Τι αναφέρει η 12η έκθεση για τις ελληνικές τράπεζες
Στα 29,4 δισ. ευρώ από 68,5 δισ. στο τέλος του 2019, έριξαν οι τιτλοποιήσεις τα «κόκκινα» δάνεια στο τέλος Ιουνίου 2021. Τα νέα «κόκκινα» δάνεια της πανδημίας θα φανούν το 2022. «Σιωπηρή» η ζήτηση για νέα δάνεια, καθώς οι επιχειρήσεις δημιούργησαν buffer ρευστότητας τα προηγούμενα τρίμηνα.
O πλήρης αντίκτυπος της πανδημίας στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών θα φανεί μέσα στο 2022, καθώς ο κίνδυνος μιας σημαντικής επιδείνωσης στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών από τη λήξη των μορατόριουμ δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι στιγμής.
Ποια δάνεια ξαναέγιναν «κόκκινα»
Όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας που δημοσίευσε χθες στο πλαίσιο της 12ης αξιολόγησης της χώρας, ποσοστό 7% των δανείων που είχαν μπει σε καθεστώς αναστολής ξαναγίνονται κόκκινα. Πρόκειται για ποσοστό χαμηλότερο των αρχικών ανησυχιών, το οποίο, όμως, δεν κρίνει και το τελικό μέγεθος των νέων κόκκινων δανείων της πανδημίας που θα φανεί το 2022. Αυτό διότι η ομαλή αποπληρωμή των δανείων υποστηρίζεται τώρα από τα προγράμματα επιδότησης «Γέφυρα» 1 και 2, και τα προγράμματα «step up» των τραπεζών.
Τα αποτελέσματα από το «Γέφυρα» και τον «Ηρακλή»
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, στο πρόγραμμα «Γέφυρα 1» επιλέξιμοι κρίθηκαν 101.962 οφειλέτες, με δάνεια 8,6 δισ. ευρώ, τα οποία σε ποσοστό 86,6% ήταν εξυπηρετούμενα. Οι Αρχές ενέκριναν τρίμηνη παράταση του προγράμματος για να διευκολύνουν την ομαλή μετάβαση στην αποπληρωμή δανείων δανειοληπτών που επλήγησαν από την πανδημία.
Στο «Γέφυρα 2» υποβλήθηκαν 40.315 αιτήσεις και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου μόνο 13.787 κρίθηκαν επιλέξιμες. Αυτές αντιστοιχούν σε δάνεια 6,7 δισ. ευρώ, κατά 86% εξυπηρετούμενα.
Η Έκθεση της Κομισιόν επισημαίνει τη μεγάλη μείωση των κόκκινων δανείων που πέτυχαν οι ελληνικές τράπεζες μέσω των τιτλοποιήσεων (πρόγραμμα «Ηρακλής») μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όπως αναφέρει, το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2022, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν επιτύχει τον μονοψήφιο δείκτη NPE.
Χάρη στις συναλλαγές τιτλοποιήσεων, στο τέλος Ιουνίου 2021 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε δραστικά στο 20,3% από 30,1% στο τέλος του 2020 και 40,6% στο τέλος του 2019. Ο δείκτης NPE παραμένει, ωστόσο, ο υψηλότερος στην ευρωζώνη. Η μείωση του δείκτη αντιστοιχεί σε μείωση του αποθέματος NPE από 68,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 και 47,2 δισ. στο τέλος του 2020, σε 29,4 δισ. τον Ιούνιο του 2021.
Εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων
Αναφορικά με τις εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, η Έκθεση αναφέρει ότι τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες συνέχισαν να καταγράφουν στο β΄ τρίμηνο 2021 καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό και στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο δανείων.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, το σημαντικού μεγέθους ξεκαθάρισμα των τραπεζικών ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επιβαρύνει τα κεφάλαια των τραπεζών, αυτά, όμως, υποστηρίζονται από τις δράσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης που υλοποιούν οι τράπεζες. Στο τέλος του β΄ τριμήνου 2021 ο μέσος δείκτης βασικών εποπτικών CET 1 και ο δείκτης συνολικής επάρκειας σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 12,5% και 15% αντίστοιχα (από 13,6% και 15,6% το προηγούμενο τρίμηνο). Η επιτυχής ολοκλήρωση κεφαλαιακής ενίσχυσης 800 εκατ. ευρώ από μία συστημική τράπεζα (σ.σ. Alpha Bank) στις αρχές Ιουλίου και μία ακόμη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στις αρχές Μαΐου (σ.σ. Τράπεζα Πειραιώς), καθώς και μια σειρά επόμενων κεφαλαιακών δράσεων, θα επιτρέψουν στις ελληνικές συστημικές τράπεζες να προχωρήσουν τη στρατηγική τους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, αυτές οι προσπάθειες θα διευκολυνθούν περαιτέρω από την πρόσφατη υιοθέτηση νομοθετικής τροποποίησης για την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, η οποία παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στις τράπεζες για να προχωρήσουν σε πωλήσεις και τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από τις χαμηλότερες στην ΕΕ η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών
Η Έκθεση αναφέρει ότι, αν και υψηλότερα των κανονιστικών απαιτήσεων, η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. Η χαμηλή ποιότητα κεφαλαίων παραμένει εστία προβληματισμού λόγω της υψηλής συμμετοχής κεφαλαίων από αναβαλλόμενο φόρο, η οποία έφτασε στο 74% των κεφαλαίων του δείκτη CET1 το β΄ τρίμηνο 2021 από 59% στο τέλος του 2020.
Νέα δάνεια
Στο σκέλος των νέων δανείων, η Έκθεση αναφέρεται στην επιβράδυνση των καθαρών εισροών νέων δανείων στον επιχειρηματικό τομέα. Τον Σεπτέμβριο του 2021 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καθαρών νέων εισροών στις επιχειρήσεις υποχώρησε στο 2,8% από 6,7% τον Απρίλιο και 10% τον Δεκέμβριο 2020, κυρίως εξαιτίας της πτώσης των εισροών στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα νοικοκυριά παραμένει αρνητικό (-2,7%), σχεδόν αμετάβλητο το τελευταίο 12μηνο.
Η ανωτέρω πτωτική τάση για τις νέες καθαρές χρηματοδοτήσεις στις επιχειρήσεις σε σχέση με το προηγούμενο έτος οφείλεται στον θετικό αντίκτυπο που είχαν στα νούμερα του 2020 τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα για τη στήριξη των επιχειρήσεων από τις επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19 (ΤΕΠΙΧ, Εγγυοδοτικό). Στο τέλος Αυγούστου 2021 οι εγγυήσεις που είχαν δοθεί με το Εγγυοδοτικό της ΕΑΤ ανέρχονταν σε 1,7 δισ. ευρώ και καμία δεν έχει αναφερθεί ότι κατέπεσε. Στους πρώτους 8 μήνες του 2021, οι εκταμιεύσεις από τα δύο προγράμματα της ΕΑΤ ανήλθαν σε 1,3 δισ. έναντι των 6,4 δισ. για το σύνολο του 2020.
Ο προϋπολογισμός των σχημάτων αυτών αρχίζει σταδιακά να εξαντλείται, καθώς περισσότερο στοχευμένα προγράμματα παίρνουν τη θέση τους.
Σύμφωνα με την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι εξελίξεις στο μέτωπο της ροής πιστοδοτήσεων αντανακλούν μία σιωπηρή πιστωτική ζήτηση, καθώς οι επιχειρήσεις μπορούν να βασιστούν στα buffers ρευστότητας που έχουν δημιουργήσει τα προηγούμενα τρίμηνα. Η τρέχουσα εικόνα επηρεάζεται επίσης από τις μεγάλες αποπληρωμές δανείων κάποιων από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι οποίες αντικαθιστούν τον τραπεζικό δανεισμό με φθηνότερη χρηματοδότηση μέσω εκδόσεων εταιρικών ομολόγων.
Αναφορικά με το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, υποχώρησε οριακά τον Σεπτέμβριο (2,7% συγκρινόμενο με 3% στο τέλος του 2020) και παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και σημαντικά χαμηλότερο από το κόστος δανεισμού των ανωνύμων εταιρειών (5,1%) ή των νοικοκυριών (4,9%).