Ο ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι τράπεζες για να «επουλωθούν» οι πληγές της οικονομίας από τον Covid-19, οι ευκαιρίες που προκύπτουν από την κρίση αλλά και οι λύσεις που προκρίνονται για την επόμενη ημέρα, βρέθηκαν στο επίκεντρο συζήτησης μεταξύ των πλέον ειδικών του κλάδου στο πλαίσιο του νέου κύκλου διαδικτυακών συναντήσεων που οργανώνει το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Στη συζήτηση, που πραγματοποιήθηκε σήμερα Τρίτη 21 Απριλίου στις 16:00, συμμετείχαν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο επικεφαλής τομέας διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων στην Boston Consulting Group Matteo Coppola, o διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Martin Czurda και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Γιώργος Χατζηνικολάου. Τη συζήτηση συντόνισε ο Χρυσός Καβουνίδης, επικεφαλής της Boston Consulting Group Athens.
Όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι οι τράπεζες εισήλθαν στην τρέχουσα κρίση σε πολύ καλύτερη θέση από αυτή που βρίσκονταν πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τώρα καλούνται να αδράξουν την ευκαιρία που δίνεται για μια ομαλή και αποτελεσματική μετάβαση στην εποχή της ψηφιακής τραπεζικής.
Μιλώντας για τον αντίκτυπο του κορονοϊού στην πραγματική οικονομία, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι το βασικό σενάριο της ΤτΕ, με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, προβλέπει ύφεση περίπου 4% το 2020. Το σενάριο αυτό στηρίζεται στην υπόθεση ότι η καραντίνα θα διαρκέσει 1,5 μήνα, ενώ λαμβάνει υπόψιν τη μέχρι στιγμής επιτυχημένη διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση αλλά και τις εκτιμήσεις του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Το δυσμενές σενάριο της Κεντρικής Τράπεζας κάνει λόγο για ύφεση έως 8%, με τον Γ. Στουρνάρα να χαρακτηρίζει υπερβολικά τα σενάρια για μείωση του ΑΕΠ κατά 10% ή και 20% που στηρίζονται σε υπόθεση για καραντίνα διάρκειας τριών μηνών.
Για την ανησυχία που προκαλεί το δυνητικό πλήγμα στον τουρισμό, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι ο τουρισμός δεν αποτελεί από μόνος του τομέα των εθνικών μας λογαριασμών αλλά τον συνθέτουν μια σειρά από τομείς, όπως οι υπηρεσίες τροφίμων, τα εστιατόρια, η διαμονή κλπ., που αθροιστικά αντιπροσωπεύουν το 10% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό της Ιταλίας ή της Ισπανίας.
Αναφερόμενος στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο κεντρικός τραπεζίτης παραδέχτηκε ότι καμία κρίση δεν περνά χωρίς νέα NPLs. Ωστόσο, απέφυγε να αναφερθεί σε συγκεκριμένα νούμερα, λέγοντας ότι υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα για το μέγεθός τους. Αυτά δεν θα σχηματιστούν τώρα, δεδομένου ότι οι εποπτικές αρχές έχουν χαλαρώσει τα κριτήρια, αλλά το β’ εξάμηνο ή και το 2021. Τόνισε ότι οι πιο διαφανείς τράπεζες, αυτές που θα αποκαλύψουν γρήγορα το μέγεθος της ζημιάς που έχουν υποστεί όταν η αγορά θα λειτουργεί ξανά, θα είναι αυτές που θα νικήσουν την επόμενη ημέρα και θα είναι οι πιο ελκυστικές όταν οι επενδυτές θα κυνηγούν ευκαιρίες για αγορά NPLs σε όλες τις χώρες.
Στόχος των τραπεζών θα πρέπει να είναι να αξιολογήσουν τη βιωσιμότητα των πελατών τους και να παράσχουν πιστώσεις σε συνεπείς πελάτες, διαφορετικά ο κορονοϊός θα γίνει μακροπρόθεσμο πρόβλημα. Ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι ένα στο β’ εξάμηνο η αγορά παραμένει δυσλειτουργική, θα πρέπει να εξεταστεί η λύση μιας bad bank, είτε σε ευρωπαϊκό, είτε σε εθνικό επίπεδο. Η εμπειρία (Ισπανία, Ιρλανδία) έχει δείξει ότι είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την ταχύτερη μείωση των NPLs.
Ο κ. Στουρνάρας μίλησε και για την επιτάχυνση της ψηφιοποίησης που φέρνει η κρίση του Covid-19 λέγοντας ότι η ΤτΕ έχει ήδη δημιουργήσει κόμβο καινοτομίας και εργάζεται, μάλιστα, ώστε σε λίγες εβδομάδες οι τράπεζες να ανοίγουν λογαριασμούς χωρίς φυσική παρουσία.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας επιδοκίμασε τους χειρισμούς της ΕΚΤ, η οποία έδρασε γρήγορα με μια σειρά εργαλείων αντιμετώπισης της κρίσης ρευστότητας, αλλά και της κυβέρνησης, εκφράζοντας την αισιοδοξία ότι τα δυσμενή σενάρια δεν θα επαληθευτούν.
Ο Matteo Coppola ανέφερε από την πλευρά του ότι και οι τράπεζες είναι πιο ισχυρές σε αυτήν την κρίση αλλά και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν πλέον εμπειρία και προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία χρησιμοποιώντας τα buffers που ανέπτυσσαν όλα αυτά τα χρόνια. Οι τράπεζες μάλιστα διαθέτουν πλέον και αυξημένες δεξιότητες στη διαχείριση κινδύνων. Ο κ. Coppola έφερε το παράδειγμα των ιταλικών τραπεζών και συγκεκριμένα της Intesa SanPaolo η οποία μέσα σε λίγες ώρες μπήκε σε κατάσταση διαχείρισης κρίσης, με τα στελέχη της να συναντιούνται καθημερινά και το 95% των υπαλλήλων της να τίθεται άμεσα σε καθεστώς «απομακρυσμένης εργασίας».
Σύμφωνα με τον κ. Coppola, από την τρέχουσα κρίση αναδύεται η ευκαιρία για τις τράπεζες να αλλάξουν τα μοντέλα τους και να μάθουν να λειτουργούν απομακρυσμένα, πολλαπλασιάζοντας τις ψηφιακές τους λειτουργίες. Κανείς δεν περίμενε την εντυπωσιακή προσαρμοστικότητα των τραπεζών σε αυτή την εξαναγκαστική μετάβαση. Ο κ. Coppola εκτίμησε ότι η κρίση πρέπει να γίνει ευκαιρία και το νέο modus operandi να παραμείνει. Πρότεινε συγκεκριμένα, οι τράπεζες να εκπαιδεύσουν κατάλληλα τους υπαλλήλους τους, να υιοθετήσουν νέα ψηφιακά εργαλεία και να αλλάξουν δομικά τα μοντέλα τους, κλείνοντας πολλά υποκαταστήματα. Ευρύτερα, διακρίνει την ευκαιρία ανάδυσης ενός νέου μοντέλου τράπεζας, πιο ψηφιακής που θα μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τη μεταβλητότητα και την αβεβαιότητα στο μέλλον. Η μετάβαση υπαγορεύει και την ανάπτυξη νέων μοντέλων κινδύνου, ανέφερε ο κ. Coppola, επικαλούμενος τον τριπλασιασμό των κυβερνοεπιθέσεων στην αρχή της κρίσης του κορονοϊού.
Ο επικεφαλής του ΤΧΣ Martin Czurda επισήμανε ότι το Ταμείο συνεργάζεται στενά με τις τράπεζες για τη βελτίωση της κερδοφορίας τους. Επιβεβαίωσε ότι εν μέσω κρίσης κορονοϊού οι τράπεζες είναι πολύ καλά προετοιμασμένες και έχουν τα εργαλεία για να λειτουργήσουν απομακρυσμένα. Διαθέτουν, επίσης, εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων και αυτό βοηθά.
Επισημαίνοντας ότι η τρέχουσα κρίση δεν είναι κρίση των τραπεζών αλλά κρίση προσφοράς και ζήτησης που «σφυροκοπά» τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δηλαδή κρίση της πραγματικής οικονομίας, ο κ. Czurda τόνισε την ανάγκη οι τράπεζες να προετοιμάσουν τους πελάτες για την επόμενη μέρα, να βρουν τρόπους να ανταποκριθούν οι δανειολήπτες στις υποχρεώσεις τους και να γίνει μια κοινή προσπάθεια τραπεζών, κυβέρνησης και ευρωπαϊκών θεσμών, καθώς διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία.
Εμφανίστηκε αισιόδοξος για τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, καθώς η κρίση έδειξε ότι ο Έλληνας πελάτης δεν είναι τόσο συντηρητικός και είναι πράγματι ικανός να κάνει συναλλαγές από τον υπολογιστή του. Το ΤΧΣ συζητά με τις τράπεζες νέους τρόπους τραπεζικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι οι ψηφιακές συναλλαγές στην Ελλάδα δεν ξεπερνούν το 20% των συναλλαγών. «Το δύσκολο είναι να ξεφορτωθούμε τις παλιές ιδέες», είπε, αναγνωρίζοντας τη δυσκολία του ψηφιακού μετασχηματισμού. Ωστόσο, η ώθηση προς μια ψηφιακή εποχή είναι πιο ισχυρή μετά τον κορονοϊό και οι διοικήσεις βλέπουν πλέον τις ευκολίες.
O Πρόεδρος της ΕΕΤ Γιώργος Χατζηνικολάου ανέφερε με τη σειρά του ότι οι τράπεζες έχουν εισέλθει σε αυτή την κρίση σε πολύ καλύτερη θέση από πλευρά ρευστότητας και κεφαλαίων για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Ο μεγάλος άγνωστος είναι το ποσό των νέων «κόκκινων δανείων» που θα κληροδοτήσει αυτή η οικονομική κρίση και ο αντίκτυπος που θα έχει στις προσπάθειες μείωσής τους. Οι τράπεζες πρέπει να προσεγγίσουν τους πελάτες, να εργαστούν μαζί τους και να τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ρευστότητας που τυχόν έχουν. Προτεραιότητα είναι να μείνουν οι υγιείς πελάτες υγιείς ούτως ώστε να έχουμε και υγιείς τράπεζες. Οι έκτακτες συνθήκες υπαγορεύουν και έκτακτες λύσεις, σύμφωνα με τον κ. Χατζηνικολάου. Για αυτό οι τράπεζες πρέπει να εξαντλήσουν τα περιθώρια παροχής ρευστότητας δίνοντας προτεραιότητα στους συνεπείς πελάτες με καλό ιστορικό.
Ο κ. Χατζηνικολάου δεν είναι αντίθετος με τη λύση μιας bad bank, όλες οι λύσεις είναι καλοδεχούμενες» αρκεί να εξεταστούν πρώτα καλά τα υφιστάμενα εργαλεία και να δοθούν λύσεις μέσα από αυτά όπως πχ με την ενίσχυση του σχεδίου «Ηρακλής».
Για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ο κ. Χατζηνικολάου είπε πως δεν πρέπει η κρίση να μείνει ανεκμετάλλευτη και παρατήρησε την απρόσμενα μεγάλη χρήση ηλεκτρονικών υπηρεσιών από Έλληνες πολίτες άνω τον 50 ετών μετά το ξέσπασμα του κορονοϊού. Οι τράπεζες μπορεί να έχουν αναπτύξει έναν αριθμό καναλιών για ηλεκτρονικές συναλλαγές αλλά πρέπει και ο πελάτης να αλλάξει τον τρόπο που κάνει συναλλαγές και να είναι ανοιχτός στις νέες τεχνολογίες.