“Δεν έχει ακόμα αποτυπωθεί επαρκώς η επίπτωση της πανδημίας στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών” τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος της κεντρικής τράπεζας κ. Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, από το βήμα της Βουλής για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Περισσότερα δάνεια σημαίνει ανάγκη για περισσότερα κεφάλαια, επεσήμανε.
“Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα εποπτικής ευελιξίας που εφαρμόζονται ακόμα λόγω της πανδημίας κάποια στιγμή θα αρθούν, σε συνδυασμό με την ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας και της συνέχισης της πολιτικής μείωσης των ΜΕΔ (μη εξυπηρετούμενων δανείων), οι τράπεζας θα πρέπει να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους.
Είναι θετικό ότι οι τράπεζες ήδη κινούνται με επιτυχία προς την κατεύθυνση αυτή αντλώντας κεφάλαια μέσω αυξήσεων κεφαλαίου και έκδοσης τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια”.
Αυτό τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος και διευθυντής αναλύσεων και μελετών της κεντρικής τράπεζας κ. Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία από τις τράπεζες.
Όπως εξήγησε ο ίδιος στην τοποθέτησή του, οι τράπεζες έχουν ήδη στηρίξει την πραγματική οικονομία, αν και όπως είπε όχι τόσο όσο θα αναμενόταν βάσει της υψηλής ρευστότητας.
Ωστόσο, απαρίθμησε τους παράγοντες που αποδυναμώνουν την πιστωτική επέκταση, μεταξύ των οποίων είναι οι τεράστιες αποπληρωμές δανείων αλλά και η ίδια η απροθυμία των επιχειρήσεων να ζητήσουν τραπεζικά δάνεια λόγω της ρευστότητας από τα μέτρα στήριξης.
Πάντως, προειδοποίησε ότι, ενώ οι ποιότητα των κεφαλαίων βελτιώνεται και τα κόκκινα δάνεια περιορίζονται, οι κίνδυνοι και οι επιπτώσεις από την πανδημία δεν έχουν ακόμα αποτυπωθεί.
Προσέθεσε ότι οι τιτλοποιήσεις “καίνε” κεφάλαια και ενώ οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας άνω του χαμηλότερου ορίου, εντούτοις κινούνται χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Παράλληλα, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι σχεδόν τα μισά κεφάλαια αντιστοιχούν σε αναβαλλόμενη φορολογία και αυτό το ποσοστό θα αυξηθεί περαιτέρω με τις τιτλοποιήσεις.
Για τους λόγους αυτούς συνέστησε ιδιαίτερη προσοχή στη μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου, αλλά τόνισε και την ανάγκη στήριξης της πραγματικής οικονομίας, προσθέτοντας ότι η περαιτέρω πιστωτική επέκταση απαιτεί, εκτός των άλλων, και αύξηση κεφαλαίων από την πλευρά των τραπεζών. Χαρακτήρισε μάλιστα θετικό το γεγονός ότι οι τράπεζες κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση αξιοποιώντας τις σημερινές ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές.
Διαπιστώσεις και συστάσεις
Τα βασικότερα σημεία της παρέμβασης του εκπροσώπου της Τράπεζας της Ελλάδος στη Βουλή ήταν τα εξής:
Η χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται ενισχυμένη τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ενδεχομένως όχι επαρκώς για τις μικρομεσαίες και ιδιαίτερα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Η εξέλιξη αυτή εξηγείται από αντικειμενικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν τη χρηματοδότηση δεδομένων των παραμέτρων του πιστωτικού κινδύνου και της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ιδίως σε περίοδο υψηλής αβεβαιότητας λόγω της πανδημίας, της έλλειψης ικανού αριθμού βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων, αλλά και της αυξημένης ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα που καθιστά τη ζήτηση για νέο δανεισμό λιγότερο επιτακτική.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αν και παραμένει ικανοποιητική και ικανή να στηρίξει σε σημαντικό βαθμό την παροχή νέων δανείων προς την οικονομία, χρειάζεται ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση για να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις του μέλλοντος, όπως για παράδειγμα της επίπτωσης από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 και του γεγονότος ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας, λόγω των μέτρων στήριξης, δεν έχουν ακόμα αποτυπωθεί επαρκώς στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών.
Επίσης, έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό “μαξιλάρι” ρευστότητας στην οικονομία, με την εσωτερική αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα να υπερκαλύπτει πλέον το επίπεδο επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να είναι σε θέση να αυξήσουν τις επενδύσεις τους χρησιμοποιώντας αποκλειστικά εσωτερική χρηματοδότηση (παρακρατηθέντα κέρδη και αποταμιεύσεις).
Η περαιτέρω ενίσχυση της χρηματοδότησης θα εξαρτηθεί, από την πλευρά της προσφοράς, από τη δυνατότητα των τραπεζών να διοχετεύσουν περισσότερους πόρους στην οικονομία λαμβάνοντας υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο, την κεφαλαιακή τους επάρκεια και τις αβεβαιότητες στην οικονομία (εξέλιξη της πανδημίας, ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, πληθωρισμός, κόστος δανεισμού κ.λπ.) και, από την πλευρά της ζήτησης, από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Σημαντική ώθηση στην τραπεζική χρηματοδότηση αναμένεται με την έναρξη αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, εκτιμάται ότι θα χορηγηθούν σωρευτικά μέχρι το τέλος του 2026 δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 12,7 δισ. ευρώ τα οποία προβλέπεται να χρηματοδοτήσουν συνολικές ιδιωτικές επενδύσεις περίπου 32 δισ. ευρώ.
Για την χρηματοδότηση αυτών των επενδύσεων θα χρειαστεί να κινητοποιηθούν δάνεια από εγχώρια και ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ την επόμενη εξαετία.
Τέλος, ένα σημαντικό δίδαγμα της πανδημίας είναι ότι όταν δημιουργείται επιμερισμός κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου, η πιστωτική επέκταση επιταχύνεται σημαντικά.
Ο επιμερισμός κινδύνου επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν και στις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης, συνεπώς λειτουργεί θετικά τόσο από τη μεριά της προσφοράς όσο και από τη μεριά της ζήτησης.
Το δίδαγμα αυτό είναι σημαντικό για το μέλλον της τραπεζικής χρηματοδότησης. Δεδομένου ότι το ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου — ιδιαίτερα μικρομεσαίων επιχειρήσεων — θα παραμείνει υψηλό στο προσεχές διάστημα, ο επιμερισμός κινδύνου μέσω των χαμηλότοκων δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλει σημαντικά στην επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και οι ελληνικές τράπεζες σε αριθμούς
Ο κ. Μαλλιαρόπουλος μαζί με την παρέμβασή του και την ερμηνεία ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων παρέθεσε μια σειρά από ενδιαφέροντα μεγέθη, τα οποία διευκολύνουν την παρακολούθηση της ρευστότητας των τραπεζών και των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα:
Καθαρές και ακαθάριστες ροές (άμεσης και έμμεσης) χρηματοδότησης 2020-2021
Το 2020 η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς τις Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις (ΜΧΕ) ανήλθε σε 16,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 10,2 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και 6,2 δισ. ευρώ προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021 η ακαθάριστη ροή ανήλθε σε 5,6 δισ. ευρώ, κατανεμημένη κατά 3,3 και 2,3 δισ. ευρώ προς μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντίστοιχα.
Με βάση τα ανωτέρω, το 2021 παρατηρείται μικρή αύξηση στο ποσοστό της ακαθάριστης ροής χρηματοδότησης που κατευθύνθηκε προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έναντι εκείνων μεγάλου μεγέθους, αν και σε απόλυτα μεγέθη οι τελευταίες υπερτερούν, τάση που παρατηρείται διαχρονικά και διεθνώς.
Αν συνυπολογίσουμε και τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις, η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες ανήλθε συνολικά σε 17,4 δισ. ευρώ το 2020 και σε 6 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.
Σημαντική συμβολή στην ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, είχαν τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), καθώς συνεισέφεραν περίπου 6,5 δισ. ευρώ το 2020 και 1,3 δισ. ευρώ την περίοδο Ιαν.-Αυγ. του 2021, αλλά και εκείνα διεθνών οργανισμών όπως του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) τα οποία συνεισέφεραν, είτε μέσω του τραπεζικού συστήματος είτε με απευθείας χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις συνολικά περίπου 2,5 δισ. ευρώ το 2020 και περίπου 1,9 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.
Το εναπομένον ποσό νέας χρηματοδότησης που χορηγήθηκε απευθείας από τις τράπεζες (δηλαδή χωρίς τη συνδρομή χρηματοδοτικών εργαλείων άλλων φορέων) ανήλθε σε περίπου 9,9 δισ. ευρώ το 2020 και σε περίπου 3,8 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.
Επίσης, ως χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις (όχι όμως τραπεζική) μπορούμε να εκλάβουμε και τα κεφάλαια που δόθηκαν στο πλαίσιο της επιστρεπτέας προκαταβολής τα οποία ανήλθαν σε 5,5 δισ. ευρώ το 2020 και 2,8 δισ. ευρώ το 2021.
Συνολικά, η ακαθάριστη χρηματοδότηση προς τις ΜΧΕ από διάφορες πηγές (τραπεζικές και μη) ανήλθε σε 24,4 δισ. ευρώ το 2020 και σε 9,8 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021.
Επιπλέον από τα ποσά αυτά, οι επιχειρήσεις άντλησαν από τις αγορές εταιρικών ομολόγων (διεθνείς και εγχώριες) 1.3 δισ. ευρώ το 2020 και 3 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.
Τέλος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι επιχειρήσεις άντλησαν το 2020 επιπλέον 1,1 δισ. ευρώ υπό μορφή equity financing, κυρίως από Άμεσες Ξένες Επενδύσεις.
Για το 2021 δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία του equity financing παρά μόνο για το πρώτο τρίμηνο.
Κατά συνέπεια, η συνολική χρηματοδότηση των εταιριών από τράπεζες, Δημόσιο και κεφαλαιαγορές ανήλθε σε 26,8 δισ. ευρώ για το 2020 (16% του ΑΕΠ) και πάνω από 12,8 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.
Τέλος, η χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά παραμένει αδύναμη (με τις ακαθάριστες ροές να ανέρχονται σε 1,5 και 1,1 δισ. ευρώ το 2020 και το οκτάμηνο του 2021 αντίστοιχα) αν και κατά το 2021, με βάση τις (ακαθάριστες) μέσες μηνιαίες ροές χρηματοδότησης, παρατηρείται μία τάση μικρής ενίσχυσης. Όσον αφορά στις καθαρές ροές χρηματοδότησης, αυτές παρέμειναν και το 2021 σε αρνητικό έδαφος.
Η επιβράδυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις το 2021
Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις σημείωσε σημαντική επιτάχυνση κατά τη διάρκεια του 2020, αντανακλώντας την ενίσχυση τόσο της ζήτησης (λόγω των έκτακτων αναγκών ρευστότητας που δημιούργησε η πανδημία) όσο και της προσφοράς τραπεζικών δανείων, η οποία υποβοηθήθηκε από τα προγράμματα χρηματοδότησης της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ).
Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τις ΜΧΕ επιταχύνθηκε σε διψήφιο ποσοστό το 2020 (σε 10% περίπου), το οποίο διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 2021, ενώ έκτοτε, και μέχρι το τέλος Αυγούστου του 2021 επιβραδύνεται (Αύγουστος 2021: 3,2%).
Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021, η καθαρή ροή χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ, ήταν ελαφρώς αρνητική (-90 εκατ. ευρώ έναντι θετικής ροής 6,7 δισ. ευρώ συνολικά το 2020 και 1,9 δισ. ευρώ το 2019). Η μείωση της καθαρής ροής το 2021 οφείλεται, μεταξύ άλλων:
στη λήξη της αναστολής πληρωμών χρεολυσίων μετά το τέλος του 2020 (για το μεγαλύτερο μέρος των δανείων που είχαν τεθεί σε αναστολή) καθώς, στο βαθμό που αυτά επανήλθαν σε κανονική ή μερική εξυπηρέτηση, σταμάτησαν να επιδρούν αυξητικά στην καθαρή ροή και τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής των πιστώσεων,
στο γεγονός ότι το 2021 ήταν πλέον διαθέσιμοι λιγότεροι πόροι από τα προγράμματα της ΕΑΤ μετά την ικανοποιητική απορρόφησή τους το 2020,
στην αποκλιμάκωση της ζήτησης για δάνεια καθώς πολλές επιχειρήσεις διαθέτουν αυξημένο επίπεδο ρευστότητας, κυρίως λόγω των μέτρων στήριξης αλλά και της ανάκαμψης των ταμιακών τους ροών τους τελευταίους μήνες, ενώ οι μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων και από τις αγορές,
στην επιφυλακτική πολιτική των τραπεζών για χορήγηση νέων δανείων λόγω μιας σειράς παραγόντων, όπως:
του πιστωτικού κινδύνου (εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκύπτει από την πανδημία, του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και του κινδύνου εμφάνισης νέων ενόψει της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης),
της αβεβαιότητας που διαγράφεται ως προς την εξέλιξη του πληθωρισμού διεθνώς και της επίπτωσής του στο κόστος δανεισμού,
της επίπτωσης του νέου δανεισμού στην κεφαλαιακή επάρκεια, και της καταγραφής ικανοποιητικών αποδόσεων από εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές (όπως κρατικά και εταιρικά ομόλογα).
Η στενότητα χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων
Αν και αυξήθηκε το μερίδιο της χρηματοδότησης που κατευθύνθηκε προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το 2021, σε απόλυτα μεγέθη οι μεγάλες επιχειρήσεις συνέχισαν να αντλούν συνολικά υψηλότερα ποσά.
Συγκεκριμένα, προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (οι οποίες ορίζονται ως επιχειρήσεις με 0 έως 249 εργαζόμενους και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στη χώρα) κατευθύνθηκε περίπου το 41% της ακαθάριστης ροής του 2021.
Τα ποσοστά αυτά, υπολείπονται της συνεισφοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία σε όρους προστιθέμενης αξίας, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν το 63,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο της τραπεζικής πίστης που διοχετεύεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν απέχει σημαντικά από εκείνο που παρατηρείται και σε άλλες οικονομίες διεθνώς.
Σύμφωνα με μελέτες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη συνολική χρηματοδότηση του τραπεζικού τομέα ανερχόταν το 2018 σε 30,4% για τις χώρες μεσαίου εισοδήματος και σε 52,5% για τις χώρες υψηλού εισοδήματος).
Βέβαια, το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνεισφέρουν πολύ περισσότερο στην απασχόληση (88% έναντι 67% στην ΕΕ-27), καθώς είναι επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, θα δικαιολογούσε υψηλότερα ποσοστά τραπεζικού δανεισμού από τα σημερινά.
Όμως οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από υψηλότερο κίνδυνο.
Ενδεικτικά, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι διαχρονικά πολλαπλάσια υψηλότερο από το αντίστοιχο των μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεων.
Συνεπώς, λόγω του υψηλού πιστωτικού κινδύνου, ακόμη και όταν οι επιχειρήσεις αυτές πληρούν τα κριτήρια τραπεζικού δανεισμού, το κόστος δανεισμού είναι υψηλό και επιχειρηματικά ασύμφορο.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι οι ρυθμοί χρηματοδότησης προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις επιταχύνθηκαν σημαντικά από τα μέσα του 2020 και μετά όταν μέσω των προγραμμάτων της ΕΑΤ υπήρξε επιμερισμός του κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου.
Ο επιμερισμός κινδύνου αυξάνει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση δανείων καθώς σημαίνει ότι αφενός οι τράπεζες αναλαμβάνουν μικρότερο ρίσκο λόγω των εγγυήσεων του Δημοσίου, αφετέρου οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
Χρήσιμα στοιχεία για τις συνθήκες χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αντλούνται και από την τακτική έρευνα πεδίου SAFE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ένα σημαντικό ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δήλωσε ότι εν γένει δεν προσφεύγει σε τραπεζικά δάνεια με το 17% εξ αυτών να το αποδίδουν στην έλλειψη διαθεσιμότητας τραπεζικής πίστης.
Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό (25% περίπου τα τελευταία έτη) δηλώνει ότι δεν έχει επιχειρήσει να προσφύγει σε τραπεζικό δανεισμό καθώς χρηματοδοτεί τις ανάγκες του μέσω εσωτερικής χρηματοδότησης.
Ως προς τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης, χρήσιμα στοιχεία αντλούνται και από την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδος (Bank Lending Survey).
Με βάση την έρευνα αυτή, η ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις αυξήθηκε τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2021 αλλά λιγότερο έντονα από ό,τι το 2020, ενώ, από την πλευρά της προσφοράς, τα πιστοδοτικά κριτήρια των τραπεζών παρέμειναν σταθερά και οι όροι των επιχειρηματικών δανείων σημείωσαν μικρή βελτίωση.
Συνθήκες ρευστότητας (τράπεζες και ιδιωτικός τομέας)
Τα επίπεδα ρευστότητας τόσο των τραπεζών όσο και της οικονομίας γενικότερα διατηρούνται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξηθεί από το Μάρτιο του 2020 (μέχρι και τον Αύγουστο του 2021) κατά 29,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 14 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρήσεις και 15,6 δισ. ευρώ νοικοκυριά (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις).
Η αύξηση των καταθέσεων, που οφείλεται στα δημοσιονομικά και άλλα μέτρα στήριξης (όπως, η επιστρεπτέα προκαταβολή μέσω της οποίας χορηγήθηκαν 8,3 δισ. ευρώ, επιδόματα ενίσχυσης του εισοδήματος των νοικοκυριών, η αναστολή καταβολής δανειακών και άλλων υποχρεώσεων) αλλά και σε λόγους πρόνοιας έναντι μελλοντικών αναγκών, αντανακλάται στη σημαντική αύξηση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα σε περίπου 16% του ΑΕΠ από 6% το 2019.
Αν αναλογιστούμε ότι το επίπεδο των επενδύσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχεται σε περίπου 9,5%, έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό πλεόνασμα ρευστότητας μέσω του οποίου μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα σημαντικό ύψος νέων επενδύσεων χωρίς απαραίτητα την ανάγκη προσφυγής σε τραπεζικό δανεισμό.
Επίσης, σημαντική βελτίωση καταγράφεται και στον καθαρό χρηματοοικονομικό πλούτο των νοικοκυριών, ο οποίος αυξήθηκε κατά 25 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 και ανήλθε σε 185,5 δισ. ευρώ το α’ τρίμηνο του 2021.
Τέλος, η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα ανήλθε στο τέλος Αυγούστου σε 46,9 δισ. ευρώ (από 7,7 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019).
Σημαντικό μέρος της διαθέσιμης ρευστότητας των τραπεζών (περίπου 37 δισ. ευρώ, εξαιρουμένων των περίπου 2 δισ. ευρώ που αποτελούν υποχρεωτικά διαθέσιμα) είναι κατατεθειμένο στην Τράπεζα της Ελλάδος και επιβαρύνεται με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο.
Κεφαλαιακή επάρκεια και ποιότητα χαρτοφυλακίου τραπεζών
Η πιστωτική επέκταση των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κεφαλαιακή επάρκεια και την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των δανείων τους.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα (π.χ. Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών – CET1: 12,5% και 10,6% ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9 / IFRS 9)) και διατηρείται άνω των ελάχιστων εποπτικών ορίων.
Υπολείπεται ωστόσο του μέσου ευρωπαϊκού όρου (περίπου 15%), ενώ πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.
Μάλιστα, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), ενώ ως γνωστόν, η μείωση των ΜΕΔ επηρεάζει αρνητικά τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, δηλαδή η ανάγκη για μείωση των ΜΕΔ ουσιαστικά “καίει” κεφάλαια.
Ανάγκες για κεφάλαια δημιουργεί επίσης η πιστωτική επέκταση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα εποπτικής ευελιξίας που εφαρμόζονται ακόμα λόγω της πανδημίας κάποια στιγμή θα αρθούν, σε συνδυασμό με την ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας και της συνέχισης της πολιτικής μείωσης των ΜΕΔ, οι τράπεζας θα πρέπει να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους.
Είναι θετικό ότι οι τράπεζες ήδη κινούνται με επιτυχία προς την κατεύθυνση αυτή αντλώντας κεφάλαια μέσω αυξήσεων κεφαλαίου και έκδοσης τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών εμφανίζει βελτίωση, ωστόσο οι ισολογισμοί των τραπεζών συνεχίζουν να επιβαρύνονται με υψηλό απόθεμα ΜΕΔ (και η οικονομία γενικότερα με υψηλότερο απόθεμα αν λάβουμε υπόψη και τα ΜΕΔ που έχουν μεταφερθεί εκτός τραπεζικού συστήματος), ενώ, λόγω των μέτρων στήριξης (Πολιτείας και τραπεζών μέσω ρυθμίσεων και προγραμμάτων διευκόλυνσης), δεν έχει ακόμα αποτυπωθεί επαρκώς η επίπτωση της πανδημίας στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Όσον αφορά τα ΜΕΔ, συνεχίστηκε και το 2021 η μείωσή τους μέσω του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων, γνωστού με την ονομασία “Ηρακλής”.
Το απόθεμα παραμένει ωστόσο υψηλό (περίπου 29 δισ. ευρώ εκ των οποίων 19 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρηματικά δάνεια). Ο δείκτης ΜΕΔ ανέρχεται σε περίπου 20%, πολλαπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού όρου, με το τραπεζικό σύστημα να εκτιμά μείωσή του σε μονοψήφιο επίπεδο μέχρι το τέλος του 2022.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 40% περίπου των ΜΕΔ και το 9% των εξυπηρετούμενων δανείων τελούν υπό κάποιο καθεστώς ρύθμισης. Επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που εμφάνισαν καθυστέρηση στο παρελθόν και τέθηκαν σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
Επίσης, στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου 2 και 3 βάσει του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 κατατάσσονται περίπου το 13% και 20% αντίστοιχα των δανείων, ενώ, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ τελούν υπό κάποιο είδος προστασίας/διευκόλυνσης πληρωμών (π.χ. πρόγραμμα Γέφυρα, προγράμματα step-up των τραπεζών). Με μεγάλη πιθανότητα ένα μέρος των δανείων αυτών θα καταγραφεί ως ΜΕΔ όταν αρθούν τα μέτρα στήριξης.