Στα 10 δισ. ευρώ ή 14,7% του συνόλου του προβληματικού χαρτοφυλακίου, υπολογίζει η ΤτΕ τα δάνεια
Μεγάλα προβλήματα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι τράπεζες εξαιτίας του αυξανόμενου όγκου των «κόκκινων» δανείων.
Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που έδωσε χθες, Πέμπτη, στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), τα εγχώρια ιδρύματα μπορεί να κατάφεραν να μειώσουν κατά 13,3 δισ. ευρώ το προβληματικό τους χαρτοφυλάκιο (από 81,8 δισ. ευρώ το 2018 σε 68,5 δισ. ευρώ πέρυσι), δεν απέφυγαν, ωστόσο, την εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, ύψους 7,1 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω αθέτησης υποχρεώσεων από πιστούχους με ρύθμιση οφειλής. «Κατά τη διάρκεια του 2019 τα δάνεια, τα οποία κινήθηκαν από τα εξυπηρετούμενα ανοίγματα προς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ήταν περισσότερα από τα δάνεια, τα οποία κινήθηκαν από τα μη εξυπηρετούμενα προς τα εξυπηρετούμενα, κατά 911 εκατ. ευρώ», σημειώνει η ΤτΕ.
Την ίδια ώρα τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης, διαμορφώθηκαν σε 20,4 δισ. ευρώ (30% των ΜΕΔ) στο τέλος του 2019, μειωμένα μεν, κατά 18,7% σε σχέση με το τέλος του 2018 (25,1 δισ. ευρώ), σε αρκετά υψηλά επίπεδα δε. «Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) συνέχισαν και πέρυσι την πτωτική τους πορεία, ‘αγγίζοντας’ τα 14 δισ. ευρώ (20% των ΜΕΔ), σημειώνοντας μείωση κατά 20,4% σε σχέση με το τέλος του 2018 (17,6 δισ. ευρώ). Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται ότι το 59,7% των ΜΕΔ, που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, έχει καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους», σημειώνει η ΤτΕ και προσθέτει: «Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 71,7% και για τα επιχειρηματικά σε 46,2%, ενώ για τα καταναλωτικά δάνεια, τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου, το ποσοστό διαμορφώνεται σε 80,9% έναντι 70,1% στο τέλος του 2018».
Στα 10 δισ. ευρώ ή 14,7% του συνόλου του προβληματικού χαρτοφυλακίου, υπολογίζει η ΤτΕ τα δάνεια, που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και για τα οποία εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Από αυτά τα 5,8 δισ. ευρώ είναι απαιτήσεις, που είχαν ήδη καταγγελθεί. «Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αφορούν είτε σε φυσικά πρόσωπα (π.χ. ν. 3869/2010) είτε σε νομικά πρόσωπα (π.χ. ν. 4307/2014, Πτωχευτικός Κώδικας). Σχετικά με τις επιμέρους κατηγορίες, περίπου το 29,7% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 19,2%», εξηγεί η ΤτΕ.
Τα κόκκινα δάνεια των επιχειρηματικών κλάδων
Τους επιχειρηματικούς κλάδους, που καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά «κόκκινων» δανείων, παραθέτει η ΤτΕ.
Συγκεκριμένα, «πρωταγωνιστής» αναδεικνύεται ο κλάδος της εστίασης, με ποσοστό ΜΕΔ 58,8%, ακολουθούμενος από αυτούς των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (47,6%), εμπορίου (44,7%), κατασκευών (42,3%), αγροτικών δραστηριοτήτων (41,6%) και μεταποίησης (33,8%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (3,0%) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (17,2%). «Συνεχίζει να προβληματίζει το γεγονός ότι ο κλάδος του τουρισμού/καταλυμάτων παρουσιάζει υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (27,6%), παρά τον εξωστρεφή χαρακτήρα και τη διευρυνόμενη συμβολή του στο ΑΕΠ», σχολιάζει η εποπτική αρχή.