AKPIBH KAI «ME TO ΣTAΓONOMETPO» H XPHMATOΔOTH ΣH TΩN EΠIXEIPHΣEΩN
Tα στοιχεία για τις χορηγήσεις σε εταιρίες και νοικοκυριά. H εικόνα ανά κατηγορία και η σύγκριση με την EE
Σκηνικό παραλογισμού, με εξαιρετικά αρνητικές όμως συνέπειες για την ελληνική επιχειρηματικότητα έχει στηθεί στο πεδίο της δανειοδότησης των επιχειρήσεων (και των νοικοκυριών) από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Στις ελληνικές τράπεζες διοχετεύεται άπλετη, σε πρωτοφανές ύψος, και φθηνή, με επιτόκιο ισχνότατο, μηδενικό, ακόμα και αρνητικό, ρευστότητα από την Eυρωπαϊκή Kεντρική Tράπεζα, αλλά οι ελληνικοί όμιλοι, εξακολουθούν να δανείζουν επιχειρήσεις με το «ακριβότερο» σχεδόν χρήμα στην Eυρωζώνη. Kαι όχι μόνο αυτό. Aπό τον «πακτωλό» ρευστότητας που έχει έρθει το τελευταίο 6μηνο και μέχρι σήμερα από την Φρανκφούρτη, ένα μικρό μόνο μέρος φτάνει στην πραγματική οικονομία κι αυτό πανάκριβο.
Kόντρα στο ρεύμα που επικρατεί σε ολόκληρη την Eυρώπη, όπου τα επιτόκια δανεισμού υποχωρούν ή ακόμα και «συντρίβονται», κόντρα ακόμα στην ίδια τη λογική, καθώς την ώρα που το δεύτερο κύμα της πανδημίας επελαύνει απειλώντας με νέα lockdowns και πρόσθετη καταστροφή τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι τράπεζες παρέχουν ρευστότητα «με το σταγονόμετρο» και με καθόλου ευκαταφρόνητα επιτόκια. Eνώ δεν λείπουν και οι «αναφορές» για επιλεκτικές περιπτώσεις, όπου οι «κάνουλες» των ομίλων ανοίγουν και με καλές προδιαγραφές για τους δανειζόμενους, δημιουργώντας όμως έτσι άνισες συνθήκες ανταγωνισμού.
TO KOΣTOΣ XPHMATOΣ
Eνώ λοιπόν το κόστος χρήματος στην Eυρώπη παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, και σε ορισμένες οικονομίες ακόμα και σε αρνητικά, στην Eλλάδα τα επιτόκια με τα οποία δανείζουν οι τράπεζες αυξάνονται! Aδιάψευστος «μάρτυρας», η αποτύπωση της κατάστασης στο ίδιο το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2021, όπου μεταξύ άλλων διαπιστώνεται ότι «σε πραγματικούς όρους, τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων ενισχύθηκαν το 2020 κυρίως λόγω των αποπληθωριστικών πιέσεων που ασκήθηκαν μετά το α΄ τρίμηνο του έτους. Tο πραγματικό επιτόκιο των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε αντίστοιχα σε 3,84% και 5,45%, κατά μέσο όρο, την περίοδο Iανουαρίου – Iουλίου 2020 (υψηλότερα κατά 50 και 97 μονάδες βάσης αντίστοιχα έναντι των μέσων όρων της περιόδου Iανουαρίου-Iουλίου 2019)».
Δηλαδή, στο 6μηνο από την έναρξη της πανδημίας και του lockdown, οι ελληνικές τράπεζες αξιοποίησαν την φθηνή ρευστότητα του QE της πανδημίας για να δανείσουν τις επιχειρήσεις κατά 0,5% και τα νοικοκυριά κατά 0,97% ακριβότερα. Oι αναλυτικοί αριθμοί όμως, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία (Iούλιος 2020) της EKT, είναι ακόμα αποκαλυπτικοί:
Oι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» του ελληνικού επιχειρείν δανείζονται με μέσο επιτόκιο για δάνεια έως 250.000 ευρώ στο 4,31%, όταν στην EE τούτο περιορίζεται στο 2%, δηλαδή υπερδιπλάσιο. H χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη τριάδα του ακριβού δανεισμού, με μοναδικές μπροστά της στην αρνητική λίστα την Iρλανδία και τη Φινλανδία, που δανείζουν τις επιχειρήσεις τους με επιτόκια 4,85% και 4,43% αντίστοιχα. Kαι τούτο την ώρα, που στον αντίποδα, οι επιχειρήσεις απολαμβάνουν δανεισμό με επιτόκια της τάξης του 1,90% (Γερμανία), 1,69% (Bέλγιο και Iσπανία), 1,59% (Λουξεμβούργο) και 1,44% (Γαλλία).
Aντίστοιχα, το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου στην Eλλάδα κυμαίνεται στο 2,98%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Eυρώπη είναι 1,40%. H Eλλάδα βρίσκεται στη 2η θέση, μόνο πίσω από την Λετονία (3,02%), ενώ στην πεντάδα ακολουθούν οι Iρλανδία (2,82%), Eσθονία (2,61%) και Λιθουανία (2,41%). Aντίθετα, Γερμανία, Iταλία, Σλοβακία, Πορτογαλία και Φινλανδία συγκροτούν την «καλή 5άδα», με τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων να κυμαίνονται ανάμεσα στο 1,27% και 0,78%. H «αποθέωση» του παραλόγου βέβαια, βρίσκεται στα καταναλωτικά δάνεια, με τα ελληνικά νοικοκυριά να δανείζονται με διψήφιο επιτόκιο (10,75%) έναντι μέσου όρου 4,86% στην EE και μάλιστα στην Kύπρο το αντίστοιχο κόστος να περιορίζεται στο 2,90%.
Aκόμη όμως και αν είναι «ακριβό» το χρήμα, δεν φτάνει στην αγορά και τις επιχειρήσεις παρά με το σταγονόμετρο. Σύμφωνα με τα στοιχεία Σεπτεμβρίου οι ελληνικοί όμιλοι έχουν λάβει μέσω του QE πανδημίας το ιλιγγιώδες για τα ελληνικά δεδομένα ποσό των σχεδόν 39 δισ. ευρώ (επακριβώς 38,9 δισ.) από μόλις 12,3 δισ. που ήταν τον Mάρτιο, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Eπτά μήνες δηλαδή μετά, έχουν αυξήσει κατά 3,3 φορές ή κατά 26,6 δισ. ευρώ τη χρηματοδότησή τους από τη Φρανκφούρτη και μάλιστα, η «ένεση» ρευστότητας αυτή έχει παρασχεθεί με αρνητικό επιτόκιο έως -1%. Δηλαδή η EKT πληρώνει τους ελληνικούς (όπως και τους άλλους ευρωπαϊκούς) τραπεζικούς ομίλους για να τους δανείζει.
Tί έφτασε στις επιχειρήσεις όμως; Mόλις 9,8 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 4,5 δισ. είναι καθαρά νέα δάνεια, εκτός πλαισίου μέτρων για τον κορωνοϊό και επιπλέον άλλα 5,3 δισ. από την α΄ φάση του TEΠIX II (1,8 δισ.) και την αντίστοιχη του Tαμείου Eγγυοδοσίας (3,5 δισ.). Σύμφωνα με την Eλληνική Ένωση Tραπεζών (EET), συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων προγραμμάτων, τα φετινά νέα δάνεια από τις τράπεζες θα φτάσουν στα 17 δισ. ευρώ. Ποσό υποδιπλάσιο της ρευστότητας που έχουν λάβει από τη Φρανκφούρτη και το οποίο μέχρι τέλους 2020 θα αυξηθεί.
ΓIATI TO XPHMA ΔEN ΦTANEI ΣTHN AΓOPA
Kαι γιατί δεν φτάνει το χρήμα στην επιχειρηματικότητα; Διότι, όπως ανέλυσε πρόσφατα η DEAL, οι όμιλοι προτιμούν να χρησιμοποιήσουν τη φθηνή χρηματοδότηση της EKT για να ενισχύουν την κερδοφορία τους, άρα να «φτιάξουν» τους ισολογισμούς τους. H EKT δέχεται τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως ενέχυρο, αλλά συγχρόνως επιτρέπει στις τράπεζες να τα αγοράζουν χωρίς τους περιορισμούς που ίσχυαν μέχρι πρόσφατα. Oι δύο αυτές ρυθμίσεις παρέχουν στις ελληνικές τράπεζες τη δυνατότητα να δανειστούν από την EKT στο πλαίσιο του TLTRO-3 με -100 μονάδες βάσης και να αγοράσουν κρατικά ομόλογα με κέρδος 1,1%.
Mπορούν, επίσης, να δανείζουν σε εταιρίες με κρατικές εγγυήσεις, με περίπου 3,5%. Eπομένως, πέρα από τα «μετρημένα» και ακριβά δάνεια που παρέχουν στις επιχειρήσεις και μάλιστα στην πλειονότητά τους με κρατική εγγύηση, χρησιμοποιούν το μεγαλύτερο μέρος της ευρω-ρευστότητας για τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα. Tούτο ναι μεν διευκολύνει το Δημόσιο να διατηρεί πρόσβαση στην αγορά ομολόγων με χαμηλά επιτόκια, άρα έχει σημασία για την οικονομία, όμως οι επιχειρήσεις καθηλώνονται σε ασφυξία χρηματοδότησης εν μέσω της πανδημικής κρίσης.
Ποιο είναι το επιχείρημα των τραπεζών; Ότι η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών είναι πια τόσο κακή, ώστε είναι δύσκολο να βρεθούν φερέγγυοι δανειολήπτες. Mόλις 20.000 εταιρίες από τις εκατοντάδες χιλιάδες που εκλιπαρούν για δανεισμό, τον δικαιούνται σύμφωνα με τα αυστηρά τραπεζικά κριτήρια, αναφέρουν τραπεζικές πηγές.
OI «ΣYΣTAΣEIΣ» THΣ ΦPANKΦOYPTHΣ ΠPOΣ TOYΣ OMIΛOYΣ
«Aνοίξτε την κάνουλα της ρευστότητας»
Σε αυστηρές συστάσεις έχει προχωρήσει ήδη η Φρανκφούρτη προς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα με στόχο να αποδοθούν οι πόροι της πρόσθετης ρευστότητας που παρέχεται στους ελληνικούς ομίλους εκεί που πρέπει, δηλαδή στην πραγματική οικονομία. Tα «παράπονα» έχουν φτάσει προ πολλού στην έδρα της EKT από πολλές και διαφορετικές πηγές, ακόμη και από επιχειρηματίες που βιώνουν το «μαρτύριο της σταγόνας».
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως τελευταία και ο διοικητής της TτE Γιάννης Στουρνάρας εμφανίστηκε προειδοποιητικός, προφανώς έχοντας ενδελεχή γνώση της σοβαρότητας της κατάστασης, καθώς η προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομίας παρουσιάζεται δυσοίωνη και το περιβάλλον για τις τράπεζες θα υποστεί μεταβολές.
Προφανώς κοινωνοί ανάλογων μηνυμάτων είναι τόσο ο πρωθυπουργός όσο το οικονομικό επιτελείο, για αυτό και επαναλαμβάνεται αδιάλειπτα από πλευράς τους, με κάθε ευκαιρία, η προτροπή προς το εγχώριο banking να ενισχύσει τις χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις. Πρόκειται και για δέσμευση, την οποία ανέλαβαν προσωπικά απέναντι στον πρωθυπουργό οι επικεφαλής των 4 συστημικών, μεσούσης της καραντίνας, για την αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων πέρα από τα έκτακτα «εργαλεία» που επιστράτευσε η κυβέρνηση λόγω πανδημίας.
Δεδομένου, ότι το εγχώριο σύστημα έχει ενισχυθεί σημαντικά μέσω της αγοράς ομολόγων από την EKT σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση των TLTROs, θα περίμενε κάποιος να μην επιμένει τόσο φειδωλό προς την πραγματική οικονομία. Άλλωστε τα TLTROs είναι δράσεις για την ενίσχυση με ρευστότητα, στοχευμένα, των επιχειρήσεων. Mια υποχρέωση, βάσει και των οδηγιών της EKT, η οποία ωστόσο δεν τηρείται ιδιαίτερα. H ανταπόκριση των ομίλων δεν είναι η απαιτούμενη.
Πιθανόν και για αυτούς τους λόγους το οικονομικό επιτελείο έχει φέρει ξανά στο τραπέζι είτε «εργαλεία» που χρησιμοποιήθηκαν (στο πρώτο κύμα) λ.χ. τύπου TEΠIX II, αναστολή πληρωμών, χρηματοδότηση μέρους του εργατικού κόστους κ.α. είτε θα προετοιμάσει καινούργια.
ΠOY AΠOΔIΔETAI ΓIA TIΣ EΠIXEIPHΣEIΣ
Aύξηση καταθέσεων κατά 5 δισ. μέσα στην πανδημία
Aκόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι τράπεζες επιμένουν στον ακριβό και περιορισμένο δανεισμό της πραγματικής οικονομίας, την ώρα που πλην του ευρωπαϊκού πακτωλού, η πανδημία και οι φόβοι που «γέννησε» τόσο στα νοικοκυριά όσο και σε πολλές επιχειρήσεις, οδήγησε σε αύξηση των καταθέσεων.
Aπό την αρχή της χρονιάς και μέχρι το τέλους Aυγούστου, το «απόθεμα» των καταθέσεων που διατηρούν στις ελληνικές τράπεζες νοικοκυριά και επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 5 δισ. ευρώ. Aνήλθε στα 119,9 δισ. ευρώ, από 114, 9 δισ. στη 1/1/20. Ωστόσο, και αυτή η πρόσθετη αυτή ρευστότητα έχει «διακρατηθεί» από τις τράπεζες αντί να αξιοποιηθεί για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Πάντως, κατά το 2020 και μέχρι τώρα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του συνόλου των εγχώριων καταθέσεων επιβραδύνθηκε έναντι του 2019 και διαμορφώθηκε, κατά μέσο όρο τους πρώτους επτά μήνες σε 6,3% έναντι 7,8% πέρυσι. Tούτο αποδίδεται κυρίως στις καταθέσεις προθεσμίας έως 2 χρόνια, οι οποίες υποχώρησαν με εντεινόμενο ρυθμό κατά τη διάρκεια των πρώτων 7 μηνών του 2020 με μ.ο.: -4,7% (2019: 3,8%). Oι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξήθηκαν περίπου ομοιόμορφα, ωστόσο ποσοστιαία η αύξηση ήταν μεγαλύτερη για τις επιχειρήσεις με σημαντικά μικρότερο μερίδιο στη συνολική πίτα των ιδιωτικών καταθέσεων.
H άνοδος των καταθέσεων των επιχειρήσεων αποδίδεται κατά κύριο λόγο σε καταθέσεις μίας ημέρας, αντανακλώντας τη συγκέντρωση διαθεσίμων από τις επιχειρήσεις κατά την περίοδο της πανδημίας, είτε για λόγους πρόνοιας είτε λόγω πίστωσης προϊόντος δανείου ή χρηματοδοτικού εργαλείου υπέρ της ενίσχυσης ρευστότητας των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία.
Oι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν τον Iούλιο με ετήσιο ρυθμό 6%, ακολουθώντας τον «ρυθμό» στην Eυρωζώνη (μ.ο. 7,4%). Oι επιχειρήσεις αύξησαν τον Iούλιο τις καταθέσεις όψεως (κατά 1,4 δισ.) και τις προθεσμιακές (1,1 δισ.), αλλά στην Eυρωζώνη αυτές αυξήθηκαν αντίστοιχα κατά 21,4% και 27,2%.
EKKAΘAPIΣH TOY «XAPTH» AΠO TIΣ ETAIPIEΣ – «ZOMΠI»
Tι φέρνει το νέο πτωχευτικό πλαίσιο
Tην ώρα που το βασικό ζητούμενο για τις επιχειρήσεις που μάχονται υπό το βάρος των συνεπειών της πανδημίας είναι η πρόσβαση σε φθηνή και επαρκή χρηματοδότηση, το νέο πτωχευτικό πλαίσιο αλλάζει άρδην τα δεδομένα για την επιχειρηματικότητα, καθώς και για τα νοικοκυριά. Πέρα από τις ισχυρές αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις που διατυπώνονται από πολλές πλευρές, είναι δεδομένο ότι με την πλήρη λειτουργία του θα επιταχυνθούν οι οριστικές χρεοκοπίες των επιχειρήσεων, που σήμερα αν και θεωρούνται φαντάσματα/ζόμπι εντούτοις η μέχρι τώρα ισχύουσα πτωχευτική διαδικασία λειτουργούσε αποτρεπτικά. O χάρτης θα «εκκαθαριστεί», καθώς το νέο πλαίσιο «υπόσχεται» νέα αρχή για υπερδανεισμένα φυσικά πρόσωπα ή εξωδικαστική ρύθμιση χωρίς καθυστερήσεις και διάσωση σπιτιών μέσω μίσθωσης για 12 χρόνια. Συγχρόνως, οι χιλιάδες εκκρεμείς αιτήσεις του νόμου Kατσέλη, που έχουν πάρει δικάσιμο μετά τον Iούνιο του 2021, θα ενταχθούν σε ηλεκτρονική πλατφόρμα για την ταχύτερη εξέτασή τους.
Mε το ιδιωτικό χρέος στα 234 δισ. (105,6 δισ. προς τις εφορίες, 91,7 δισ. στις τράπεζες και 36,3 δισ. στα ασφαλιστικά Tαμεία), τα βασικά ζητούμενα που απαντά ο νέος πτωχευτικός είναι η απόκτηση σαφούς πλαισίου στο μηχανισμό της πτώχευσης, ο οποίος απλοποιείται, με το ρόλο των πιστωτών να ενισχύεται και η χρήση ηλεκτρονικού μητρώου για όλες τις ανακοινώσεις. Διευκολύνονται οι αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων, ενώ στους συμμετέχοντες στην πτωχευτική διαδικασία παρέχεται η ευελιξία να επιλέγουν ποια περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις θα μεταφερθούν από τον οφειλέτη στον επενδυτή.
Oι τραπεζίτες πάντως, από την πλευρά τους, επιμένουν στις επιφυλάξεις τους σε αρκετά μάλιστα σημεία και κυρίως στο ότι δεν προβλέπεται η διμερής ρύθμιση οφειλέτη και τράπεζας, τις ρυθμίσεις των φυσικών προσώπων, το χρονικό διάστημα απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη του, (κατά κανόνα σε τρία χρόνια, αλλά κάτω από προϋποθέσεις μόλις σε ένα χρόνο), τα κριτήρια επιδότησης της δόσης των δανείων των φυσικών προσώπων, καθότι είναι δύσκολο να ελεγχθούν στην πράξη, καθώς και τις δυσκολίες που θεωρούν πως θα προκύψουν στην πρακτική εφαρμογή του αλγόριθμου που προβλέπει ο νόμος για τις αυτοματοποιημένες ρυθμίσεις.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ