Ψευδοδίλημμα χαρακτηρίζει σε ανάλυσή της η Eurobank την ανάγκη για λιτότητα ή τις γνώμες υπέρ της ανάπτυξης, σημειώνοντας ότι στο εξωτερικό σχεδόν κανείς δεν υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει τώρα τα περιθώρια να απαλύνει τους όρους του προγράμματος.
Η μελέτη της τράπεζας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για λόγους τόσο εσωτερικής δομής του προγράμματος, όσο και μίας σειράς δυσκολιών που παρουσιάσθηκαν κατά την εκτέλεση, το βάρος έπεσε στο πρώτο σκέλος, με αποτέλεσμα, πρώτον, μία βαθύτερη του αναμενόμενου ύφεση και, δεύτερον, μία καθυστέρηση στην θέσπιση των αλλαγών που είναι απαραίτητες για την έξοδο από την κρίση και, κυρίως, για την επιβίωση, στο μέλλον, της ελληνικής οικονομίας στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα.
Η μελέτη, αφού κάνει μία σύντομη περιγραφή της δομής και των στόχων του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, αναλύει, αφ’ ενός μεν, τον σχετικό ρόλο και τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, αφ’ ετέρου δε, τον σχετικό ρόλο και συνέπειες των διαρθρωτικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων.
Η Eurobank υπογραμμίζει πάντως ότι τώρα που η δημοσιονομική προσαρμογή φθάνει προς το τέλος της, θα πρέπει οι ελληνικές αρχές να επαυξήσουν τις προσπάθειες που καταβάλλουν στο σκέλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Στη συνέχεια, η μελέτη προβαίνει σε μία ανάλυση των επιπτώσεων της αύξησης του κρατικού δανεισμού την περασμένη δεκαετία επί της γενικής δομής της ελληνικής οικονομίας, και υποστηρίζει ότι ο δανεισμός, όχι μόνο επέτεινε τις ήδη υπάρχουσες δομικές αδυναμίες της οικονομίας, αλλά λειτούργησε και ως εργαλείο ενδυνάμωσης της εσωστρέφειας.
Αυτό σύμφωνα με τη Eurobank οδήγησε σε ένα βιοτικό επίπεδο ριζικά ασύμβατο με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Ο μετασχηματισμός της οικονομίας
Ακολουθεί το συμπέρασμα του συγγραφέως ότι, προκειμένου η χώρα να επανακτήσει, αλλά σε στέρεες βάσεις, το επίπεδο ευμάρειας στο οποίο είχε μάθει μέχρι το 2009, και – κυρίως – να τεθεί εκ νέου σε κίνηση η διαδικασία σύγκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήματος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα πρέπει να αυξήσει κατά περίπου μιάμιση φορά τα έσοδά της από εξαγωγικές δραστηριότητες (αγαθά και υπηρεσίες).
Πρόκειται για έναν τεράστιο μετασχηματισμό της οικονομίας, κάτι που η συνεχής ενασχόληση με τον προϋπολογισμό και τα δημοσιονομικά τείνει να επισκιάσει, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, όσο και σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου.
«Αυτή η έμφαση στα δημοσιονομικά εμφιλοχώρησε σε κάθε γωνιά του προγράμματος, με αποτέλεσμα δυστοκίες και καθυστερήσεις στο διαρθρωτικό σκέλος να επιχειρείται να αντισταθμισθούν με εντονότερες παρεμβάσεις στο σκέλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλοιώνοντας το αρχικό μίγμα πολιτικής του προγράμματος» αναφέρεται στην ίδια ανάλυση.
Απώτερο αποτέλεσμα ήταν να πλήττονται ακόμα και δραστηριότητες φιλικές προς την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη, όπως το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (μέσω των περικοπών που υφίσταται) και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις (μέσω των καθυστερήσεων στην επιστροφή του ΦΠΑ).
Όμως, η Eurobank σημειώνει ότι με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό, το βάρος του προγράμματος προσαρμογής τώρα πλέον πέφτει σχεδόν αποκλειστικά στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων.
«Παρ’ όλες τις καθυστερήσεις, θα πρέπει τώρα να γίνει μία επαναξιολόγηση όλων των διαρθρωτικών μέτρων και μία επανιεράρχησή των, ευθυγραμμίζοντας και προσαρμόζοντας όλες τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις πολιτικές δαπανών του Κράτους, στις ανάγκες επίτευξης τού υπ’ αριθμόν ένα στόχου, που είναι η δραστική αύξηση των εσόδων από εξαγωγικές δραστηριότητες» σημειώνει χαρακτηριστικά η τράπεζα.