Δύο είναι οι βασικές προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με τον πρόεδρο του δ.σ. της Attica Bank, Παναγιώτη Ρουμελιώτη, σε ομιλία του στο NPL Summit 2018.
Αυτές είναι ο αναβαλλόμενος φόρος και η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs).
Ο κ. Ρουμελιώτης στην ομιλία του στο NPL Summit 2018 “Κόκκινα δάνεια ανοίγματα & κοινωνία” αρχικά αναφέρθηκε στα αίτια της παγκόσμιας κρίσης, στην απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών επί Κλίντον και στην επαναρρύθμισή τους με βίαιο τρόπο, λόγω της κόπωσης της αγοράς των subprime στεγαστικών δανείων που επέφερε πλήγματα στα δομημένα παράγωγα χρηματοοικονομικά προïόντα.
Η κατάρρευση της Lehman Brothers και η κρατικοποίηση επενδυτικών και εμπορικών τραπεζών στις ΗΠΑ έπληξε όσες χώρες είχαν μεγάλη έκθεση σε ανάλογα προϊόντα, επιφέροντας μια νέα κρίση, αυτή του κρατικού χρέους.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης οι αγορές άρχισαν να αξιολογούν πολύ πιο προσεκτικά το αξιόχρεο κάθε κράτους γεγονός που έθεσε σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία των δημοσιονομικών της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Στη συνέχεια ο κ. Ρουμελιώτης αναφέρθηκε στις συσσωρευμένες ζημίες που προκλήθηκαν στις τράπεζες από την αύξηση του κόστους δανεισμού τους, την αύξηση των προβλέψεων, και την σημαντική απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν και τις οποίες κάλυψαν με αυξήσεις, εξαγορές, συγχωνεύσεις και απορροφήσεις.
Η απαιτούμενη ανακεφαλαιοποίηση του κόστους αναδιάταξης του ελληνικού τραπεζικού τομέα την περίοδο 2012-2014 εκτιμήθηκε σε 50 δισ.
Κατά τον 1ο κύκλο ανακεφαλαιοποίησης, το ΤΧΣ κατέβαλε 25 δισ. και η συμμετοχή των παλαιών μετόχων ανήλθε σε 3,5 δισ. με την πρόνοια του να κρατήσουν τη διοίκηση εφόσον κάλυπταν το 10% και να έχουν δικαίωμα εξαγοράς τον μετοχών του ΤΧΣ μέσω των Warrants.
Κατά το 2ο κύκλο ανακεφαλαιοποίησης, μετά την σχετική άσκηση της ΤτΕ οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν από τον ιδιωτικό τομέα συνολικά κεφάλαια 8,3 δισ. ευρώ υπερκαλύπτοντας τις κεφαλαιακές ανάγκες όπως αυτές εκτιμήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι εκλογές του 2015 προκάλεσαν μεγάλο κύμα εκροών καταθέσεων οι οποίες μειώθηκαν κατά 45 δισ. ευρώ, τα NPEs αυξήθηκαν, ενώ η αβεβαιότητα οδήγησε στην επιβολή των capital controls. Η επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών τεχνικά έθεσε τις τράπεζες σε καθεστώς χρεοκοπίας.
Η ολοκλήρωση της 3ης ανακεφαλαιοποίησης οδηγεί στον αφανισμό των παλαιών μετόχων και μεταξύ αυτών του ΤΧΣ που κατείχε μεγάλα πακέτα μετοχών των τραπεζών.
Η συμμετοχή του ταμείου περιορίζεται στο 2,7% στην Eurobank (από 35% πριν από την αύξηση), στο 11% στην Alpha Bank (από 66%), στο 26% στην Τράπεζα Πειραιώς (από 66,9%) και στο 40% στην Εθνική Τράπεζα (από 57,2% πριν από την ανακεφαλαιοποίηση).
Έτσι σε όλες τις συστημικές τράπεζες η πλειοψηφία των μετοχών πέρασε σε ιδιωτικά χέρια.
Το επιτυχές μοντέλο της Attica Bank
Αναφερόμενος ο κ. Ρουμελιώτης στην περίπτωση της Attica Bank τόνισε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και στις τρεις κεφαλαιακές ενισχύσεις έτυχε της πλήρους στήριξης των μετόχων της, τόσο των στρατηγικών όσο και των ιδιωτών.
Στην 3η κεφαλαιακή ενίσχυση, η Attica Bank, εφάρμοσε ένα πρωτοποριακό όσο και φιλόδοξο σχέδιο, κεφαλαιακής ενίσχυσης με ταυτόχρονη δημιουργία και πώληση των πρώτων ομολόγων που προέκυψαν από τιτλοποίηση Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων.
Ταυτόχρονα ενέγραψε κεφαλαιακά κέρδη ύψους €70 εκατ. ως αποτέλεσμα της πρώτης τιτλοποίησης και ταυτόχρονα μείωσε τα ΜΕΑ (NPEs) του ισολογισμού της κατά €1,3 δισ.
Εντός του 2018 επανέλαβε το συγκεκριμένο επιτυχημένο μοντέλο κεφαλαιακής ενίσχυσης με ταυτόχρονη μείωση των ΜΕΑ (NPEs) αυτή τη φορά με κεφαλαιακά κέρδη της τάξης των €43 εκατ. και περεταίρω μείωση των NPEs κατά €750 εκατ. περίπου και ενίσχυσε τα κεφάλαια της περαιτέρω κατά €90 εκατ. περίπου συνεχίζοντας να αναζητά στρατηγικό επενδυτή για την υλοποίηση των φιλόδοξων επιχειρηματικών της σχεδίων.
Οι δύο κύριες προκλήσεις των τραπεζών
Εξειδικεύοντας τις κύριες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες στο άμεσο μέλλον ο κ. Ρουμελιώτης αναφέρθηκε στις δύο κύριες προκλήσεις, αυτή του αναβαλλόμενου φόρου και της αποτελεσματικής διαχείρισης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) παραθέτοντας στοιχεία για τον αναβαλλόμενο φόρο αλλά και προτάσεις- εργαλεία για τη διαχείριση των NPEs.
Οι τράπεζες καταγράφουν στα στοιχεία του ενεργητικού τους ένα πολύ μεγάλο ποσό ως αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Ένα μέρος της που καλύπτεται με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου DTC τους παρέχει τη δυνατότητα να εμφανίζονται ανακεφαλαιοποιημένες, αλλά το τμήμα αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μόχλευση πρόσθετων κεφαλαίων.
Ο κ. Ρουμελιώτης τόνισε ιδιαίτερα ότι: “Από τα 27 δισ. κεφάλαια περίπου τα 21 δισ. είναι αναβαλλόμενος φόρος. Ο αναβαλλόμενος φόρος αντιστοιχεί σε σωρευμένες ζημιές που έγγραψαν οι τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης ύψους 72,4 δισ. Ως εκ τούτου τα υπολειπόμενα κεφάλαια είναι της τάξεως των 6 δισ. και σε ένα ενεργητικό των τραπεζών της τάξης των 200 δισ. αντιπροσωπεύουν περίπου το 3%”.
Ειδικότερα για τον αναβαλλόμενο φόρο ο κ. Ρουμελιώτης πρότεινε νέα νομοθετική πρωτοβουλία εποπτικών αρχών και τραπεζών, για την κάλυψη του με εγγυήσεις από το ελληνικό δημόσιο και μετασχηματισμό των κονδυλίων του σε χρηματοοικονομικό προïόν προς λήψη ρευστότητας από τις αγορές και στη συνέχεια μόχλευση αυτών των προïόντων για επιπλέον άντληση ρευστότητας και χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Για τη δεύτερη πρόκληση των NPEs ο κ. Ρουμελιώτης τόνισε ότι παρότι η διαδικασία διαχείρισης τους έχει ξεκινήσει, εντούτοις πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα καθώς η ύπαρξη υψηλών NPEs στους ισολογισμούς τους, καθυστερεί την δυνατότητα αναχρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, προτείνοντας συγκεκριμένους τρόπους και εργαλεία όπως ο νόμος Κατσέλη, ο εξωδικαστικός μηχανισμός, οι πλειστηριασμοί και οι τιτλοποιήσεις και πωλήσεις NPEs.
Ειδικότερα σε σχέση με το εργαλείο των τιτλοποιήσεων, το εισπράξιμο μέρος των ομολόγων που παράγονται από τιτλοποιήσεις (Senior Bonds), εξαρτάται από τo βαθμό της εισπραξιμότητας τιτλοποιημένων NPEs.
Με την αναμενόμενη βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης του ελληνικού δημοσίου, αναμένεται να αρθούν και τα όποια προβλήματα στην πιστοληπτική διαβάθμιση των συγκεκριμένων ομολόγων που διαθέτουν οι τράπεζες.
Τέλος ο κ. Ρουμελιώτης επεσήμανε ότι οι ελληνικές τράπεζες η ΤτΕ και το ελληνικό δημόσιο πρέπει να προχωρήσουν σε πιο ενεργή διαχείριση των NPEs, στη χρήση των ήδη σωρευμένων προβλέψεων για την μείωση των NPEs και στην πιστοληπτική διαβάθμιση των Senior Bonds που προκύπτουν από πώληση τιτλοποιήσεων NPEs και του νέου χρηματοοικονομικού μέσου που θα πρέπει να προκύψει προς υποκατάσταση του αναβαλλόμενου (ειδικά του DTC), για άντληση επιπλέον ρευστότητας από την αγορά.