Τι καταγράφουν τα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος
Στα 95,7 δισ. ευρώ υποχώρησε το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) τον Δεκέμβριο του 2017, μειωμένο κατά 4,8% και 10,0% συγκριτικά με το τέλος του Σεπτεμβρίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), μείωση που σημειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο είναι η υψηλότερη τριμηνιαία μείωση που έχει παρατηρηθεί από την αρχή της κρίσης. Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 12% ή 13 δισ. ευρώ.
Η μείωση των ΜΕΑ κατά το τελευταίο τρίμηνο οφείλεται κατά κύριο λόγο στις διαγραφές που άγγιξαν τα 2,1 δισ. ευρώ και στις πωλήσεις ύψους 1,8 δισ. ευρώ 3 Οι συνολικές διαγραφές και οι πωλήσεις σε ετήσια βάση, άγγιξαν τα 6,5 δισ. ευρώ και τα 3,6 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Επιπρόσθετα και σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε κατά το υπόλοιπο έτος, ο τριμηνιαίος ρυθμός αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) εμφανίζεται βελτιωμένος στο 1,8% και ξεπερνά τον τριμηνιαίο δείκτη αθέτησης (default rate), ο οποίος εμφανίζει μειωτική πορεία, αγγίζοντας το 1,7%. Η μείωση των ΜΕΑ, που προήλθε από εισπράξεις και ρευστοποιήσεις, ήταν επίσης βελτιωμένη σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο καταναλωτικό και επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, όπου η τριμηνιαία μείωση άγγιξε τo 14,8% και 4,4% αντίστοιχα.
Oι επιδόσεις στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο εμφανίζονται χαμηλές, καθώς σημειώθηκε τριμηνιαία μείωση μόλις 0,6%. Σε ετήσια βάση, η μείωση στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο άγγιξε το 12,3%, στο καταναλωτικό το 19,7%, ενώ στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο σημειώθηκε αύξηση των ΜΕΑ κατά 0,4%.
Αξιοσημείωτο είναι το ποσοστό των ΜΕΑ που τελεί σε καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία. Στο σύνολο των χαρτοφυλακίων, το 13,9% των ΜΕΑ τελεί υπό καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία, ενώ στο στεγαστικό το ποσοστό ξεπερνά το 30%.
Σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ, ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2017, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 43,4% για το στεγαστικό, το 49,3% για το καταναλωτικό και το 41,8% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ΜΕΑ παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 65,4%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 57,0%). Σταθερά καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 22,9%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35%).
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, αγγίζοντας το 47,4% το Δεκέμβριο του 2017, από 48,0% το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, κυρίως λόγω των εκτεταμένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων, τα οποία στην πλειοψηφία τους ήταν σχεδόν πλήρως καλυμμένα από προβλέψεις.
Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι σχεδόν πλήρης.
Επιχειρησιακοί Στόχοι Πιστωτικών Ιδρυμάτων
Σύμφωνα με την Έκθεση της ΤτΕ, συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2017, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουνίου του 2017, τα ΜΕΑ ήταν κατά 1,6 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό – στόχο. Συνεπώς το υπόλοιπο έναρξης των ΜΕΑ για τις ελληνικές εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες κατά τη νέα στοχοθεσία (Ιούνιος 2017 – Δεκέμβριος 2019) διαμορφώθηκε στα 101,8 δισ. ευρώ (τα εν λόγω ανοίγματα δεν περιλαμβάνουν ανοίγματα εκτός ισολογισμού ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ). Οι τράπεζες στοχεύουν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37% κατά την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα 64,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019. Σημειώνεται ότι ο νέος στόχος είναι χαμηλότερος κατά 2,2 δισ. ευρώ σε σχέση με την υποβολή του Σεπτεμβρίου του 2016.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, ο χρονικός ορίζοντας μείωσης των ΜΕΑ δεν έχει μεταβληθεί, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης θα επιτευχθεί κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2018 και το 2019. Παρατηρούνται, ωστόσο, κάποιες διαφοροποιήσεις στους παράγοντες μείωσης των ΜΕΑ σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή. Συγκεκριμένα:
– Οι τράπεζες σκοπεύουν να επισπεύσουν την πώληση δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες στοχεύουν σε επιπλέον πωλήσεις ύψους 4,7 δισ. ευρώ, αγγίζοντας τα 11,6 δισ. ευρώ συνολικές πωλήσεις για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019. Μέρος των επιπλέον πωλήσεων (1,4 δισ. ευρώ) ήδη έχει πραγματοποιηθεί κατά το 3ο τρίμηνο του 2017 μέσω τιτλοποίησης και μεταφοράς ΜΕΑ από μη συστημική τράπεζα.
– Επιπρόσθετα, οι τράπεζες σκοπεύουν να αυξήσουν τα ποσά των διαγραφών κατά περίπου 1,2 δισ. ευρώ, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής.
– Παρόλα αυτά, οι τράπεζες πραγματοποίησαν συντηρητικότερες εκτιμήσεις όσον αφορά τις καθαρές εισροές ΜΕΑ σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή στοιχείων. Η εισροή νέων ΜΕΑ για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019 αυξάνεται κατά 1,2 δισ. ευρώ, ενώ αντίθετα η αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curing) μειώνεται κατά 2,5 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες ενσωμάτωσαν στα μοντέλα τους χειρότερες μακροοικονομικές υποθέσεις σε σύγκριση με την προηγούμενη υποβολή (ρυθμός αύξησης ΑΕΠ, διαθέσιμο εισόδημα), οι οποίες επηρέασαν το ρυθμό εκ νέου αθέτησης (re-default rate), καθώς και τις καθαρές εισροές ΜΕΑ. Η χαμηλότερη αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων σχετίζεται σε ένα βαθμό και με τα υψηλότερα ποσά πωλήσεων και διαγραφών.
– Οι λοιποί παράγοντες μείωσης των ΜΕΑ δεν παρουσιάζουν μεταβολή σε σχέση με την προηγούμενη υποβολή. Οι εκποιήσεις καλύψεων παραμένουν κύριος παράγοντας ύψους 10,6 δισ. ευρώ.