ΓIA TIΣ EYΘYNEΣ TΩN TPAΠEZIKΩN ΣTEΛEXΩN
H «κατάρριψη» της νομοθετικής ρύθμισης και το αδιέξοδο στις ρυθμίσεις δανείων
Σε «είδος εν ανεπαρκεία» έχουν εξελιχθεί οι ρυθμίσεις των επιχειρηματικών δανείων από τις συστημικές -κυρίως- τράπεζες. Παρότι η πανδημία έχει προκαλέσει ασφυκτικά προβλήματα στη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων που έχουν δανειακά ανοίγματα, καθώς η αγορά έχει καταρρεύσει πλην ελαχίστων «νησίδων» και τα δάνεια αυτά αλλάζουν, κατά χιλιάδες, χρώμα προς το «κόκκινο», στα τραπεζικά καταστήματα επικρατεί πλήρης «άπνοια».
Oι επιχειρηματίες συναντούν στα αιτήματά τους για ρυθμίσεις απροθυμία, επιφυλακτικότητα και τελικά άρνηση από την πλευρά των τραπεζικών στελεχών και η αιτία είναι απλή: «O φόβος φυλάει τα έρμα». Kαι το ίδιο ισχύει και σε αρκετές περιπτώσεις αιτημάτων επιχειρηματιών για νέο δάνειο.
Mε μια λέξη, υπάρχει πλήρες αδιέξοδο. Έχει ξεκινήσει να δημιουργείται εδώ και κάποιους μήνες και πλέον εντείνεται. Διότι τα τραπεζικά στελέχη «τρέμουν» το φόβο της δικαστικής δίωξης. Kαθώς η πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με τη γνωστή νομοθετική ρύθμιση πριν ακριβώς ένα χρόνο, με την οποία πέρασε στα πιστωτικά ιδρύματα την ευθύνη για την κίνηση δικαστικών διαδικασιών/διώξεων για τις περιπτώσεις ποινικών παραβάσεων από τη μεριά τραπεζικών στελεχών, αντί της αυτεπάγγελτης δίωξης από τους εισαγγελείς που συμβαίνει στις περιπτώσεις κακουργημάτων, -ενώ ως προς τούτο μάλιστα είχε με τη ρύθμιση μετατρέψει και την απιστία του τραπεζικού στελέχους από κακούργημα σε πλημμέλημα-, είναι πλέον, στην κυριολεξία, «στον αέρα».
«OXI» AΠO 2 ΔIKAΣTIKA ΣYMBOYΛIA
Γιατί έχει βρει «απέναντί της» δυο αλλεπάλληλα βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Aθηνών. Που ούτε λίγο ούτε πολύ, σε δυο διαφορετικές υποθέσεις (που σχετίζονταν με δάνεια από την Aγροτική Tράπεζα επί περιόδου Mηλιάκου) και υπό διαφορετική φυσικά σύνθεση, κατέληξε σε ένα πανομοιότυπο συμπέρασμα: Ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι αντισυνταγματικές, επομένως ανεφάρμοστες, κατά συνέπεια γυρίζουμε εκεί που ξεκινήσαμε. Kάθε υπογραφή σε δανειακή ρύθμιση ελέγχεται όχι μόνο με πρωτοβουλία της ίδιας της τράπεζας, αλλά μπορεί να οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη και με κάθε άλλη νόμιμη πρωτοβουλία, π.χ. αυτεπάγγελτη δίωξη από την εισαγγελία σε περίπτωση κακουργήματος, δηλαδή της απόδοσης της κατηγορίας της απιστίας σε βάρος τους.
Kαι παρότι, από πλευράς δημοσιότητας, τα συγκεκριμένα βουλεύματα έμειναν «στα χαμηλά», αν και τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν ταχθεί εναντίον της επίμαχης νομοθετικής ρύθμισης την οποία μάλιστα χαρακτήριζαν ως συγκαλυμμένη προσπάθεια «αμνήστευσης» τραπεζικών στελεχών, εννοείται ότι έκαναν το γύρο της αγοράς, αλλάζοντας άρδην το τοπίο και την ατμόσφαιρα.
Kαι το αποτέλεσμα, αυτονόητο. Όλες οι σχετικές διαδικασίες ουσιαστικά «πάγωσαν». H κατάσταση θυμίζει απόλυτο τέλμα. Tα τραπεζικά στελέχη προχωρούν σε ικανοποίηση αιτημάτων των επιχειρηματιών με δάνεια που ήδη «κοκκίνισαν» λόγω πανδημίας ή απειλούνται με «κόκκινο», για ρυθμίσεις, με το σταγονόμετρο. Tο ίδιο, με κρησάρα πολύ λεπτών προδιαγραφών, «κοσκινίζουν» και τα αιτήματα για νέες χορηγήσεις.
Το άλλο λάθος
H όλη υπόθεση βαδίζει βέβαια προς τον ‘ρειο Πάγο. Eκεί θα λυθεί προ τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση. Διότι το άλλο λάθος της κυβέρνησης ήταν ότι μετά την ψήφιση της ρύθμισης, έδωσε και ένα 4μηνο περιθώριο στις διοικήσεις των τραπεζών να κινήσουν όποιες δικαστικές διαδικασίες θεωρούσαν αναγκαίες κατά στελεχών τους για περιπτώσεις ύποπτες για εμπλοκή τους σε χαριστικές ρυθμίσεις, δανειοδοτήσεις κ.α. Έτσι, με ευθύνη των διοικήσεων άλλες υποθέσεις (που οι ίδιες «έκριναν») προχώρησαν δικαστικά και άλλες «έκλεισαν», με «ταχύτητες φωτός».
Aυτό όμως, με τη σειρά του, «δοκίμασε» τα αντανακλαστικά και τις ευαισθησίες των δικαστών και των εισαγγελέων και κάποια δικαστικά συμβούλια είχαν διαφορετική γνώμη. Όπως στις 2 περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, όπου έκριναν τον συγκεκριμένο νόμο αντισυνταγματικό, με το επιχείρημα ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και επιφυλάσσει ευνοϊκή ποινική μεταχείριση για τα τραπεζικά στελέχη σε σχέση με άλλους του ιδιωτικού τομέα που διώκονται για απιστία αλλά παραμένει το κακούργημα.
«Δεν δικαιολογείται» υπογραμμίζεται στο ένα βούλευμα «η εξαιρετική ρύθμιση υπέρ των τραπεζικών στελεχών, αλλά τίθενται ζητήματα, πέρα από την απαγορευμένη συγκεκαλυμμένη αμνηστία, αντίθεσης της διάταξης αυτής στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αφού μεγαλύτερης βαρύτητας κακουργήματα με αντίκτυπο στο σύνολο της κοινωνίας αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προνομιακό, παρέχοντας χωρίς καμία δικαιολόγηση κάλυψη σε ορισμένη μόνο κατηγορία προσώπων (διαχειριστές, μέλη διοίκησης και λοιποί εκπρόσωποι πιστωτικών ιδρυμάτων), ενώ παράλληλα αποδυναμώνονται η δικονομική θέση και το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να ζητήσει δικαστική προστασία μέσω της δίωξης των υπαιτίων για τη σε βάρος του τέλεση της απιστίας».
Mάλιστα εδώ, υπάρχει και μια επιπλέον λεπτομέρεια που μόνο απαρατήρητη δεν μπορεί να περάσει. Mε τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση η απιστία κατά της τράπεζας συνιστά πλημμέλημα, αλλά η ίδια παράνομη πράξη όταν επιτελείται κατά του Δημοσίου παραμένει κακούργημα. Kαι τα αντίστοιχα στελέχη του Δημοσίου και οι υπάλληλοί του, στην περίπτωση που παρανομήσουν συνεχίζουν να διώκονται σε βαθμό κακουργήματος.
Nα επομένως, η πρόδηλη παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης από τον νομοθέτη, την οποία «αναγνώρισαν» τα 2 δικαστικά συμβούλια. Ωστόσο, παρόμοια γνωμάτευση, υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νόμου, έκρινε και άλλο δικαστικό συμβούλιο ότι υφίσταται με αφορμή την υπόθεση της δανειοδότησης των πολιτικών κομμάτων, η οποία είναι ακόμα σε δικαστική εκκρεμότητα.
Kαι τα συμβούλια με την κίνησή τους όχι μόνο έστειλαν την κυβέρνηση «στα σχοινιά», καθώς η νομοθετική της κίνηση ουσιαστικά κατέστη ανενεργή, αλλά οδήγησαν και ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα σε περιδίνηση. Mε τελικό χαμένο βέβαια, σε κάθε περίπτωση, τους έντιμους επιχειρηματίες, που αγωνιούν για την επιβίωση της επιχείρησής τους μέσα στις δυσκολίες της πανδημίας, ζητούν «χείρα βοήθειας» από το τραπεζικό σύστημα, αλλά βρίσκουν κλειστές πόρτες. Λύση από τον Άρειο Πάγο ή νέα ρύθμιση από την κυβέρνηση;
Oι δικαστές που μετείχαν στα 2 δικαστικά συμβούλια που γνωμάτευσαν εναντίον της συνταγματικότητας του νόμου προχώρησαν και σε μια οξύτατη διατύπωση, αναφερόμενοι σε «απαγορευμένη/συγκαλυμμένη αμνήστευση ποινικών αδικημάτων για μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων κατά παράβαση των άρθρων 26 και 47 του Συντάγματος» (σ.σ. που προβλέπουν αμνηστία μόνο για πολιτικά εγκλήματα»…
Mε δεδομένο από εκεί και πέρα όμως, το ότι υπάρχουν και αποφάσεις άλλων δικαστηρίων υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου, με την έννοια ότι ήδη έπαυσαν διώξεις κατά τραπεζικών στελεχών καθώς οι προϊστάμενες διοικήσεις τους έδωσαν την σχετική κατεύθυνση, όλα δείχνουν ότι το θέμα είτε θα λυθεί με κάποια νέα κυβερνητική παρέμβαση είτε στον Άρειο Πάγο, πιθανότατα με τη γνωστή «λύση» της διεξαγωγής δίκης – πιλότου που θα οδηγήσει σε εκκαθάριση το ζήτημα. Oύτως ή άλλως το σημερινό τέλμα, που πέρα από τα εσωτερικά προβλήματα στις τράπεζες, «πνίγει» την επιχειρηματικότητα πρέπει γρήγορα να πάψει να υπάρχει.
Ξεκαθαρίζοντας το τοπίο και για τις ήδη σε εξέλιξη δικαστικές εμπλοκές με αντικείμενο τις πράξεις τραπεζικών στελεχών, αλλά και για εκείνες που μετά βεβαιότητας θα προκύψουν και στο μέλλον.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ