Θετικά αποτιμά ο οίκος Moody’s την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοπιστωτικής Αναφοράς 9 (IFRS 9) στις ελληνικές τράπεζες, καθώς όπως επισημαίνει θα τους δώσει τη δυνατότητα να πωλούν πιο εύκολα και με χαμηλότερο κόστος προβληματικά δάνεια.
Στη σχετική έκθεσή του ο οίκος θυμίζει τα δεδομένα, που οι ίδιες οι τράπεζες έδωσαν στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα για τον αντίκτυπο των νέων προτύπων στον ισολογισμό τους. Τα στοιχεία αυτά έδειξαν ότι ότι η εφαρμογή του IFRS από τις ελληνικές τράπεζες οδηγεί σε αύξηση των προβλέψεων τους για ζημιές από δάνεια περίπου 10% κατά μέσο όρο, Έτσι το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετουμένων τους ανοιγμάτων ενισχύεται σε περίπου 55% από 50% στο τέταρτο τρίμηνο του 2017. Η ενίσχυση αυτή θεωρείται «credit positive» από τον οίκο, δηλαδή συμβάλλει θετικά στη μελλοντική πιστοληπτική αξιολόγησή τους. Οι υψηλότερες προβλέψεις θα διευκολύνουν τη δυνατότητα των τραπεζών να πωλούν NPEs στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να υφίστανται σημαντικές απώλειες καθώς και μελλοντικές διαγραφές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δανειστών με υψηλή μόχλευση ή μη βιώσιμων δανειστών, όπως εξηγεί ο οίκος.
Οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου υπολογίζουν ότι οι τράπεζες θα πετύχουν να μειώσουν το βάρος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 40% στην περίοδο 2017-19, όπως έχουν δεσμευθεί. Ωστόσο οι προκλήσεις επιμένουν.
Η εφαρμογή του ΙFRS μεταφράζεται σε επιβάρυνση ύψους 5,4 δισ. ευρώ στην κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών και αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του δείκτη κεφαλαιακης επάρκειας CET1 κατά μέσο όρο κατά 300 μονάδες σε ορίζοντα πενταετίας. Για το 2018 πάντως ο αντίκτυπος θα είναι μόλις 15 μονάδες βάσης. Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη του 2017 ο CET1 ήταν κοντά στο 16,5%