Πώς θα αντιδράσουν οι τράπεζες, τα Ταμεία και τα hedge funds, στις αποφάσεις του πρόσφατου Eurogroup
Με παζλ για δυνατούς λύτες παρομοιάζουν τραπεζικοί κύκλοι το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο αποφάσισε το τελευταίο Eurogroup ως ένα από τα μέτρα για να καταστεί το χρέος της χώρας μας βιώσιμο.
Πρόκειται για τίτλους συνολικού ύψους 62 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 30 δισ. ευρώ βρίσκονται σε χαρτοφυλάκια ξένων τραπεζών και funds, τα 17 δισ. ευρώ διακρατούνται από εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, τα 13 δισ. ευρώ από τα ασφαλιστικά ταμεία και τα 2 δισ. ευρώ από ιδιώτες που συμμετείχαν στο PSI του περασμένου Φεβρουαρίου.
Όπως έχει διαρρεύσει, η τιμή επαναγοράς δεν θα είναι υψηλότερη του 35% της ονομαστικής αξίας των τίτλων. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος που θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα θα έχει υποστεί μαζί με την πρώτη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, συνολικό «κούρεμα» της τάξης του 75%.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος θα θελήσει να αποχωριστεί σήμερα τους τίτλους του, «κλειδώνοντας» αυτές τις ζημιές και χάνοντας οποιαδήποτε προοπτική κερδών στο μέλλον, την οποία θα διατηρήσουν όσοι δεν πουλήσουν σε αυτή τη φάση.
Ακόμη και τα hedge funds, που αγόρασαν χαμηλά, ακόμη και στις 14 μονάδες βάσης, ενδεχομένως να μην έχουν λόγο να ρευστοποιήσουν τις θέσεις τους στην παρούσα φάση, αναμένοντας βελτίωση της προοπτικής βιωσιμότητας του χρέους μετά τη νέα αναδιάταξή του.
Τι θα πράξουν οι τράπεζες
Σε κάθε περίπτωση, το δίλημμα είναι μεγάλο για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αναμένεται να δώσουν το επόμενο διάστημα την ύστατη μάχη για την αύξηση των πιθανοτήτων διατήρησης του ιδιωτικού τους χαρακτήρα.
Όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων είναι το τελευταίο τους διαπραγματευτικό χαρτί για την σημαντική μείωση του «λογαριασμού» της ανακεφαλαιοποίησης.
Με δεδομένο ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους τίτλους 14 δισ. ευρώ, η συμμετοχή τους για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος είναι κρίσιμης σημασίας.
Τα μειονεκτήματα
Μπορεί με την πώληση του συνόλου των ομολόγων τους να περιορίζουν κατά περίπου 1 δισ. ευρώ τις κεφαλαιακές τους ανάγκες, ωστόσο η επιλογή αυτή έχει σοβαρά μειονεκτήματα:
Πρώτον, θα χάσουν οριστικά την προοπτική επανάκτησης του 100% της αξίας των τίτλων που κατέχουν.
Δεύτερον, εγκαταλείπεται οριστικά η ιδέα περιορισμού των κεφαλαιακών τους αναγκών σήμερα με την εγγύηση των ομολόγων που κατέχουν στο 100% της αξίας τους από το EFSF ή το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Τρίτον, σε περίπτωση βελτίωσης του κλίματος για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, θα απωλέσουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των αναμενόμενων κερδών από την άνοδο των τιμών των ομολόγων. Τα κέρδη αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επιστροφή των κεφαλαίων που θα λάβουν από το ΤΧΣ, προς την κατεύθυνση σταδιακού επανελέγχου των τραπεζών.
Παζάρι για λύση
Τραπεζικοί κύκλοι δεν αποκλείουν το επόμενο διάστημα να επέλθει κάποιου είδους συμβιβασμός με την Τρόικα.
Στόχος είναι να βρεθεί μία λύση που από τη μία πλευρά θα βοηθά για την επίτευξη του στόχου μείωσης του χρέους και από την άλλη θα μειώνει τις αποτιμητικές ζημιές από τα ομόλογα σε ικανοποιητικό βαθμό.
Έτσι, οι τράπεζες θα μπορούσαν να συμμετάσχουν μερικώς στο πρόγραμμα επαναγοράς με αντάλλαγμα την εγγύηση του 100% της αξίας των τίτλων που θα παραμείνουν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Υπό προϋποθέσεις, με τον τρόπο αυτό τα ίδια κεφάλαιά τους είναι δυνατό να επανέλθουν σε θετικό έδαφος, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης.