Τους τρεις σημαντικότερους κινδύνους με τους οποίους αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπο το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ καταγράφει σε σημερινή του έκθεση ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία εστιάζει στα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και θα αντιμετωπίσουν οι τραπεζικές διοικήσεις.
Οι τρεις σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου που θα επηρεάσουν το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ το 2019 είναι οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες, το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και η πιθανή συσσώρευση μελλοντικών «κόκκινων» δανείων, καθώς και το κυβερνοέγκλημα και οι δυσλειτουργίες των πληροφοριακών συστημάτων. Ακολουθούν η ανατιμολόγηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και η αντίδραση των τραπεζών στο κανονιστικό πλαίσιο.
Σε σύγκριση με το 2018, ο SSM αναφέρει πως υπήρξε σημαντική μείωση των κινδύνων που απορρέουν από τις οικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες στη ζώνη του ευρώ, κυρίως λόγω της ευνοϊκής κυκλικής δυναμικής. Ταυτόχρονα, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι ανατιμολόγησης στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αυξηθεί. Η πρόοδος ως προς την ψηφιοποίηση επιτείνει τους κινδύνους που σχετίζονται με τα παλαιά πληροφοριακά συστήματα των τραπεζών και τις κυβερνοεπιθέσεις.
Κατά την ΕΚΤ, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες παρουσιάζουν αυξανόμενο κίνδυνο για τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και για τις οικονομικές προοπτικές εντός της ζώνης του ευρώ. Οι πολιτικές αβεβαιότητες σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν αυξηθεί πρόσφατα. Όσον αφορά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit), η τελική μορφή των συμφωνιών μετάβασης και αποχώρησης δεν έχει καθοριστεί ακόμη. Οι τράπεζες και οι εποπτικές αρχές πρέπει να προχωρήσουν με τα σχέδια και τις προετοιμασίες έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιθανά σενάρια. Οι ανησυχίες που συνδέονται με το Brexit περικλείουν ευρύ φάσμα κινδύνων, όπως κινδύνους που αφορούν τη συνέχεια των εργασιών και τη μετάβαση, κινδύνους κανονιστικού αρμπιτράζ σε σχέση με τις εθνικές διαφορές στο κανονιστικό πλαίσιο ή κινδύνους μακροοικονομικών συνεπειών.
Ο SSM αναφέρει πως ο κίνδυνος σημαντικής διακοπής της πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στη ζώνη του ευρώ είναι περιορισμένος, αλλά το ενδεχόμενο κατακερματισμού του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα μπορούσε να περιορίσει την αποδοτικότητά του. Επιπροσθέτως, έχουν ενταθεί οι ανησυχίες σχετικά με τον αυξανόμενο εμπορικό προστατευτισμό. Ενώ οι δασμοί που έχουν θεσπιστεί μέχρι στιγμής αναμένεται να έχουν περιορισμένες άμεσες μακροοικονομικές επιδράσεις στη ζώνη του ευρώ, τυχόν κλιμάκωση των εμπορικών διαφορών θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικό κίνδυνο.
Επιπλέον, οι δυσμενείς εξελίξεις σε ορισμένες οικονομίες με αναδυόμενες αγορές μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το μακροοικονομικό περιβάλλον ή τις χρηματοπιστωτικές αγορές της ζώνης του ευρώ.
Σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια ο SSM στέλνει το μήνυμα πως δεν θα υπάρξουν πισωγυρίσματα. Όπως τονίζει, παρά τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τα τελευταία έτη, τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας για σημαντικό αριθμό ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ. Στο πλαίσιο των κατευθύνσεων του SSM, ζητήθηκε από τις τράπεζες με υψηλό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να συμφωνήσουν στρατηγικές για την αντιμετώπιση των αποθεμάτων ρους. Χάρη στο μέχρι σήμερα έργο έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των σημαντικών ιδρυμάτων μειώθηκε από 8% το 2014 σε 4,9% το τέταρτο τρίμηνο του 2017.
Ωστόσο, το τρέχον συνολικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υπερβολικά υψηλό σε σύγκριση με τα διεθνή πρότυπα. Απαιτούνται λοιπόν περαιτέρω προσπάθειες για να διασφαλιστεί ότι το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αντιμετωπίζεται επαρκώς στη ζώνη του ευρώ. Τα υψηλά αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων περιορίζουν τους ισολογισμούς, την κερδοφορία και το κεφάλαιο των τραπεζών και συνεπώς, η αντιμετώπιση των υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης της προόδου των τραπεζών προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητες της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας.
Επιπροσθέτως, ο SSM σημειώνει πως η συνεχιζόμενη επιδίωξη αποδόσεων μπορεί να αυξήσει το ενδεχόμενο συσσώρευσης μελλοντικών μη εξυπηρετούμενων δανείων. «Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν αναφέρει χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων για δάνεια προς επιχειρήσεις και προς νοικοκυριά για την αγορά κατοικίας το πρώτο τρίμηνο του 2018. Επιπλέον, οι δανειοδότες δείχνουν να στρέφονται προς τομείς με υψηλότερο βαθμό κινδύνου. Η έκδοση μοχλευμένων δανείων στη ζώνη του ευρώ ανέκαμψε σημαντικά μετά την απότομη πτώση που καταγράφηκε στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και τα δάνεια με περιορισμένες συμβατικές απαιτήσεις (covenant-lite) αντιστοιχούν σε περίπου δύο τρίτα της συνολικής ποσότητας δανείων. Επιπλέον, ορισμένες τράπεζες της ζώνης του ευρώ αναφέρουν υψηλό ρυθμό αύξησης των μη εξασφαλισμένων δανείων προς νοικοκυριά», υπογραμμίζεται στην έκθεση.