Πλήθος σεναρίων και φημών πυροδότησε η δεύτερη στα τελευταία δέκα χρόνια προσπάθεια συγχώνευσης της Εθνικής Τράπεζας με την Alpha Bank, που οδηγήθηκε σε ναυάγιο αργά το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, μετά την απόρριψη της πρότασης της Εθνικής από τo ΔΣ της Alpha Bank για την μεταξύ τους συγχώνευση.
Μετά την σχετική ανακοίνωση απόρριψης της πρότασης της Εθνικής Τράπεζας από το ΔΣ της Alpha Bank και μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής δεν έχει υπάρξει κάποια άλλη επίσημη αντίδραση ή νέες ανακοινώσεις από μέρους της μίας ή της άλλης τράπεζας.
Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν τραπεζίτες και οικονομικοί αναλυτές, η πρόταση αυτή εκτιμάται ότι θα επιταχύνει τις γενικότερες εξελίξεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, με όλα τα ενδεχόμενα και τα σενάρια εξαγορών και συγχωνεύσεων μεταξύ των μεγάλων τραπεζικών ομίλων να παραμένουν ανοικτά.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι αμέσως μετά την απόρριψη της σχετικής πρότασης από την Alpha Bank, πληροφορίες αναφέρουν ότι από πλευράς Εθνικής Τράπεζας υπήρξε έκπληξη για την απόφαση αυτή. Από την πλευρά της Εθνικής αναφέρεται ότι η νέα ισχυρή τράπεζα που θα προέκυπτε από την συγχώνευση θα συγκαταλεγόταν μεταξύ των πέντε ισχυρότερων κεφαλαιακά τραπεζών της Ευρώπης και θα έδινε τη δυνατότητα απευθείας πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά, με συνέπεια την απεξάρτηση από τρίτους. Με απώτερο αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σε μια εποχή όπου το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει ζητήματα ρευστότητας λόγω των επιπτώσεων της δημοσιονομικής κρίσης.
Επίσης, σύμφωνα με στελέχη της Εθνικής, η πρόταση ήταν προς το συμφέρον των μετόχων της Alpha Bank, καθώς έδινε πολύ υψηλό premium, ακόμη και για ευρωπαϊκά δεδομένα. “Η αβεβαιότητα που η τρέχουσα συγκυρία δημιουργεί η πρόταση”, λόγος που επικαλέσθηκε η Alpha Bank, στην ανακοίνωση της που απέρριψε την πρόταση, σύμφωνα πληροφορίες από την Εθνική, ήταν ακριβώς το επιχείρημα για το οποίο η συγχώνευση θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Ενώ επισημαίνεται επίσης ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν υπήρξαν ενδείξεις από πλευράς της Alpha Bank για την μη επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος.
Ιστορική αναδρομή – Σύνδεση με το σήμερα
Εν αναμονή των οποιονδήποτε εξελίξεων στο εγχώριο τραπεζικό τομέα, γυρνάμε το ρολόι του χρόνου στο Φεβρουάριο του 2000, προκειμένου μεταξύ άλλων να αντλήσουμε συμπεράσματα για το σήμερα.
Μια ιστορική αναδρομή για το που βρισκόταν έντεκα χρόνια πριν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ακριβώς μετά από μια περίοδο μεγάλων κινήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί στην τραπεζική σκακιέρα και είχαν δημιουργήσει το νέο τραπεζικό χάρτη της χώρας, που από τότε παραμένει επί της ουσίας αναλλοίωτος.
Επιτελικά στελέχη μεγάλων τραπεζών σε συνεργασία με εξειδικευμένα στελέχη εταιριών συμβούλων επιχειρήσεων βρισκόντουσαν εκείνη την χρονική περίοδο σε έναν αγώνα δρόμου ώστε να ολοκληρωθεί η ενοποίηση δικτύων τραπεζών, τον έλεγχο των οποίων είχαν αποκτήσει στη διάρκεια των προηγούμενων δύο ετών.
Πιο συγκεκριμένα, η Alpha Bank, βρισκόταν ακόμη στη φάση ολοκλήρωσης της ενοποίησης με την Ιονική Τράπεζα. Αμέσως μετά την εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου της Ιονικής Τράπεζας από την Εμπορική, το Μάρτιο του 1999, η διοίκηση της Alpha Τράπεζας Πίστεως με επικεφαλής τον Γιάννη Κωστόπουλο είχε ξεκινήσει τις εργασίες πλήρους συγχώνευσης των δύο τραπεζικών ομίλων οι είχαν προγραμματισθεί να ολοκληρωθούν τον Μάρτιο του 2000. H νέα Αlpha Τράπεζα Πίστεως, όπως ήταν τότε η επωνυμία της, θα είχε δίκτυο 450 καταστημάτων και μερίδιο αγοράς όσον αφορά το Ενεργητικό που θα προσέγγιζε το 20% και θα κατείχε τη δεύτερη θέση μετά την Εθνική Τράπεζα.
Η διοίκηση της Eurobank αλλά και ο προσωπικά ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Νικόλαος Νανόπουλος, είχαν θέσει το στοίχημα της επιτυχούς ολοκλήρωσης της συγχώνευσης με την Τράπεζα Εργασίας, τον έλεγχο της οποίας απέκτησε το 1999. Υπήρχε άλλωστε η σχετική εμπειρία καθώς είχαν προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια η συγχώνευση με την Interbank, την Τράπεζα Αθηνών και την Τράπεζα Κρήτης που είχαν δώσει στα ανώτατα στελέχη της τράπεζας την απαραίτητη εμπειρία για την επιτυχή ολοκλήρωση της νέας, τότε, συγχώνευσης.
Ταυτόχρονα, ο Όμιλος Λάτση έκανε την έκπληξη καθώς με δηλώσεις του στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 2000, ο κ. Νανόπουλος εξέφραζε το ενδιαφέρον της Eurobank για τη συμμετοχή της στις διαδικασίες για την απόκτηση του 10% της Εμπορικής Τράπεζας αλλά και γενικότερα για τις προοπτική συνεργασίας των δύο τραπεζών. Το γεγονός αυτό είχε εκτιμηθεί ότι μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για την εκδήλωση ενδιαφέροντος για την Εμπορική και από άλλους μεγάλους τραπεζικούς ομίλους, αν και το αρχικό τουλάχιστον σχέδιο της διοίκησης της τελευταίας ήταν η αναζήτηση ξένου στρατηγικού επενδυτή. Η “μάχη” της Εμπορικής είχε αρχίζει νωρίτερα από ό,τι είχε προβλεφθεί, για να περάσει αρκετά αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του νέου αιώνα στον γαλλικό τραπεζικό όμιλος της Credit Agricole.
Η τράπεζα του Ομίλου Λάτση πάντως με την ολοκλήρωση της συγχώνευσης της με την Εργασίας θα επιτύγχανε κάτι σημαντικό: από μια μικρή τράπεζα που ιδρύθηκε το 1991 – το 1996 είχε δίκτυο μικρότερο των δέκα καταστημάτων – θα μετεξελισσόταν στον τρίτο ισχυρότερο τραπεζικό όμιλο με περίπου 330 καταστήματα και μερίδιο αγοράς όσον αφορά το ενεργητικό περίπου 11%, έχοντας τότε στρατηγικό σύμμαχο έναν από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους σε παγκόσμιο επίπεδο, την Deutshe Bank.
Ο Όμιλος της Τράπεζας Πειραιώς, με επικεφαλής τον Μιχάλη Σάλλα, βρισκόταν εκείνη την εποχή μπροστά στο δύσκολο αλλά φιλόδοξο σχέδιο της ταυτόχρονης σχεδόν συγχώνευσης τριών τραπεζικών ιδρυμάτων: της Τράπεζας Πειραιώς, της Μακεδονίας Θράκης, που είχε εξαγοράσει το 1998 και της Xiosbank, τον έλεγχο της οποίας απέκτησε το 1999. Οι τρεις τράπεζες είχαν ήδη προχωρήσει με σταδιακά βήματα στη λειτουργική τους ενοποίηση. Οι διαδικασίες για την πλήρη συγχώνευση βρισκόντουσαν σε πλήρη εξέλιξη με στόχο να ολοκληρωθούν το καλοκαίρι του 2000. Το δίκτυο της ενιαίας πλέον τράπεζας ξεπερνούσε τα 170 καταστήματα, με μερίδιο αγοράς, βάσει του συνολικού ενεργητικού, που θα άγγιζε το 7%, αποτελώντας τότε τον πέμπτο μεγαλύτερο ελληνικό τραπεζικό Όμιλο και την τρίτη σε μέγεθος ιδιωτική τράπεζα στην Ελλάδα.
Τα θετικά για την οικονομία και οι δυσκολίες από την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος
Γυρνώντας στο σήμερα, δεν είναι λίγοι οι οικονομικοί αναλυτές, αλλά και επιτελικά τραπεζικά στελέχη που εκτιμούν ότι η αναδιάταξη δυνάμεων στο τραπεζικό τομέα, μετά από μια δεκαετία στασιμότητας, βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι καιροί απαιτούν, επισημαίνουν, τα εγχώρια τραπεζικά μας ιδρύματα να μεγεθυνθούν, να ισχυροποιήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, να αποκτήσουν την δύναμη και τα μεγέθη που θα τους επιτρέψουν να βγουν στη διεθνή διατραπεζική αγορά και να διοχετεύσουν με ασφάλεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις την ρευστότητα που απαιτείται για να μπει μπροστά η ατμομηχανή της ανάπτυξης. Ανάπτυξη, που είναι το μεγάλο ζητούμενο για να βγει η χώρα μας από την κρίση που διανύει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολιτική ηγεσία αλλά και Τράπεζα της Ελλάδος, έχουν κατ’ επανάληψη τους τελευταίους μήνες, ταχθεί υπέρ της έναρξης των κινήσεων εκείνων που θα ισχυροποιήσουν το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Συνδέοντας το παρόν με το σήμερα, την εμπειρία από τις μεγάλες εξαγορές και συγχωνεύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν μια δεκαετία περίπου, με τις εξελίξεις που εκτιμάται ότι έρχονται, θα πρέπει να επισημανθεί ότι κάθε κίνηση μεγέθυνσης και ισχυροποίησης ενός τραπεζικού Ομίλου δεν έχει άμεσα αποτελέσματα.
Όπως έδειξε η εμπειρία μέχρι σήμερα, μετά τις εξαγορές τραπεζών από ένα τραπεζικό όμιλο ακολούθησε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα προκειμένου να ολοκληρωθεί τυπικά αλλά προπάντων ουσιαστικά η απορρόφηση τους και να λειτουργήσουν πραγματικά σε ενιαία βάση και με την ίδια κουλτούρα.
Διαβάστε επίσης: Το σήριαλ μιας προσπάθειας “γάμου” Εθνική – Alpha Bank