Σταθερό διατηρεί το outlook των ελληνικών τραπεζών η Moody’s. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, η σταθερή προοπτική για το αξιόχρεο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αντανακλά τις προσδοκίες για κάποια βελτίωση στην κερδοφορία και την ποιότητα των δανείων των τραπεζών το 2017-18, οι οποίες εξισορροπούνται από το πολύ υψηλό επίπεδο των προβληματικών δανείων τους.
Όπως επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης , τα προβληματικά δάνεια παραμένουν μεγάλη πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά αναμένεται ότι θα αρχίσουν να μειώνονται στους επόμενους 12-18 μήνες από το περίπου 45% των συνολικών δανείων τους που ανέρχονταν στο τέλος του 2016, σημειώνει ο οίκος.
Η Moody’ σημειώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν σημαντική δυσκολία για να επιτύχουν τον στόχο της μείωσης κατά περίπου 40% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους (NPE) στο τέλος του 2019, ο οποίος έχει τεθεί από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ και από την Τράπεζα της Ελλάδος.
«Αν και κάθε τράπεζα έχει δεσμευθεί σε ένα σχέδιο τριμηνιαίων μειώσεων, το αναποτελεσματικό νομικό σύστημα και οι πολύ χαμηλές τιμές των ακινήτων θα κάνουν δύσκολο για τις τράπεζες να περιορίσουν το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους κατά τα περίπου 40 δισ. ευρώ που απαιτούνται» αναφέρει ο οίκος.
Η Moody’s σημειώνει ότι το λειτουργικό περιβάλλον των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει δύσκολο και θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να λαμβάνει έγκαιρα τη χρηματοδότηση από τους επίσημους πιστωτές της. Ο οίκος προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 1,5% φέτος και 2% το 2018 από 0% το 2016. «Η καταναλωτική δαπάνη και οι νέες επενδύσεις θα είναι περιορισμένες, με την ανεργία να παραμένει υψηλή -στο 23,5% τον Δεκέμβριο του 2016- και τις τιμές των ακινήτων να είναι ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα» σημειώνεται.
Αν και οι κεφαλαιακοί δείκτες των τραπεζών είναι υγιείς -με τον δείκτη κοινού μετοχικού κεφαλαίου (CET1) να κινείται σε περίπου 17% στο τέλος του 2016- οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (deferred tax assets) υπονομεύουν την ποιότητά τους, σημειώνει ο οίκος, προσθέτοντας ότι περίπου το μισό των κεφαλαίων έχει τη μορφή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, το οποίο ο οίκος θεωρεί χαμηλότερης ποιότητας.