Δέσμη μέτρων για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα της ΕΕ καθώς και την στήριξη της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες πρότεινε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δέσμη μέτρων που παρουσίασε η Επιτροπή απαιτεί από τις τράπεζες να διαθέτουν περισσότερα και καλύτερης ποιότητας κεφάλαια για να αντισταθούν στα μελλοντικά πλήγματα. Όπως τονίζει η Επιτροπή, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εισήλθαν στην τελευταία κρίση με ανεπαρκή κεφάλαια τόσο από πλευράς ποσότητας όσο και από πλευράς ποιότητας, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί άνευ προηγουμένου στήριξη από τις εθνικές αρχές.
Με την πρότασή της η Επιτροπή μεταφέρει στην Ευρώπη τα διεθνή πρότυπα σχετικά με τα τραπεζικά κεφάλαια που συμφωνήθηκαν σε επίπεδο G20 (και είναι ευρύτερα γνωστά ως συμφωνία της Βασιλείας ΙΙΙ). Η Ευρώπη θα πρωτοπορήσει στο ζήτημα αυτό, εφαρμόζοντας τους εν λόγω κανόνες σε περισσότερες από 8.000 τράπεζες που αντιπροσωπεύουν το 53% του παγκόσμιου ενεργητικού.
Η Επιτροπή επιθυμεί επίσης να θεσπίσει ένα νέο πλαίσιο διακυβέρνησης παρέχοντας νέες εξουσίες στους ελεγκτές για να παρακολουθούν τις τράπεζες πιο στενά και να λαμβάνουν μέτρα μέσω ενδεχόμενων κυρώσεων όταν εντοπίζουν κινδύνους, για παράδειγμα προκειμένου να περιορίσουν τον δανεισμό όταν φαίνεται ότι εξελίσσεται σε φούσκα.
Η Κομισιόν προτείνει επίσης τη διαμόρφωση ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τη ρύθμιση του τραπεζικού τομέα. Αυτό θα βελτιώσει τόσο τη διαφάνεια όσο και την επιβολή του νόμου.
Η πρόταση περιλαμβάνει δύο τμήματα: μία οδηγία που διέπει την πρόσβαση στις δραστηριότητες αποδοχής καταθέσεων και ένα κανονισμό που διέπει τον τρόπο διεξαγωγής των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των εταιρειών επενδύσεων.
Ο κανονισμός περιέχει τις λεπτομερείς απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες επενδύσεων και καλύπτει το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, το δείκτη μόχλευσης, τον πιστωτικό κίνδυνο και το ενιαίο εγχειρίδιο.
Ειδικότερα, προτείνεται η αύξηση ιδίων κεφαλαίων που πρέπει να κατέχουν οι τράπεζες και ενισχύεται η ποιότητα των εν λόγω κεφαλαίων. Με την πρόταση εναρμονίζονται επίσης οι αφαιρέσεις από τα ίδια κεφάλαια για τον καθορισμό του ύψους του υποχρεωτικού κεφαλαίου που είναι φρόνιμο να αναγνωρίζεται για ρυθμιστικούς λόγους.
Για να βελτιωθεί η βραχυπρόθεσμη ανθεκτικότητα του προφίλ κινδύνου ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η Επιτροπή προτείνει την καθιέρωση, το 2015, ενός δείκτη κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio ή LCR), η ακριβής σύσταση και διακρίβωση του οποίου θα καθοριστούν μετά από μια περίοδο παρακολούθησης και επανεξέτασης.
Για να περιοριστεί η υπερβολική αύξηση της μόχλευσης στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων και των εταιρειών επενδύσεων, η Επιτροπή προτείνει επίσης την υπαγωγή του δείκτη μόχλευσης σε εποπτικό έλεγχο. Οι επιπτώσεις ενός δείκτη μόχλευσης θα αποτελέσουν αντικείμενο στενής παρακολούθησης πριν να καταστεί πιθανώς υποχρεωτική απαίτηση την 1η Ιανουαρίου 2018.
Σε συμφωνία με την πολιτική της Επιτροπής στον τομέα των εξωχρηματιστηριακών παράγωγων (παράγωγα OTC ) προτείνονται αλλαγές με τις οποίες οι τράπεζες θα ενθαρρυνθούν να εκκαθαρίζουν τα παράγωγα OTC επί κεντρικών αντισυμβαλλομένων.
Ο κανονισμός εφαρμόζεται άμεσα χωρίς να απαιτείται ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία και κατά συνέπεια εξαλείφεται μια πηγή τέτοιων αποκλίσεων. Με τον κανονισμό θεσπίζεται επίσης ενιαίο σύνολο για τους κανόνες που αφορούν τα κεφάλαια.
Η πρόταση οδηγίας καλύπτει τομείς της ισχύουσας οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις οποίες οι διατάξεις της ΕΕ πρέπει να ενσωματωθούν στο δίκαιο των κρατών μελών με τρόπο που να αντιστοιχεί στο δικό τους περιβάλλον, όπως οι απαιτήσεις πρόσβασης στην ανάληψη και την άσκηση τραπεζικής δραστηριότητας, οι όροι υπό τους οποίους μπορούν να ασκήσουν την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, και ο ορισμός των αρμόδιων αρχών και των προϋποθέσεων που διέπουν την προληπτική εποπτεία.
Η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνει την ενισχυμένη διακυβέρνηση, τις κυρώσεις, τις κεφαλαιακές εφεδρείες και την ενισχυμένη εποπτεία.
Συγκεκριμένα, με την πρόταση ενισχύονται οι απαιτήσεις όσον αφορά τις διευθετήσεις και τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και εισάγονται νέοι κανόνες με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας των κινδύνων από τα διοικητικά συμβούλια, βελτιώνεται η λειτουργία της διαχείρισης των κινδύνων και εξασφαλίζεται η αποτελεσματική παρακολούθηση της διακυβέρνησης των κινδύνων από τις εποπτικές αρχές.
Σε περίπτωση που τα ιδρύματα καταστρατηγήσουν τις απαιτήσεις της ΕΕ, η πρόταση θα εξασφαλίσει ότι όλες οι εποπτικές αρχές θα είναι σε θέση να επιβάλουν κυρώσεις που θα είναι πραγματικά αποτρεπτικές αλλά και αποτελεσματικές και αναλογικές – για παράδειγμα διοικητικά πρόστιμα ύψους έως 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών του ιδρύματος ή προσωρινές απαγορεύσεις σε μέλη του διαχειριστικού οργάνου του ιδρύματος.
Πέραν των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων εισάγονται δύο κεφαλαιακές εφεδρείες, που είναι ένα αποθεματικό κεφαλαιακής συντήρησης ταυτόσημο για όλες τις τράπεζες στην ΕΕ και μια αντικυκλική κεφαλαιακή εφεδρεία που θα προσδιοριστεί σε εθνικό επίπεδο.
Η Κομισιόν προτείνει την ενίσχυση του εποπτικού καθεστώτος με την υποχρέωση ετήσιας κατάρτισης εποπτικού προγράμματος για κάθε εποπτευόμενο ίδρυμα βάσει εκτίμησης κινδύνου, αυστηρότερων προτύπων και διεισδυτικότερων και πιο μακρόπνοων αξιολογήσεων εποπτείας.
Τέλος, με την πρόταση επιδιώκεται η κατά το δυνατόν μείωση της εξάρτησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από εξωτερικές αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας μέσω της απαίτησης: α) όλες οι επενδυτικές αποφάσεις της τράπεζας να στηρίζονται όχι μόνο στις εξωτερικές αξιολογήσεις αλλά και στις εσωτερικές γνωμοδοτήσεις περί πιστοληπτικής ικανότητας, και β) οι τράπεζες με ουσιαστικό αριθμό ανοιγμάτων σε δεδομένο χαρτοφυλάκιο να αναπτύξουν εσωτερικές αξιολογήσεις του χαρτοφυλακίου αυτού αντί να στηρίζονται σε εξωτερικές αξιολογήσεις για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων.