Παγκόσμιες οι συνέπειες
Οι υπουργοί Οικονομικών της ομάδας G7, δηλαδή των κυριότερων βιομηχανικών κρατών, κατέληξαν, στις 5 Ιουνίου, σε μια συμφωνία ορόσημο, η οποία φιλοδοξεί να σχεδιάσει εκ νέου την αρχιτεκτονική του παγκόσμιου φορολογικού συστήματος, αμβλύνοντας το φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών.
Οπως αναφέρει η Alpha Bank, η συμφωνία, κατ’ αρχάς, προβλέπει την επιβολή ενός ελάχιστου παγκόσμιου εταιρικού φορολογικού συντελεστή επί των κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων, το ύψος του οποίου θα είναι τουλάχιστον 15%. Τούτο συνεπάγεται ότι τα κράτη θα μπορούν να φορολογούν τις πολυεθνικές για τα κέρδη που παράγουν εντός της επικράτειάς τους, ανεξάρτητα από τη φορολογική τους έδρα.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την αμερικανική πρόταση, στο δεύτερο σκέλος της συμφωνίας εμπίπτουν περίπου 100 μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η συμφωνία, η οποία επικυρώθηκε από τους αρχηγούς των κρατών της ομάδας G7, στα μέσα Ιουνίου, έχει στόχο να επικυρωθεί και από την ομάδα G20 στη συνάντηση του επόμενου μήνα. Σημαντικό, ωστόσο, ζητούμενο αποτελεί η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση από τα κράτη-μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), καθώς σε ορισμένα εξ αυτών υφίσταται εταιρικός φορολογικός συντελεστής χαμηλότερος του 15%.
Η εξέλιξη του παγκόσμιου εταιρικού φόρου
Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από την επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης. Με τον όρο παγκοσμιοποίηση αναφερόμαστε σε ένα διασυνδεδεμένο και ταυτόχρονα ολοκληρωμένο σύστημα ροών αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, εργασίας, ιδεών και γνώσεων, πέρα από τα εθνικά σύνορα. Σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην ανάπτυξή της ήταν η αύξηση της κινητικότητας του κεφαλαίου, ως απόρροια της κατάργησης συγκεκριμένων περιορισμών (π.χ. κεφαλαιακοί έλεγχοι).
Η φορολογική πολιτική, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, χαρακτηρίζεται από διασυνοριακές εξωτερικότητες (cross-border externalities). Τούτο σημαίνει ότι η άσκηση φορολογικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο επηρεάζει είτε θετικά, είτε αρνητικά και τρίτα κράτη, χωρίς αυτά να έχουν προβεί σε κάποια ενέργεια.
Η έλλειψη πολιτικών συνεργασίας μεταξύ κρατών, στο πεδίο της εταιρικής φορολόγησης, ενίσχυσε τον ανταγωνισμό για την προσέλκυση επιχειρήσεων, γεγονός που δικαιολογεί τη σταδιακή μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή διεθνώς. Το 1980, ο εταιρικός φορολογικός συντελεστής διαμορφωνόταν στο 40,1%, ενώ, τις δεκαετίες που ακολούθησαν, κατέγραψε σταθερά πτωτική πορεία υποχωρώντας, το 2020, στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 23,9%. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο δείκτης παγκοσμιοποίησης κέρδισε έδαφος, με αποτέλεσμα, το 2019, να διαμορφωθεί στις 61,8 μονάδες, η οποία συνιστά την υψηλότερη μέτρηση που έχει καταγραφεί.
Ποιοι λόγοι οδήγησαν στη συγκεκριμένη συμφωνία;
Οι συζητήσεις για την επιβολή ελάχιστου παγκόσμιου εταιρικού φόρου έχουν ξεκινήσει από την περασμένη δεκαετία στα πλαίσια του ΟΟΣΑ. Ο φορολογικός ανταγωνισμός των τελευταίων δεκαετιών απέτρεψε τις εθνικές κυβερνήσεις να θέσουν υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στα κέρδη των επιχειρήσεων, εξέλιξη η οποία θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην προσέλκυση επενδύσεων.
Ωστόσο, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των κρατών οδήγησε σε ορισμένες περιπτώσεις σε πολύ χαμηλούς ή ακόμα και μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές (Βερμούδες, Νήσοι Κέιμαν, Βρετανικές Παρθένες Νήσοι κ.ά.), με αποτέλεσμα πολυεθνικές επιχειρήσεις να μεταφέρουν τα κέρδη τους στα συγκεκριμένα φορολογικά «καταφύγια» (tax heavens). Η συμφωνία της ομάδας G7 στοχεύει να εξαλείψει το εν λόγω φαινόμενο, αφαιρώντας το κίνητρο μεταφοράς των κερδών. Στην περίπτωση δε που ένα κράτος με φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο του 15% αρνηθεί να συμπεριληφθεί στη συμφωνία, τότε οι επιχειρήσεις που έχουν μεταφέρει εκεί τη «λογιστική» τους έδρα, θα υπόκεινται σε συμπληρωματικό φόρο από τις φορολογικές αρχές της χώρας προέλευσής τους, μέχρι η συνολική φορολογική επιβάρυνση να διαμορφωθεί σε 15%.
Επιπλέον, η πανδημική κρίση ενδεχομένως επιτάχυνε την επίτευξη συμφωνίας. Οι εθνικές κυβερνήσεις, στην προσπάθεια μετριασμού των αρνητικών επιπτώσεων του κορωνοϊού στην οικονομική δραστηριότητα, εισήγαγαν δημοσιονομικά πακέτα στήριξης των οικονομιών τους. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική χρηματοδοτήθηκε μέσω της έκδοσης νέου χρέους, με αρωγό το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών. Στη μετα-πανδημική εποχή, με τα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα να αποσύρονται σταδιακά, τα φορολογικά έσοδα που θα προκύψουν από την εφαρμογή της συμφωνίας αφενός θα συμβάλλουν στην μελλοντική αποπληρωμή του χρέους και αφετέρου ενδέχεται να αποτελέσουν ένα μέσο διατήρησης της δημοσιονομικής στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, η ύπαρξη φορολογικού ανταγωνισμού οδηγεί σε χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, γεγονός που επηρεάζει τις δημόσιες δαπάνες, προκαλώντας μικρότερη παροχή δημόσιων αγαθών (efficiency hypothesis).
Ποια κράτη αναμένεται να επηρεαστούν περισσότερο;
Μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ η Ουγγαρία (9%) και η Ιρλανδία (12,5%) είχαν, το 2020, το χαμηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή, ο οποίος διαμορφωνόταν κάτω από το όριο του 15%. Η περίπτωση της Ιρλανδίας χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς, καθώς μείωσε σταδιακά τον εταιρικό φόρο από 40% το 1995 σε 12,5% το 2003, ενώ έκτοτε διατηρείται στα συγκεκριμένα επίπεδα, καθιστώντας τη χώρα ισχυρό πόλο έλξης μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, το 2020, το απόθεμα Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Ιρλανδία διαμορφώθηκε στο 338% του ΑΕΠ, επίδοση η οποία συνιστά την τρίτη μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, υπολειπόμενη μόνο έναντι του Λουξεμβούργου (856% του ΑΕΠ) και της Ολλανδίας (356% του ΑΕΠ), ενώ τα έσοδα από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων ανήλθαν σε Ευρώ 11,8 δισ.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (EU Tax Observatory, Collecting the Tax Deficit of Multinational Companies: Simulations for the European Union, June 2021), η επιβολή φόρου 15% στα εταιρικά κέρδη αναμένεται να αποδώσει επιπλέον φορολογικά έσοδα ύψους Ευρώ 48,3 δισ. ανά έτος στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περισσότερα εξ αυτών αναλογούν στο Βέλγιο (Ευρώ 10,5 δισ.), στην Ιρλανδία (Ευρώ 7,2 δισ.) και στην Γερμανία (Ευρώ 5,7 δισ.), ενώ εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη μεγαλύτερη αύξηση εσόδων, σύμφωνα με τη μελέτη, θα επιτύχουν οι ΗΠΑ (Ευρώ 40,7 δισ.), ο Καναδάς (Ευρώ 16 δισ.) και η Ιαπωνία (Ευρώ 6 δισ.).
Ωστόσο, είναι σαφές ότι η εξάλειψη του κινήτρου μεταφοράς εταιρικών κερδών θα μπορούσε να οδηγήσει ορισμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις σε μετεγκατάσταση της φορολογικής τους έδρας. Η εξέλιξη αυτή θα ωφελούσε ορισμένα κράτη και θα ζημίωνε ορισμένα άλλα. Συνεπώς, η επίτευξη μιας ευρύτερης συναίνεσης μεταξύ των κρατών, όσον αφορά στην επιβολή ενός ελάχιστου παγκόσμιου εταιρικού φόρου, αναμένεται να αποτελέσει μια απαιτητική διαδικασία.