Κερδοφορία 5 εκατ. ευρώ παρουσίασε η Εθνική Τράπεζα για το πρώτο τρίμηνο του 2017. Οπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων ενισχύθηκαν κατά 13% σε τριμηνιαία βάση (και 30% σε ετήσια βάση) το Α΄ τρίμηνο του 2017 και διαμορφώθηκαν σε €244 εκατ., αντανακλώντας την περαιτέρω ανάκαμψη των οργανικών εσόδων και την περιστολή των λειτουργικών δαπανών.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε €398 εκατ. από €393 εκατ. το Δ΄ τρίμηνο του 2016, αντικατοπτρίζοντας τη μείωση του κόστους καταθέσεων και την περιορισμένη απομόχλευση δανείων.
Η επαναγορά ομολόγων Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) από τον ΕΜΣ στα πλαίσια της ανταλλαγής ομολόγων ΕΤΧΣ/ΕΜΣ των ελληνικών τραπεζών συνέβαλε στη βελτίωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου κατά 15μ.β. σε τριμηνιαία βάση (και 33 μ.β. σε ετήσια βάση) σε 301 μ.β. το Α’ τρίμηνο του 2017. Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν σε €52 εκατ. το Α τρίμηνο του 2017 από €47 εκατ. το προηγούμενο τρίμηνο, σημειώνεται.
Οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν σε €227 εκατ. το Α’ τρίμηνο του 2017 από €245 εκατ. το Δ’ τρίμηνο του 2016, συντελώντας στη βελτίωση του Κόστους προς Οργανικά έσοδα σε 48% από 53% το προηγούμενο τρίμηνο και 56% το Α’ τρίμηνο του 2016.
Οι δαπάνες προσωπικού περιορίστηκαν κατά 6,4% σε τριμηνιαία βάση, ενσωματώνοντας το όφελος από το Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου Προσωπικού, το οποίο ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2016 και αφορούσε σε 1.171 εργαζομένους ήτοι περίπου το 10% του προσωπικού στην Ελλάδα. Τα γενικά και διοικητικά έξοδα υποχώρησαν κατά 11% σε τριμηνιαία βάση, ως αποτέλεσμα κυρίως της αποκλιμάκωσης των διαφημιστικών δαπανών και των αμοιβών προς τρίτους.
Ο Όμιλος σημείωσε οριακές ζημίες μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες (-€3 εκατ.) έναντι κερδών ύψους €72 εκατ. το Δ’ Τρίμηνο του 2016, παρά την απουσία του κέρδους από την πώληση της ΑΣΤΗΡ ΠΑΛΑΣ (€150 εκατ. που προσαύξησαν τα λοιπά έσοδα το Δ’ τρίμηνο του 2016) και τη σημαντική προσωρινή αύξηση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια. Η εν λόγω αύξηση αντανακλά την ετήσια αναπροσαρμογή στις τιμές των ακινήτων για το σύνολο του 2016.
Τα κόκκινα δάνεια
Παρά την αβεβαιότητα κατά τους πρώτους μήνες της χρονιάς, τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPEs) στην Ελλάδα μειώθηκαν για τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο (-€0,2 δισ. σε τριμηνιαία βάση), αντανακλώντας το σχεδόν μηδενικό ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και τις διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων.
Η Τράπεζα έχει ήδη μειώσει τα Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα κατά €3 δισ. από το τέλος του 2015, υπερβαίνοντας το στόχο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) κατά €0,7 δισ. Ο εγχώριος δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων παραμένει στα χαμηλότερα επίπεδα του κλάδου, σε 45,1% το Α τρίμηνο του 2017 (αμετάβλητος σε τριμηνιαία βάση). Το ποσοστό κάλυψης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από σωρευμένες προβλέψεις διαμορφώθηκε σε 56,6% στην Ελλάδα (+10 μ.β.. σε σχέση με το Δ’ τρίμηνο του 2016), στα υψηλότερα επίπεδα του εγχώριου τραπεζικού κλάδου.
Σε επίπεδο Ομίλου, ο ρυθμός δημιουργίας νέων δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών ανήλθε σε €139 εκατ., αντανακλώντας κυρίως τις νέες επισφάλειες στα εγχώρια στεγαστικά δάνεια (€145 εκατ. από €42 εκατ. το προηγούμενο τρίμηνο), οι περισσότερες εκ των οποίων, όμως, έχουν ήδη κατηγοριοποιηθεί ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Στην Ελλάδα, το κόστος πιστωτικού κινδύνου ανήλθε σε 294 μ.β. το Α’ τρίμηνο του 2017 από 252 μ.β. το προηγούμενο τρίμηνο, λόγω της προαναφερθείσας αύξησης των προβλέψεων στο στεγαστικό δανειακό χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας. Εξαιρώντας την εν λόγω αρνητική επίπτωση, το εγχώριο κόστος πιστωτικού κινδύνου διαμορφώνεται σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά του Γ‘ τριμήνου του 2016 (περίπου 190 μ.β.).
Ο δείκτης κάλυψης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από συσσωρευμένες προβλέψεις διαμορφώθηκε σε 75,2% στην Ελλάδα, στα υψηλότερα επίπεδα του κλάδου1 (74,1% σε επίπεδο Ομίλου).
Στη ΝΑ Ευρώπη, ο δείκτης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών μειώθηκε κατά 40 μ.β. σε τριμηνιαία βάση σε 23,6% το Α’ τρίμηνο του 2017, με το δείκτη κάλυψης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από σωρευμένες προβλέψεις να διαμορφώνεται σε 58,5% από 58,6% το προηγούμενο τρίμηνο.
Η ρευστότητα
Ύστερα από ένα ισχυρό τέταρτο τρίμηνο, εν μέρει λόγω εποχικότητας, και εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας, οι καταθέσεις του Ομίλου μειώθηκαν κατά 2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και διαμορφώθηκαν σε €39,7 δισ. το Α’ τρίμηνο του 2017, αντανακλώντας τις εκροές καταθέσεων ύψους €0,8 δισ. στην Ελλάδα. Οι καταθέσεις στη Ν.Α. Ευρώπη μειώθηκαν κατά 0,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και διαμορφώθηκαν σε €3,6 δισ.
Παρά τις εκροές καταθέσεων, η εξάρτηση από το μηχανισμό ΕLA παρέμεινε αμετάβλητη σε σχέση με το τέλος του Δ’ τριμήνου του 2016 σε μόλις €5,6 δισ. το τέλος του Α’ τριμήνου του 2017, με τη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα να μειώνεται κατά €2,1 δισ. σε τριμηνιαία βάση σε €10,2 δισ. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.
Σημειώνεται ότι η ΕΤΕ παραμένει η Τράπεζα με τη χαμηλότερη εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό ELA στην Ελλάδα, με τη χρηματοδότηση μέσω ELA προς Ενεργητικό, εξαιρουμένων των ομολόγων ΕΤΧΣ & ΕΜΣ να διαμορφώνεται σε 8%. Η Τράπεζα είχε δυνατότητα άντλησης επιπλέον ρευστότητας από το μηχανισμό ELA έως και €8,4 δισ. στο τέλος του Α’ τριμήνου του 2017.
Η επικείμενη ολοκλήρωση των αποεπενδύσεων από τις Βουλγαρικές θυγατρικές, UBB & Interlease, καθώς και από τη S.A.B.A., αναμένεται να μειώσει την εξάρτηση της ΕΤΕ από το μηχανισμό ELA κατά περίπου €0,8 δισ. Η υλοποίηση των υπολοίπων κεφαλαιακών ενεργειών σε συνδυασμό με επιπλέον πρωτοβουλίες καθιστά το στόχο της Τράπεζας για την πλήρη απεξάρτηση από τον μηχανισμό ELA εφικτό.
Με την εξάρτηση από το μηχανισμό ELA σε μόλις €5,6 δισ. και το χαμηλότερο δείκτη Δανείων προς Καταθέσεις του ελληνικού τραπεζικού κλάδου1 (87% στην Ελλάδα και σε 88% σε επίπεδο Ομίλου), η ΕΤΕ διατηρεί ένα μοναδικό χρηματοδοτικό πλεονέκτημα και είναι σε θέση ισχύος ενόψει της ανάκαμψης της εγχώριας οικονομίας.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Ο δείκτης Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (CET1) ανήλθε σε 16% και σε 15,8% με πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ. Τα κεφάλαια της ΕΤΕ θα ενισχυθούν περαιτέρω από την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Τράπεζας.
Λεωνίδας Φραγκιαδάκης: Εφικτή η επίτευξη των στόχων για τα κόκκινα δάνεια
«Τα οικονομικά αποτελέσματα του Α’ τριμήνου του 2017 καταδεικνύουν την ανθεκτικότητα της Εθνικής Τράπεζας εν μέσω της παρατεταμένης αβεβαιότητας που επικρατούσε τους πρώτους μήνες του έτους», τονίζει ο διευθύνων σύμβουλος.
Σε επίπεδο κερδοφορίας, η σημαντική ανάκαμψη των οργανικών κερδών προ προβλέψεων κατά 27% σε ετήσια βάση ήταν επαρκής για να απορροφήσει την πρόσκαιρη αύξηση στις προβλέψεις για επισφαλής απαιτήσεις, εν μέρει λόγω αβεβαιότητας, οδηγώντας σε λειτουργικό κέρδος της τάξεως των €24 εκατ. Ως αποτέλεσμα, τα κέρδη μετά φόρων από συνεχιζόμενες δραστηριότητες σε επίπεδο Ομίλου παρέμειναν σε θετικά επίπεδα, παρά την απουσία των σημαντικών κεφαλαιακών κερδών του 2016, τα οποία τώρα αντικαθίστανται από οργανική κερδοφορία, βελτιώνοντας την ποιότητα των αποτελεσμάτων μας.
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα τους πρώτους μήνες του έτους, η ΕΤΕ κατάφερε να μειώσει τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPEs) για ένα ακόμη τρίμηνο, επιβεβαιώνοντας ότι η επίτευξη των επιμέρους στόχων για το 2017 είναι εφικτή.
Παρά την εκροή καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, εν μέρει λόγω εποχικότητας, η εξάρτηση της Τράπεζας από τον ELA παρέμεινε αμετάβλητη σε σχέση με το τέλος του 2016, στα €5,7 δισ. ήτοι 8% του συνολικού ενεργητικού, ενώ ο δείκτης χορηγήσεων προς καταθέσεις διαμορφώθηκε σε 87% στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η ΕΤΕ παραμένει σε θέση ισχύος συγκριτικά με τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες ενόψει της ανάκαμψης της εγχώριας οικονομίας, δίνοντας έμφαση στη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τα Κύρια Βασικά Ίδια Κεφάλαιά (CET1) διαμορφώθηκαν σε 16,0%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον Όμιλο. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αναμένεται να ενισχυθούν περαιτέρω από την υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Τράπεζας.
Η προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Θεσμών αποτελεί σημαντικό βήμα προς την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του οικονομικού προγράμματος της χώρας, η οποία θα αποτελέσει τον αναμενόμενο καταλύτη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας και την ανάκαμψη της οικονομίας.
Το σταθερά βελτιούμενο οικονομικό κλίμα αναμένεται να συμβάλλει στην επίτευξη των βασικών μας στόχων για το 2017: ενίσχυση της κερδοφορίας, βελτίωση της ποιότητας των αποτελεσμάτων μας, περαιτέρω μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, σύμφωνα με ή πλέον των στόχων μας προς τον Ενιαίο Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ) και χρήση της ρευστότητάς μας για να στηρίξουμε την ελληνική οικονομία στην προσπάθειά της να πετύχει έξοδο από την ύφεση.