντικές αναλήψεις καταθέσεων και αύξησε τις εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές το πρώτο εξάμηνο του 2015. Έτσι επανήλθε η εξάρτηση από τον ELA, ενώ αυξήθηκε η προσφυγή σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα. Οι εντάσεις στις αγορές υποχώρησαν και οι καταθέσεις σταθεροποιήθηκαν το καλοκαίρι του 2015, μετά τη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ σχετικά με το τρίτο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής».
Όπως αναφέρεται, σε γενικές γραμμές η χώρα πέρασε από τρεις φάσεις εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές το 2015.
Πρώτη φάση: Σταδιακά αυξανόμενη προσφυγή στις πράξεις του Ευρωσυστήματος (από τον Δεκέμβριο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2015)
Καθώς αυξάνονταν οι ανησυχίες των αγορών για το μέλλον του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής και τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα απώλεσε εν πολλοίς την πρόσβασή του σε χρηματοδότηση από την αγορά. Αυτή η απώλεια χρηματοδότησης συνίστατο κυρίως σε εκροές καταθέσεων λιανικής και χονδρικής και σε μη ανανέωση συμφωνιών διατραπεζικής χρηματοδότησης με διεθνείς αντισυμβαλλομένους. Καθώς οι ελληνικές τράπεζες διατηρούσαν επαρκούς ύψους περιουσιακά στοιχεία αποδεκτά ως ασφάλεια στις πράξεις του Ευρωσυστήματος, μπόρεσαν να αντισταθμίσουν την απώλεια χρηματοδότησης αυξάνοντας την προσφυγή σε πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος (ως επί το πλείστον σε πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης).
Δεύτερη φάση: Προσφυγή στον ELA και συναφείς αποφάσεις (από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 2015)
Στο τέλος Ιανουαρίου και στις αρχές Φεβρουαρίου του 2015 οι ανησυχίες για την ολοκλήρωση της υπό εξέλιξη αξιολόγησης στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής αυξήθηκαν ραγδαία. Τον Δεκέμβριο του 2014 είχε χορηγηθεί δίμηνη παράταση. Όσο πλησίαζε η λήξη της δίμηνης παράτασης δεν ήταν πλέον δυνατόν να υποτεθεί ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωνόταν με επιτυχία. Έτσι το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 4.2.2015 να άρει από 11.2.2015 την εξαίρεση των εμπορεύσιμων τίτλων που έχει εκδώσει ή εγγυάται το Ελληνικό Δημόσιο από τον κανόνα της ελάχιστης επιτρεπτής πιστοληπτικής διαβάθμισης. Συνέπεια ήταν οι τίτλοι αυτοί να μη γίνονται πλέον αποδεκτοί ως ασφάλεια στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος. Ως εκ τούτου, μεγάλο ποσό της ρευστότητας που παρεχόταν τότε μέσω πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος υποκαταστάθηκε από ρευστότητα παρεχόμενη από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω του ELA.
Το Eurogroup αποφάσισε στις 24.2.2015 να παρατείνει την ισχύ της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης του Ευρωπαϊκού Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2015, με σκοπό την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών και των θεσμών συνεχίστηκαν και το επόμενο διάστημα, αλλά οι χρηματοοικονομικές προοπτικές και το μακροοικονομικό περιβάλλον της Ελλάδος επιδεινώνονταν σταθερά, ασκώντας πρόσθετες πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα, κυρίως με τη μορφή αυξημένων εκροών καταθέσεων, οδηγώντας σε αυξανόμενη προσφυγή στον ELA.
Στο τέλος Ιουνίου του 2015 μια σειρά γεγονότων, όπως η απόφαση των ελληνικών αρχών να προκηρύξουν δημοψήφισμα και η μη παράταση του δεύτερου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, οδήγησαν σε περαιτέρω εντάσεις. Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν αρνητικά την καταλληλότητα και επάρκεια των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλεια για άντληση έκτακτης ρευστότητας μέσω του ELA, καθώς οι ασφάλειες αυτές συνδέονταν στενά με την ικανότητα της χώρας να τηρήσει τις χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις. Υπό το φως των παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 28.6.2015 να διατηρήσει αμετάβλητο το ανώτατο όριο του ELA για τις ελληνικές τράπεζες στο επίπεδο που είχε οριστεί στις 26.6.2015, όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου που δημοσίευσε η ΕΚΤ στις 28.6.2015.
Τρίτη φάση: Σταθεροποίηση και βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας (από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 2015)
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις εκτεταμένες εκροές ρευστότητας, οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν στις 28.6.2015 τη θέσπιση τραπεζικής αργίας ώστε να σταθεροποιηθούν οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.
Η χρηματοοικονομική κατάσταση της Ελλάδος επιδεινώθηκε περαιτέρω τις επόμενες ημέρες, γεγονός που οδήγησε το Διοικητικό Συμβούλιο να αποφασίσει στις 6.7.2015 την προσαρμογή των περικοπών αποτίμησης που εφαρμόζονται στα συνδεόμενα με το Ελληνικό Δημόσιο εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά ως ασφάλεια από την Τράπεζα της Ελλάδος για την παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα και περαιτέρω στην απόφαση να διατηρήσει αμετάβλητο το ανώτατο όριο του μηχανισμού για τις ελληνικές τράπεζες στο επίπεδο που επικρατούσε στις 26.6.2015, όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου που δημοσίευσε η ΕΚΤ στις 6.7.2015.
Η Σύνοδος Κορυφής της ευρωζώνης στις 12.7.2015 συμφώνησε σε ένα τρίτο πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα, που καλύπτει περίοδο τριών ετών και χρηματοδοτείται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Χάρη στις θετικές για τη χρηματοοικονομική κατάσταση της χώρας εξελίξεις των προηγούμενων ημερών, το ανώτατο όριο του ELA για τις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκε στις 16.7.2015.
Μετά τη βελτίωση των χρηματοοικονομικών προοπτικών του Ελληνικού Δημοσίου, που συνδεόταν με το νέο πρόγραμμα και την εφαρμογή του από τις ελληνικές αρχές, οι συνθήκες ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα άρχισαν επίσης να βελτιώνονται. Οι τράπεζες ξανάνοιξαν στις 20.7.2015, αλλά οι περιορισμοί στις αναλήψεις και τις μεταφορές κεφαλαίων παρέμειναν σε ισχύ. Εντούτοις, σύντομα οι ελληνικές αρχές ξεκίνησαν τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών για τις τράπεζες. Παράλληλα με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα παρατηρήθηκαν σε κάποιο βαθμό εισροές καταθέσεων και αποκαταστάθηκε εν μέρει η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις αγορές. Οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν ουσιωδώς μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών το τελευταίο τρίμηνο του 2015».