Από την επίθεση στην άμυνα οι θυγατρικές των τραπεζών

Ανοδιαργανώνουν τις δραστηριότητες στη ΝΑ Ευρώπη

 

Από τους μεγάλους πελάτες στον τομέα της λιανικής τραπεζικής με έμφαση στα καταναλωτικά, στεγαστικά και μικρά δάνεια

 

Στην αναδιοργάνωση στρατηγική τους έχει διαφοροποιηθεί, καθώς την επιθετική ανάπτυξη διαδέχεται η προσεκτική τοποθέτηση και, δυνητικά, η αξιοποίηση ευκαιριών που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της κρίσης, καθώς οι αποτιμήσεις για τις τοπικές τράπεζες έχουν υποχωρήσει ακόμη και κάτω από τη λογιστική αξία. Σε κάθε περίπτωση, προτεραιότητα παραμένει ο έλεγχος της ποιότητας των χαρτοφυλακίων, μιας που οι οικονομίες της περιοχής παραμένουν σε συνθήκες έντονης αβεβαιότητας.

 

Οσοι παρακολουθούν τις αγορές της ΝΑ Ευρώπης είναι πεπεισμένοι ότι θα προκύψουν ευκαιρίες εξαγορών, καθώς οι ισορροπίες έχουν αλλάξει δραματικά για τους ευρωπαϊκούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Κάποιοι από αυτούς θα αναγκαστούν να περιορίσουν την παρουσία τους ή ακόμη και να αποσυρθούν από αγορές, ενώ ήδη όμιλοι, που διατηρούν την ισχύ τους στην παρούσα φάση, εξετάζουν τις πιθανές ευκαιρίες, ώστε να έχουν παρουσία μετά την κρίση.

 

Οι ελληνικές τράπεζες, μετά το έντονο σοκ που προκάλεσαν οι κλυδωνισμοί των τοπικών οικονομιών, «πάγωσαν» οποιαδήποτε κίνηση επέκτασης της δραστηριότητας και βρίσκονται στη φάση αποτίμησης της πορείας των επενδύσεών τους, σε συνδυασμό με τις μακροοικονομικές εξελίξεις. Η διεθνής παρέμβαση στην περιοχή έχει ήδη επιδράσει σταθεροποιητικά, χωρίς πάντως να έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι, με αποτέλεσμα να επανεξετάζεται η πολιτική των ελληνικών ομίλων.

 

Ο πρόεδρος της Εθνικής, Τάκης Αράπογλου, δήλωσε ότι η αύξηση κεφαλαίου, που πραγματοποιεί η τράπεζα, έχει, μεταξύ άλλων, ως στόχο τη διατήρηση ετοιμότητας για την αξιοποίηση ευκαιριών στη ΝΑ Ευρώπη, ενώ και οι διοικήσεις των άλλων μεγάλων ομίλων δεν έχουν εγκαταλείψει το σχεδιασμό για την περιοχή. Υπό ισχυρή πίεση βρίσκονται οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς η έλλειψη ρευστότητας σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος χρήματος που τις βαρύνει οδηγεί σε απώλεια μεγάλων επιχειρηματικών πελατών και μείωση μεριδίων στις τοπικές αγορές.

 

Εξαιρετικά αδύναμη είναι η θέση τους στον τομέα της επιχειρηματικής πίστης. Οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών χάνουν μαζικά εταιρικούς πελάτες, καθώς δεν είναι σε θέση να παρέχουν ούτε ανταγωνιστικά επιτόκια αλλά ούτε και το ύψος της χρηματοδότησης που προσφέρουν οι ξένες τράπεζες. Ετσι, ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης διακόπτουν τη συνεργασία τους με εγχώριες τράπεζες και στρέφονται σε ξένες.

 

H ρευστότητα


Πριν από την κρίση οι εγχώριες τράπεζες, στηριζόμενες στην εύρωστη θέση τους, αντλούσαν ρευστότητα από τη διατραπεζική αγορά, την οποία διοχέτευαν στις χώρες που δραστηριοποιούνται για την ανάπτυξη των εργασιών τους. Σήμερα αυτό, εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης, είναι αδύνατο. Οι ελληνικές τράπεζες υποφέρουν τόσο από την έλλειψη ρευστότητας, με τις καταθέσεις να μειώνονται και τη διατραπεζική αγορά να παραμένει κλειστή γι’ αυτές, όσο και από το υψηλό κόστος χρήματος καθώς για να διατηρήσουν την καταθετική τους βάση προσφέρουν υψηλά επιτόκια στους καταθέτες.

 

Επιπλέον, η καταθετική βάση στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης είναι περιορισμένη και δεν επιτρέπει την αυτόνομη ανάπτυξη των εργασιών (άντληση καταθέσεων για τη χορήγηση δανείων). Ετσι οι θυγατρικές των μεγάλων τραπεζών του εξωτερικού έχουν μεγάλο πλεονέκτημα, καθώς απολαμβάνουν το χαμηλότερο κόστος χρήματος και τις μεγάλες γραμμές χρηματοδότησης που τους προσφέρουν οι μητρικοί όμιλοι.

 

Επιτελικά στελέχη τραπεζών αναγνωρίζουν ότι οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής κρίσης αποδυναμώνουν τις ελληνικές τράπεζες και δημιουργούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα. «Είναι σαφές ότι όσο οι διεθνείς αγορές παραμένουν κλειστές για ελληνικό κίνδυνο και οι καταθέσεις μειώνονται, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε όλες τις δραστηριότητες των θυγατρικών μας στο εξωτερικό.

 

Με τα σημερινά δεδομένα η χρηματοδότηση επιχειρήσεων στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης δεν είναι εύκολη» τονίζει στέλεχος τράπεζας. Για την αντιμετώπιση της δύσκολης αυτής κατάστασης οι εγχώριες τράπεζες προχωρούν σε αλλαγή του επιχειρηματικού τους μοντέλου στο εξωτερικό, τουλάχιστον έως ότου ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Ετσι εστιάζουν στον τομέα της λιανικής τραπεζικής – καταναλωτικά, στεγαστικά και μικρά δάνεια σε ελεύθερους επαγγελματίες. Η λιανική, συγκριτικά, έχει μικρότερες ανάγκες ρευστότητας, ενώ «δουλεύει» με σημαντικά υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια.

 

Εστιάζοντας στη λιανική οι τράπεζες επιδιώκουν να αξιοποιήσουν περισσότερο αποδοτικά τους περιορισμένους πόρους και παράλληλα να διατηρήσουν ισχυρή παρουσία στις χώρες της περιοχής. Με τη χώρα να βρίσκεται σε δεινή δημοσιονομική κατάσταση και κατ’ επέκταση αποδυναμωμένο τραπεζικό σύστημα πολλοί επιβουλεύονται τα ελληνικά συμφέροντα στις χώρες της περιοχής, σημειώνουν στελέχη τραπεζών.

 

ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ


40.000 εργαζόμενοι με 3.500 καταστήματα σε 10 χώρες


Σήμερα οι εγχώριες τράπεζες δραστηριοποιούνται σε περισσότερες απο 10 χώρες της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ Ευρώπης, στο σύνολο των χωρών της Βαλκανικής, την Ουκρανία, την Τουρκία και την Αίγυπτο διαθέτοντας δίκτυο που φτάνει τα 3.500 καταστήματα και απασχολούν περίπου 40.000 εργαζόμενους. Το σύνολο του ενεργητικού τους στις γειτονικές χώρες ξεπερνά τα 50 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί περίπου στο 15% του συνολικού ενεργητικού τους.

 

Υπογραμμίζεται ότι η ισχυρή παρουσία των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για την επέκταση των δραστηριοτήτων ελληνικών εταιρειών στις γειτονικές χώρες. Ψήφο εμπιστοσύνης στις ελληνικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη Ρουμανία έδωσε ο Πρόεδρος της χώρας κ. Τραϊάν Μπασέσκου, στη διάρκεια της συνάντησης που είχε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια, που πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στο Βουκουρέστι. «Οι επτά ελληνικές τράπεζες που κατέχουν το 27% της ρουμανικής τραπεζικής αγοράς, διαθέτουν άριστη κεφαλαιακή επάρκεια» είπε ο Ρουμάνος Πρόεδρος, ο οποίος υπενθύμισε ότι κατά τη διάρκεια της τραπεζικής κρίσης του 2009 «δεν έκαναν ούτε ένα βήμα πίσω, αλλά αντιθέτως στήριξαν την ρουμανική οικονομία και συνέβαλαν στην ανάκαμψή της».

 

TPEIΣ EΛΛHNIKEΣ TPAΠEZEΣ

 

Πουλάνε περιουσίες τους σε Τουρκία, Πολωνία και Αυστραλία

 

Tρεις τράπεζες, η Εθνική, η Eurobank και η Marfin Popular Bank, πήραν ήδη τη σημαντική απόφαση να πουλήσουν περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, για την Εθνική έχει μπει στην τελική ευθεία η πώληση περίπου του 20% της θυγατρικής της Finansbank στην Τουρκία, αναμένει δε από αυτήν περί τα 1 με 1,2 δισ. ευρώ. Το Φεβρουάριο ολοκλήρωσε και η Eurobank τη στρατηγική συνεργασία της με τη Raiffeisen Bank International AG στην Πολωνία.

 

Οι όροι της συναλλαγής προβλέπουν την εξαγορά του 70% της Polbank EFG από τη Raiffeisen έναντι 490 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, μέσω του ποσοστού που θα διατηρήσει η Eurobank, θα συνεχίσει να συμμετέχει στην ανάπτυξη της πολωνικής τραπεζικής αγοράς. Στην πώληση του δικτύου καταστημάτων της Laiki Bank στην Αυστραλία προχώρησε και η Marfin Popular Bank, αποκομίζοντας κέρδος περί τα 52,7 εκατ. ευρώ, ενώ το συνολικό τίμημα ήταν 104,3 εκατ. ευρώ.

 

Σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εκπροσωπείται σε 16 χώρες μέσω 51 θυγατρικών τραπεζών, καθώς και μέσω ανάπτυξης αυτόνομου δικτύου υποκαταστημάτων. Συνολικά έχει αναπτυχθεί ένα δίκτυο με περίπου 3.500 καταστήματα, στα οποία απασχολούνται περισσότεροι από 50.000 υπάλληλοι.

 

Οι χώρες των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ και της Κεντρικής Ευρώπης είναι αυτές που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των ελληνικών τραπεζών – έχουν παρουσία στην Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Κύπρο, την Ουκρανία, την ΠΓΔΜ, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σερβία και την Τουρκία., καθώς και στην Αίγυπτο, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τη Βρετανία και τη Νότια Αφρική. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα συγκεντρωτικά στοιχεία μελέτης της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, οι τράπεζες στο τέλος του 2009 είχαν συνολικό ενεργητικό 87,6 δισ. ευρώ, το οποίο χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τοπικές καταθέσεις, συνολικού ύψους 37,8 δισ. ευρώ.

 

ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΑΠΟ ΑΝΑΓΚΗ


Τον Σεπτέμβριο το deal Eθνικής – Eurobank


Το πιο «καυτό» καλοκαίρι για τις ελληνικές τράπεζες, αναμένεται να είναι το φετινό. Από τη μία τα stress tests και από την άλλη η προωθούμενη, μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, λύση για το ελληνικό χρέος, θα αλλάξουν τα δεδομένα στο τραπεζικό σύστημα και θα προετοιμάσουν το έδαφος για συγχωνεύσεις, με το πιο μεγάλο deal να αναμένεται να «σκάσει» τον Σεπτέμβριο.

 

Τα stress tests θεωρούνται από τους τραπεζικούς αναλυτές, ιδιαίτερα καθοριστικά για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς εκτιμάται ότι οι περισσότερες τράπεζες θα τα περάσουν, έστω και με δυσκολία, καθώς είναι μεν θωρακισμένες κεφαλαιακά, αλλά βρίσκονται στο όριο, εξαιτίας της συνεχούς φυγής των καταθέσεων.

 

Οι τραπεζίτες φαίνεται ότι έχουν κατανοήσει ότι η συγκέντρωση στον κλάδο, δεν είναι επιλογή πλέον, αλλά ανάγκη. Το διαγραφόμενο deal του Σεπτεμβρίου, όπως εκτιμούν τραπεζικοί κύκλοι θα είναι αυτό της Εθνικής με τη Eurobank, με ή χωρίς το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Το στίγμα των προθέσεών του έδειξε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Νίκος Νανόπουλος, ο οποίος, μιλώντας στη γ.σ. της Τράπεζας, τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μεγαλύτερων τραπεζικών σχημάτων υπό προϋποθέσεις. Την ίδια άποψη έχει και ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Απόστολος Ταμβακάκης, ο οποίος έκανε πρώτος από όλους την κίνηση για συγκέντρωση στον κλάδο, με την πρόταση προς την Alpha bank.

 

Η πρόταση απορρίφθηκε, καθώς ο Γιάννης Κωστόπουλος θέλει να ακολουθήσει αυτόνομη πορεία και να μη εμπλακεί στον «χορό» των συγχωνεύσεων. Η δήλωση του κ. Νανόπουλου έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα τελευταία χρόνια η Eurobank είχε αποστασιοποιηθεί και κρατήσει ουδέτερη στάση, τονίζοντας ότι δεν είναι της ώρας ακόμη οι συγχωνεύσεις. Τον τελευταίο καιρό όμως, η στάση του άλλαξε, καθώς οι πληροφορίες λένε ότι υπήρξαν συζητήσεις με τον Απόστολο Ταμβακάκη, με την έγκριση μάλιστα του Σπύρου Λάτση.

 

Λέγοντας όμως ο κ. Νανόπουλος ότι είναι υπέρ της δημιουργία μεγάλων τραπεζικών σχημάτων αλλά με προϋποθέσεις, οι τραπεζικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι σημαίνει πως πρέπει να εξεταστούν όλοι οι παράμετροι του εγχειρήματος, δηλαδή της συγχώνευσης Eurobank – Εθνικής. Ποιοι είναι αυτοί οι παράμετροι; Η Εθνική εμφανίζει κεφαλαιοποίηση 5 δις ευρώ και η Eurobank περίπου 2 δις ευρώ, δηλαδή η Εθνική είναι 2,5 φορές περίπου μεγαλύτερη της Eurobank βάσει αποτίμησης.

 

Με βάση το ενεργητικό περίπου στα 118 δις η Εθνική και 88 δις η Eurobank η Εθνική είναι μεγαλύτερη κατά 1,34 φορές. Σε ένα σχήμα μεταξύ των δύο τραπεζών θα υπάρξουν δύο πυλώνες μετόχων από την μια πλευρά το ελληνικό δημόσιο με ποσοστό 15% στην Εθνική και στην Eurobank η οικογένεια Λάτση με ποσοστό 44,5%. Σε ένα σχήμα συγχώνευσης των δύο τραπεζών με βάση τις αποτιμήσεις αλλά και την δομή του ενεργητικού, θα προέκυπτε το εξής: Η οικογένεια Λάτση θα έλεγχε το 15% με 17% και το ελληνικό δημόσιο μέσω των ταμείων το 10%. Δηλαδή στο νέο σχήμα η οικογένεια Λάτση θα αποκτούσε τον έλεγχο.

 

Το ερώτημα που πλανάται στους τραπεζικούς κύκλους είναι αν το ελληνικό δημόσιο θα είναι διατεθειμένο γι’ αυτό το βήμα. Πάντως, στην περίπτωση που κλείσει το deal Εθνικής – Eurobank τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, θα δημιουργηθεί ένας τραπεζικός γίγαντας με ενεργητικό 215 – 220 δις ευρώ.

 

ΣΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ CREDIT AGRIKOL ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Η «Εμπορική» κατεβαίνει από το ταμπλό για να κινηθεί χωρίς δεσμεύσεις Η χρηματιστηριακή πορεία της Εμπορικής Τράπεζας τελειώνει μέσα στο καλοκαίρι, στο τέλος του ερχόμενου Ιουλίου. Η Credit Agricole επί δύο χρόνια συζητούσε την έξοδο της μετοχής της Emporiki bank από το Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά δεν το επιχειρούσε.

 

Αντίθετα προχωρούσε σε συνεχείς ενέσεις ρευστού, για να καλύψει τις μεγάλες ζημιές που παρουσίαζε η Τράπεζα, οι οποίες το 2010 έφθασαν στα 873,5 εκατ. ευρώ. Η δημόσια πρόταση, την οποία υπέβαλε η Credit Agricole για απόκτηση του υπολοίπου των μετοχών, η τιμή των οποίων καθορίστηκε στα 1,76 ευρώ, ορίστηκε μέχρι τις 27 Ιουλίου και δεν αφορά κανέναν άλλον, εκτός από τον γαλλικό κολοσσό, αφού κατέχει το 96% της Εμπορικής και απομένει ένα 4%, το οποίο θα αποκτήσει, ασκώντας το δικαίωμα εξαγοράς.

 

Σύμφωνα με τραπεζικούς παράγοντες, η απόφαση της Credit Agricole ήταν απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνουν, διαχρονικά η Credit Agricole, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας αύξησης κεφαλαίου των 989,4 εκατ. ευρώ, έχει επενδύσει στην Εμπορική Τράπεζα περίπου 5 δισ. ευρώ.

 

Όμως η κεφαλαιοποίηση της ελληνικής θυγατρικής δεν ξεπερνά τα 900 εκατ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι προκύπτει μια υποαξία μαμούθ που υπερβαίνει τα 4 δισ. ευρώ και η οποία επιβαρύνει τον ενοποιημένο ισολογισμό της Credit Agricole.

 

Υπό τις παρούσες συνθήκες, ο μόνος τρόπος προκειμένου να μην επιβαρύνεται λογιστικά η γαλλική τράπεζα είναι να αποσύρει από το Χ.Α. την Εμπορική Τράπεζα. Τα οφέλη από την φυγή από το ταμπλό του Χ.Α., όπως εκτιμούν τραπεζικοί και χρηματιστηριακοί κύκλοι θα είναι πολλαπλά για την Credit Agricole, καθώς πλέον θα καθορίζει χωρίς δεσμεύσεις τις κινήσεις της για την τράπεζα.

 

Οι ίδιοι κύκλοι μάλιστα επισημαίνουν ότι η απόφαση για έξοδο από το Χρηματιστήριο, δεν συνδέεται με κάποιες φήμες ότι θέλει να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Μετά την απόκτηση του 100%, η Credit Agricole δεν προτίθεται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε αλλαγή στην Εμπορική, σε ό,τι αφορά την ονομασία και τη διοίκησή της, ενώ παράλληλα η Εμπορική θα συνεχίσει να αξιοποιεί τα οφέλη από τον μητρικό όμιλο, όπως είναι η παροχή ρευστότητας, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, η μεταφορά τεχνογνωσίας και άλλα.

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ