Η υπόθεση των επισφαλών δανείων του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου εισάγεται σήμερα, Δευτέρα, στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ενώπιον του οποίου καλούνται να λογοδοτήσουν συνολικά 35 κατηγορούμενοι μεταξύ των οποίων ο πρώην επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος Άγγελος Φιλιππίδης, στελέχη της τράπεζας, επιχειρηματίες κ.ά.
Η δίκη αφορά δανειοδοτήσεις στις οποίες είχε προβεί το ΤΤ την περίοδο 2008 έως και το 2010 οι οποίες φέρεται να ζημίωσαν την τράπεζα, καθώς τα αρμόδια στελέχη της δεν είχαν μεριμνήσει ώστε να εξασφαλίζονται οι απαιτήσεις της.
Οι κατηγορούμενοι καλούνται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών να λογοδοτήσουν για βαριές κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα της απιστίας και της απάτης σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του ν. 1608/50 περί καταχραστών του Δημοσίου και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Μεταξύ των προσώπων που θα καθίσουν στο εδώλιο για την υπόθεση, πλην του κ. Φιλιππίδη είναι στελέχη του ΤΤ την επίμαχη περίοδο, όπως η Αναστασία Σακελαρίου που ήταν μέχρι πρότινος επικεφαλής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αλλά και επιχειρηματίες, όπως οι Δημήτρης Κοντομηνάς, Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, Βίκτωρας Ρέστης, το ζεύγος Κυριάκου Γριβέα και Μαρίας Βάτσικα και Δημήτρης Μπακατσέλος.
Σύμφωνα με την πρόταση της Εισαγγελέα Εφετών Μαρίας Σουκαρά-Κατσικάρδη προς το Συμβούλιο Εφετών, η ζημιά που υπέστη το Δημόσιο από την υπόθεση ξεπερνά τα 200 εκατομμύρια ευρώ, «με τη συνολική ανεπάρκεια των προβλέψεων να ξεπερνά τα 88 εκατομμύρια ευρώ».
Στην περίπου 1.000 σελίδων πρόταση της, η εισαγγελική λειτουργός αναφερόμενη στην εκκαθάριση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και τον διαχωρισμό της τράπεζας σε υγιή και προβληματικά περιουσιακά στοιχεία επεσήμανε ότι: «Στην κατηγορία των “Μη Μεταβιβαζόμενων Στοιχείων”, υπήχθη μια σειρά από δανειακές συμβάσεις, τις οποίες το νέο Τ.Τ. αναγκάσθηκε να καταγγείλει την 3-10-2011, καθόσον τα δάνεια αυτά δεν εξυπηρετούνταν και οι δανειολήπτες δεν τηρούσαν τους όρους των συμβάσεων. Πρέπει δε να τονιστεί, ότι η ανωτέρω μεταβίβαση, χρηματοδοτήθηκε από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο, ιδρύθηκε με το Ν. 3864/2010, με σκοπό την στήριξη του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος».
Η δικαστική έρευνα για την υπόθεση του Ταμιευτηρίου είχε ξεκινήσει τον Ιούνιο του 2013 μετά από εντολή της Εισαγγελέως διαφθοράς Ελένης Ράικου και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2014, οπότε και ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για την υπόθεση, ενώ εκδόθηκαν από τους ανακριτές Διαφθοράς που παρέλαβαν την δικογραφία εντάλματα σύλληψης σε βάρος κατηγορουμένων μεταξύ των οποίων ο κ. Φιλιππίδης, ο κ. Κοντομηνάς και το ζεύγος Γριβέα. Το εισαγγελικό πόρισμα που οδήγησε στην άσκηση των κακουργηματικών διώξεων, απέδιδε κεντρικό ρόλο στον επικεφαλής της τράπεζας Άγγελο Φιλιππίδη, για τον οποίο αναφέρονταν χαρακτηριστικά: «Από όσα εκτέθηκαν αναλυτικά στην παρούσα αναφορά μας προκύπτει ότι, μεταξύ άλλων προσώπων, ο Άγγελος Φιλιππίδης, ενήργησε, όπως αναλυτικότερα εκτέθηκε κατά περίπτωση, καταχρώμενος την θέση εμπιστοσύνης που κατείχε ως πρόεδρος του επίμαχου Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος (Τ.Τ.) και εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες του οικονομικού συστήματος, με την διαχείριση του οποίου ήταν επιφορτισμένος, προκειμένου να επαυξήσει την περιουσία τρίτων προσώπων».
Ο ίδιος ο κ. Φιλιππίδης είχε αμφισβητήσει το κατηγορητήριο των Εισαγγελέων Διαφθοράς σε βάρος του και σε υπόμνημα που είχε παραδώσει στους ανακριτές της υπόθεσης χαρακτήριζε «αβάσιμη και συγχυτική την κατηγορία… από την οποία ελλείπει η συνοχή των περιγραφόμενων στοιχείων» και «πλήρως αναιτιολόγητη και ανερμάτιστη κατηγορία» που καθιστούν «αυτοϋπονομευμένο το κατηγορητήριο».
Ο κατηγορούμενος είχε προσκομίσει δεκάδες έγγραφα με τα οποία απαντούσε για καθένα χωριστά από τα επίμαχα δάνεια υποστηρίζοντας πως μεταγενέστερα πορίσματα της Τράπεζας της Ελλάδος, «που δεν έλαβε υπόψη της η Εισαγγελική Αρχή», εμφανίζουν εντελώς άλλη εικόνα για την υπόθεση από αυτήν που υιοθέτησαν οι Εισαγγελείς που άσκησαν την δίωξη. Χαρακτηριστικά για τις δανειοδοτήσεις εταιριών του Ομίλου συγκατηγορουμένου του επιχειρηματία, ο κ. Φιλιππίδης ανέφερε: «Δεν είναι δυνατόν όλες οι τράπεζες απ’ τις οποίες δανειοδοτήθηκαν οι εταιρίες με ίδιους όρους με αυτούς του ΤΤ, τόσο σε χρόνο προγενέστερο όσο και σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων δανείων, να διέπραξαν το αδίκημα της απιστίας».
Στη δίκη δεν αποκλείεται να τεθεί θέμα ακυρότητας της κλήτευσης, από την πλευρά κατηγορούμενου επιχειρηματία, σερβικής καταγωγής, λόγω μη μετάφρασης του βουλεύματος στην μητρική του γλώσσα.