Τη σημασία να μην επηρεαστεί η κουλτούρα πληρωμών/συναλλακτικών ηθών (payment culture) μετά από τόσες αναστολές πληρωμών, που παρέχονται, τόσο από τις τράπεζες, αλλά και από το κράτος και να αποφευχθεί η δημιουργία μιας νέας γενιάς στρατηγικών κακοπληρωτών, που λειτουργούν εις βάρος της χρηματοδότησης υγιών επιχειρήσεων, υπογράμμισε ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Eurobank, Γιώργος Ζανιάς.
«Η σημαντικότερη πρόκληση για τις τράπεζες είναι αυτή της αντιμετώπισης των νέων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων τα οποία θα δημιουργηθούν εξ αιτίας της πανδημικής κρίσης και τα οποία η Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει κοντά στα 10 δισ. ευρώ. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να εκδηλωθεί από τον επόμενο χρόνο καθόσον τώρα λειτουργούν οι διευκολύνσεις για αναστολές πληρωμών που έχουν δοθεί.
Η τεχνογνωσία που έχουν αποκτήσει οι τράπεζες σε αυτόν τομέα είναι σημαντική και θα βοηθήσει», σχολίασε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Η Ελλάδα μετά», που διοργανώνει για τέταρτη συνεχή χρονιά ο Κύκλος Ιδεών για την εθνική ανασυγκρότηση, για να προσθέσει: «Σημασία για την εξέλιξη των πραγμάτων στις τράπεζες αλλά και γενικότερα, έχει η τελική διαμόρφωση του νέου πτωχευτικού δικαίου το οποίο πρέπει να είναι ισορροπημένο ώστε να αποφευχθούν δύο σημαντικά δυνητικά προβλήματα, πέραν αυτών που μας κληροδοτεί ο COVID. Τα προβλήματα αυτά είναι η αποφυγή δημιουργίας νέας γενιάς στρατηγικών κακοπληρωτών και η αποφυγή επανακατηγοριοποίησης κάποιων δανείων ως μη εξυπηρετούμενα από την εποπτική αρχή των τραπεζών».
Σύμφωνα με τον κ. Ζανιά, από πλευράς οικονομικής πολιτικής, η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης χρειάζεται τη δημιουργία μιας γέφυρας χρηματοδότησης για την παροχή ρευστότητας σε επιχειρήσεις και αποζημιώσεις σε εργαζόμενους για τις απώλειες εισοδήματος.
Απέναντι σε μια τέτοια πραγματικότητα, η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των ελληνικών τραπεζών υπήρξε άμεση και αποτελεσματική ώστε να δημιουργηθεί αυτή η γέφυρα χρηματοδότησης και να περιοριστούν οι επιπτώσεις της ύφεσης.
Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση παρείχε ελαφρύνσεις, διευκολύνσεις και επιδοτήσεις αρκετών δισεκατομμυρίων. Η ΕΚΤ, τόσο στην άσκηση νομισματικής πολιτικής όσο και ως εποπτεύουσα αρχή των τραπεζών, κατά τους τελευταίους μήνες διατηρεί τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνει την άντληση ρευστότητας και από τις κυβερνήσεις, επέτρεψε την χρησιμοποίηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων από τις τράπεζες, ενώ τις τροφοδοτεί επίσης και με πολύ φτηνή ρευστότητα.
Πολύ θετική ήταν και η ανταπόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση που η ΕΕ συνήθως αντιδρούσε «πολύ λίγο, πολύ αργά» αυτή τη φορά αποφάσισε να σπάσει κάποια ταμπού εκδίδοντας κοινό χρέος και δημιουργώντας μια νέα δημοσιονομική διευκόλυνση η οποία επιβαρύνει σημαντικά τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Όσον αφορά στις τράπεζες, η υγειονομική κρίση τις βρήκε σε καλύτερη κατάσταση συγκριτικά με το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, ιδιαίτερα δε σε όρους κεφαλαιακής επάρκειας. Με αυτή την κατάσταση διαμορφωμένη και βοηθούμενες από την χαλάρωση κάποιων εποπτικών κανόνων, οι ελληνικές τράπεζες προχώρησαν σε αναστολές πληρωμής δανείων άνω των 20 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα χορηγούν και νέα δάνεια ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι μόνο τα νέα δάνεια με εγγυήσεις δημοσίου μπορούν να πλησιάσουν και τα 10 δις.
Οι συνδυασμένες αυτές ενέργειες των παραπάνω φορέων αντισταθμίζουν σε σημαντικό βαθμό τη δυνητική μείωση του ελληνικού ΑΕΠκαι, όπως φαίνεται, την περιορίζουν σε ένα μονοψήφιο ποσοστό. Βέβαια, πλήρης επάνοδος στο επίπεδο του ΑΕΠ του 2019 δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν το 2022.
«Στη χρονική στιγμή που βρισκόμαστε σήμερα και με αναφορά στο θέμα της παρούσας ενότητας του Συνεδρίου, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τριών ειδών προβλήματα-προκλήσεις:
1. Αβεβαιότητα για τη διάρκεια και την ένταση της υγειονομικής κρίσης.
2. Δημοσιονομικά ελλείμματα και υπερδανεισμό του κράτους.
3. Έξοδο από τα γνωστά moratoria, τις διευκολύνσεις δηλαδή που παρέχουν οι τράπεζες σε επιχειρήσεις και ιδιώτες κατά τη διάρκεια της κρίσης (αλλά και το κράτος)», πρόσθεσε.
Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, επιστροφή στην πλήρη κανονικότητα πριν δοθεί ικανοποιητική λύση στο υγειονομικό πρόβλημα δεν υπάρχει. Μέχρι τότε, οι οικονομικές συνέπειες της κρίσης θα συμβαδίζουν με την ικανότητα προσαρμογής των προσωπικών και κοινωνικών συμπεριφορών στα νέα δεδομένα(κανονικότητα του 90%;). Αν το ιατρικό πρόβλημα λυθεί σχετικά γρήγορα, μπορούμε να ελπίζουμε σε μια γρήγορη επάνοδο στην ανάπτυξη. Σε διαφορετική περίπτωση, η οικονομία θα παραμείνει σε «χαμηλή πτήση» για κάποιο διάστημα ακόμη.
Δεύτερον, όλοι γνωρίζουμε πως το δημόσιο χρέος είναι πολύ υψηλό,ενώ με την τρέχουσακρίση αναμένεται να φτάσει, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε επίπεδα που δεν έχουμε ξαναδεί. Και όχι μόνο λόγω αύξησης του δανεισμού για να καλυφθούν οι δεδομένες έκτακτες ανάγκες, αλλά κυρίως λόγω μείωσης του ΑΕΠ, δηλαδή του παρονομαστήστο γνωστό λόγο δημόσιο χρέος/ΑΕΠ.
Θα ήθελα όμως να επισημάνω πως η διαχείριση του δημόσιου χρέους σήμερα είναι πολύ πιο εύκολη σε σχέση με την περίοδο που ξεκίνησε η κρίση χρέους στην Ελλάδα, το 2010,διότι: πρώτον,τα δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνονται την περίοδο αυτής της κρίσης και δημιουργούν ελλείμματα, συνήθως δεν είναι μόνιμου χαρακτήρα αλλά one-off, δηλαδή προσωρινού χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως με το τέλος της σημερινής κρίσης και καθώς η ανάπτυξη θα επιταχύνει, θα επανέλθουμε κάπου κοντά στα προηγούμενα πλεονάσματα.
Δεύτερον, το κόστος εξυπηρέτησης του τεράστιου δημόσιου χρέους βρίσκεται σήμερα στο 50% περίπου αυτού που υπήρχε την περίοδο 2009-2010, λόγω των πολύ καλών ποιοτικών χαρακτηριστικών της διάρθρωσης του χρέους, παρόλο που ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος θα είναι κατά 50% υψηλότερο.
Τρίτον, τα σημερινά χαμηλά επιτόκια λόγω της παρέμβασης της ΕΚΤ και άλλων κεντρικών τραπεζών αναμένεται να παραμείνουν χαμηλά για κάποιο διάστημα ακόμη, και
Τέταρτον, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους βρίσκεται στο τραπέζι του Eurogroup και έχει ήδη αναληφθεί υποχρέωση, αν χρειαστεί, να υπάρξουν περαιτέρω ρυθμίσεις το 2032 βελτιώνοντας ακόμη περισσότερο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του και τη βιωσιμότητά του.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας όμως για γρήγορη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, βρίσκεται στην προοπτική μιας γρήγορης ανάπτυξης αμέσως μετά το τέλος της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης. Και αυτό γιατί πέρα από κάποιο αναπτυξιακό απόθεμα που διαθέτει η χώρα, μεγάλη σημασία μεσοπρόθεσμα έχει το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανασυγκρότησης το οποίο σχεδόν διπλασιάζει τα κονδύλια του επόμενου δημοσιονομικού πλαισίου που θα έχει στη διάθεσή της η χώρα μας και μπορεί να χρηματοδοτήσει τις ελλιπείς δημόσιες επενδύσεις. Η κορυφαία όμως πρόκληση εδώ είναι οι δυνατότητες παραγωγικής απορρόφησης κονδυλίων κοντά στα 10 δις ευρώ το χρόνο που θα είναι διαθέσιμα τα επόμενα 7 χρόνια από Κοινοτικά κονδύλια.