H Attica Bank πραγματοποίησε την ετήσια τακτική της Γενική Συνέλευση, η οποία, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της, «αποτελεί σταθμό για την περαιτέρω πορεία της, καθώς η τράπεζα αφήνει πίσω της οριστικά τα προβλήματα του παρελθόντος, ολοκληρώνει την πλήρη εξυγίανσή της, και μέσω συγκεκριμένων ενεργειών που περιλαμβάνονται στο τριετές επιχειρηματικό της σχέδιο, αλλάζει κυριολεκτικά σελίδα, ανακτώντας πλήρως την εμπιστοσύνη του καταθετικού και καταναλωτικού κοινού και κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, θέτοντας την τράπεζα σε βιώσιμη πορεία ανάπτυξης».
Οι μέτοχοι της τράπεζας ενέκριναν ομόφωνα όλα τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και ιδιαίτερα τα θέματα που αφορούν στην ενεργοποίηση των διατάξεων του νόμου περί αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) και την εξουσιοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.
Ο πρόεδρος της Attica Bank, Κωνσταντίνος Μακέδος στην ομιλία του, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι το 2021 αποτελεί έτος σταθμό για την Attica Bank, καθώς σηματοδοτεί, αφενός την ολοκλήρωση μιας μακράς πορείας για την πλήρη και οριστική εξυγίανσή της και αφετέρου τη μετάβασή της σε πορεία ανάπτυξης, με περιβαλλοντικά βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη πολιτική, μέσω της εγκατάστασης ενός ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης (Integrated Management System) που θα εγγυάται την αποτελεσματική λειτουργία των διαδικασιών για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Προς αυτή την κατεύθυνση υλοποιούμε ένα εμπροσθοβαρές τριετές επιχειρηματικό σχέδιο, που προβλέπει εντός του τρέχοντος έτους, να καταστεί η Attica Bank η πρώτη ελληνική τράπεζα που επιτυγχάνει μηδενισμό των κόκκινων δανείων της, αλλά και που αντιμετωπίζει το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας, με την ενεργοποίηση του DTC. Στόχος μας, η τράπεζα να γυρίσει σελίδα, επικεντρώνοντας πλέον τις προσπάθειές της στις πολιτικές ανάπτυξής της. Η Attica Bank γυρίζει σελίδα, πρόσθεσε.
Ο διευθύνων σύμβουλος, Θεόδωρος Πανταλάκης, μεταξύ άλλων ανέφερε ότι βασικές προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, καθώς και άμεσες συνέπειες της πανδημίας, αποτελούν το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η δημιουργία νέων, καθώς και η αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλομένων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέγεθος των εποπτικών κεφαλαίων αναμένεται να είναι αυξημένο το 2022, με την εφαρμογή των διατάξεων του MREL. Η Attica Bank, διαβλέποντας έγκαιρα τις προκλήσεις αυτές και έχοντας θέσει σε εφαρμογή το τριετές επιχειρηματικό της σχέδιο, που περιλαμβάνει συγκεκριμένες και μετρήσιμες ενέργειες αντιμετώπισης των δύο αυτών θεμάτων, είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που στο τέλος του 2021 πρόκειται να έχει αντιμετωπίσει οριστικά τα εν λόγω ζητήματα, είπε.
Ο κ. Πανταλάκης επισήμανε επίσης: Η δημοσίευση της Ετήσιας Οικονομικής Έκθεσης για το 2020 τον Μάιο, σηματοδοτεί την πλήρη και οριστική εκκαθάριση του ισολογισμού της Attica Bank, ολοκληρώνοντας έτσι την προσπάθεια που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2016 και διήρκησε συνολικά τέσσερα έτη και έξι μήνες. Ταυτόχρονα όμως, σηματοδοτεί την εφαρμογή για το 2021 του νέου, τριετούς επιχειρηματικού της σχεδίου, με στόχο τον διπλασιασμό των χορηγήσεων με έμφαση στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ενέργεια, τις υποδομές και το περιβάλλον, καθώς και των ελευθέρων επαγγελματιών.
Σε όλο το διάστημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της ελληνικής κρίσης χρέους, δηλαδή το διάστημα 2008-2019, η Attica Bank ήταν η μοναδική ελληνική τράπεζα που δεν επιβάρυνε τον Έλληνα και τον Ευρωπαίο φορολογούμενο. Η σημαντική βελτίωση της ρευστότητας, έχει καταστήσει τον όμιλο περισσότερο επικεντρωμένο στη διαχείριση του κόστους τα τελευταία τρίμηνα, στην προσπάθειά του να επιτύχει ισορροπία μεταξύ προσέλκυσης καταθέσεων και μείωσης των επιτοκιακών εξόδων.
Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και η νέα συνεργασία που ξεκίνησε η τράπεζα, με την πλατφόρμα αποδοχής καταθέσεων Raisin Bank από πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της οποίας επετεύχθη αύξηση των εισροών κατά 100 εκατ. ευρώ κατά τη διάρκεια ενός εξαμήνου. Η σημαντική αύξηση των καταθέσεων, αντανακλά την πλήρη ανάκτηση της εμπιστοσύνης του καταθετικού κοινού στον Όμιλο της Attica Bank. Ένα επιπλέον ενδιαφέρον και άξιο προσοχής ζήτημα, το οποίο τίθεται σε συνέχεια της δημοσίευσης των οικονομικών αποτελεσμάτων της τράπεζας, είναι η ενεργοποίηση του αρ. 27α του Ν.4172/2013, του λεγόμενου και ‘Deferred Tax Credit -DTC’.
Ειδικότερα, με τον μηχανισμό του DTC, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις της τράπεζας, μετατρέπονται σε οριστικές, εκκαθαρισμένες και άμεσα εισπράξιμες απαιτήσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, η τράπεζα σχηματίζει ειδικό αποθεματικό και εκδίδει παραστατικούς τίτλους δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών στο Ελληνικό Δημόσιο (warrants). Οι όροι της συναλλαγής πρόκειται να εξειδικευθούν από την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου που εκδόθηκε μόλις σήμερα.
Με αυτήν την ενέργεια, η Attica Bank είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που πρόκειται να επιλύσει το ζήτημα του αναβαλλομένου φόρου και έτσι, απαλλαγμένη από τα βάρη του παρελθόντος (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και εξάρτηση από τον ELA), να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με στόχο την ανάπτυξή της. Η εμπιστοσύνη προς την Attica Bank, δεν αποδεικνύεται μόνο από την αύξηση των καταθέσεων και των πελατών που επιλέγουν την τράπεζα για τις συναλλαγές τους, αλλά και από τη δυνατότητα της τράπεζας να προσελκύει στελέχη. Οι κύριοι στρατηγικοί τομείς στους οποίους θα εστιάσει η τράπεζα την επόμενη τριετία, είναι το τρίπτυχο Περιβάλλον, Ενέργεια και Υποδομές, και οι μικρο-επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες, η διεύρυνση των υφιστάμενων πηγών εσόδων και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της τράπεζας.
Ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος, Ιωάννης Τσακιράκης, παρουσίασε τις ενέργειες της τράπεζας για την πλήρη εξάλειψη και των τελευταίων NPLs από τα βιβλία της. Όπως ανέφερε, εντός των προσεχών μηνών υλοποιείται η τιτλοποίηση «Ωμέγα», η οποία περιλαμβάνει τις απαιτήσεις της υφιστάμενης τιτλοποίησης με την αρχική ονομασία «Artemis», καθώς και το σύνολο σχεδόν των υφιστάμενων ΜΕΔ της Τράπεζας κατά την 31.12.2020. Με τη συναλλαγή «Ωμέγα» ολοκληρώνεται ο κύκλος διαδοχικών τιτλοποιήσεων της Attica Bank, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2016, συνολικού ύψους περί τα 3 δισ. ευρώ Με την επιτυχή ολοκλήρωση των συναλλαγών «Ωμέγα» και Astir 1 και 2, η Attica Bank θα διαθέτει δείκτη ΜΕΔ, σε pro forma επίπεδο, λιγότερο από 1% και κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ο CFO της τράπεζας Νικόλαος Κουτσογιάννης, ανέλυσε τα κύρια σημεία του πλάνου ενίσχυσης των εποπτικών κεφαλαίων της τράπεζας.
Η διοίκηση της τράπεζας έχει σχεδιάσει και έχει υποβάλει στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, τις ακόλουθες ενέργειες ενίσχυσης των εποπτικών κεφαλαίων:
– Πώληση ομολόγων ενδιάμεσης σειράς εξόφλησης. Εντός των επομένων δύο μηνών, η τράπεζα θα έχει προβεί στην πώληση ομολόγου ενδιάμεσης σειράς εξόφλησης από την οποία – εκτιμάται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της τράπεζας – θα προκύψουν κεφαλαιακά κέρδη που θα ενισχύσουν τον βασικό και συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα.
– Ένταξη των ομολόγων υψηλής σειράς εξόφλησης των τιτλοποιήσεων Omega, Astir 1 και 2 σε πρόγραμμα παροχής κρατικής εγγύησης. Η ένταξη των ομολόγων αυτών θα γίνει σταδιακά μέσω χρονοδιαγράμματος, το οποίο ξεκινά από το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και ολοκληρώνεται πριν την λήξη του πρώτου τριμήνου του 2022, αποδίδοντας περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες στη βασική και συνολική κεφαλαιακή επάρκεια. Βασική προϋπόθεση για την ένταξη των ομολόγων στο πρόγραμμα «ΗΡΑΚΛΗΣ», είναι η λήψη πιστοληπτικής διαβάθμισης από ανεξάρτητο διεθνή οίκο. Από την ενέργεια αυτή και μόνο, η τράπεζα «εξοικονομεί» εποπτικά κεφάλαια, τα οποία αντιστοιχούν σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους περίπου 150 εκατ. ευρώ. Ουσιαστικά, η ενέργεια αυτή κλείνει οριστικά και αμετάκλητα το παρελθόν της τράπεζας, μέσω της οριστικής αποκοπής του κινδύνου που συνδέεται με τα NPLs του παρελθόντος.
– Ο διπλασιασμός του δανειακού χαρτοφυλακίου κατά την επόμενη τριετία, θα απαιτήσει νέα εποπτικά κεφάλαια ύψους 300 εκατ. ευρώ περίπου. Η κάλυψη των εποπτικών κεφαλαίων θα προέλθει από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, με έκδοση κοινών μετοχών, ή και την έκδοση ενός μέσου κατηγορίας κεφαλαίων 1 ή 2, ανάλογα τις συνθήκες της αγοράς.