Μετά την ανακοίνωση και των στοιχείων για την πορεία του ΑΕΠ
Ύφεση της ελληνικής οικονομίας κατά 9,8% για το σύνολο του 2020 αναμένει η Εθνική Τράπεζα, μετά την ανακοίνωση και των στοιχείων για την πορεία του ΑΕΠ κατά το γ’ τρίμηνο. Πρόκειται για μια ελαφρώς επί τα χείρω αναθεώρηση των προηγούμενων προβλέψεων (σ.σ. Νοεμβρίου), οι οποίες ανέμεναν συρρίκνωση κατά 9,4%.
Όσον αφορά το δ’ τρίμηνο του 2020, η ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας προβλέπει ύφεση κατά 2,1% σε τριμηνιαίο επίπεδο και κατά 13,9% σε ετήσιο επίπεδο. Κι αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει μερική ή έστω και προσωρινή άρση των περιορισμών στο λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες «χαμηλού υγειονομικού κινδύνου» κατά τελευταίο 10ήμερο του μήνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 10,5% για το 2020 και αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,8% το 2021.
Η ανάλυση του γ’ τριμήνου
Το ΑΕΠ της Ελλάδας σημείωσε αδύναμη ανάκαμψη 2,3% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση το γ’ τρίμηνο του 2020 και συρρικνώθηκε κατά 11,7% σε ετήσια βάση, έπειτα από τριμηνιαία μείωση 14,1% (-14,2% ετησίως) το β’ τρίμηνο. Η επίδοση του γ’ τρίμηνου υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της Ευρωζώνης (+12,5% σε τριμηνιαία βάση και -4,3% ετησίως).
Η υπο-απόδοση αντανακλά την έντονη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών (-80% ετησίως και -39,2% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση το γ’ τρίμηνο του 2020), η οποία, αν και αναμενόμενη, ξεπέρασε και τις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις, αφαιρώντας 18,6 ποσοστιαίες μονάδες από την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ στο συγκεκριμένο τρίμηνο.
Κατόπιν μιας πιο προσεκτικής ματιάς στα στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών, αυτό που χρήζει προσοχής είναι ότι οι εξαγωγές υπηρεσιών με εποχική προσαρμογή μειώθηκαν κατά 39,2% σε τριμηνιαία βάση, ενώ τα αντίστοιχα στοιχεία χωρίς εποχική προσαρμογή αυξήθηκαν κατά 55,7%. Αυτή η συρρίκνωση είναι αναπάντεχη, δεδομένου ότι κατά το β’ τρίμηνο οι δραστηριότητες παροχής καταλύματος είχαν ανασταλεί πλήρως.
H σταθερή αύξηση της συνεισφοράς του τουρισμού στο ΑΕΠ τα τελευταία 10 χρόνια, δημιούργησε την ανάγκη μιας ολοένα μεγαλύτερης αρνητικής στατιστικής προσαρμογής στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για το γ’ τρίμηνο κάθε έτους. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της προσαρμογής πάνω στο εξαιρετικά μειωμένο, λόγω πανδημίας, επίπεδο των εξαγωγών υπηρεσιών (κυρίως, εξαιτίας του τουρισμού) οδήγησε σε υπερβολική συμπίεση των εποχικά προσαρμοσμένων στοιχείων για το 3ο τρίμηνο.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της τράπεζας, αυτή η ασυνήθιστη επίδραση μείωσε το ΑΕΠ του γ’ τριμήνου κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ (-3,5% ετησίως). Μια ηπιότερη στατιστική προσαρμογή, ανάλογη του αντίστοιχου 20έτους μέσου όρου, θα οδηγούσε σε κάμψη του ΑΕΠ κατά 8,1% ετησίως (+6,4% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση) έναντι της ετήσιας μείωσης 11,7% (+2,3% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση) που τελικά καταγράφηκε.
Τα στοιχεία του ΑΕΠ τόσο από το σκέλος της δαπάνης όσο και των εισοδημάτων, δείχνουν ότι τα 12,0 δισ. ευρώ υποστηρικτικών δημοσιονομικών μέτρων και μέτρων ρευστότητας, που ενεργοποιήθηκαν το β’ και το γ’ τρίμηνο και σε μεγάλο ποσοστό προσανατολίστηκαν σε στήριξη της κοινωνικής συνοχής και της απασχόλησης, πέτυχαν το στόχο τους περιορίζοντας τον αντίκτυπο της πανδημίας.
Ως εκ τούτου, η ιδιωτική κατανάλωση επέδειξε αξιοσημείωτη ανάκαμψη αυξανόμενη κατά 15,3% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση (1,0% ετησίως), στηριζόμενη και από τη μετάθεση καταναλωτικών δαπανών από το β’ τρίμηνο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι συνολικές αμοιβές της εργασίας αυξήθηκαν κατά 4,2% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση στο γ’ τρίμηνο, υποχωρώντας μόνο κατά 0,4% ετησίως.
Αντιθέτως, τα κέρδη των επιχειρήσεων, το οποία προκύπτουν από το άθροισμα του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος στην οικονομία, συνέχισαν να μειώνονται με γρήγορο ρυθμό (-12,5% ετησίως και -0,6% σε τριμηνιαία βάση) το γ’ τρίμηνο, κατόπιν μείωσης κατά 13,7% ετησίως το β’ τρίμηνο του 2020 (16 δισ. ευρώ χαμηλότερα από πέρυσι).