Συνεχίζονται οι ανακατατάξεις στις ευρωπαϊκή αγορά τηλεπικοινωνιών.
Οι αρχές ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έδωσαν το πράσινο φως για την εξαγορά της γερμανικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας E-Plus από την o2, θυγατρική της ισπανικής Telefónica SA, έναντι 8,6 δισ. δολαρίων.
Η εξέταση του φακέλου της εξαγοράς διήρκεσε σχεδόν έξι μήνες. Τελικά, το πράσινο φως ήλθε, με τον όρο η νέα εταιρεία να πουλήσει έως το 30% από το φάσμα της μέχρι και σε τρεις εικονικούς πάροχους δικτύων κινητής. Οι πάροχοι αυτοί παρέχουν υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, χρησιμοποιώντας το δίκτυο άλλης εταιρείας. Ο όρος αυτός έχει ουσιαστικά εκπληρωθεί, καθώς ήδη την περασμένη εβδομάδα η Telefónica συμφώνησε με τον εικονικό πάροχο Drillisch.
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, σε κάθε περίπτωση, η εξαγορά της E-Plus από την Telefónica έρχεται να καταδείξει τη δυναμική του κλάδου της ευρωπαϊκής κινητής τηλεφωνίας.
Πριν από 18 περίπου μήνες και στην Αυστρία σημειώθηκε η συγχώνευση δύο εκ των τεσσάρων εταιρειών κινητής τηλεφωνίας της χώρας. Παρόμοιες εξαγορές και συγχωνεύσεις σημειώθηκαν πρόσφατα στη Γαλλία και στην Ιρλανδία. Εδώ και χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί μια στρατηγική εξυγίανσης και ενίσχυσης της αγοράς των τηλεπικοινωνιών, επισημαίνει ο Τόρστεν Γκέρποτ, καθηγητής Οικονομίας των Τηλεπικοινωνιών στο Πανεπιστήμιο Έσσεν-Ντούισμπουργκ και διευκρινίζει: «Η Κομισιόν εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό με τις αντίστοιχες ασιατικές και αμερικανικές εταιρείες, καθώς δεν έχουν το απαιτούμενο μέγεθος».
Στις ΗΠΑ υπάρχουν πέντε εταιρείας τηλεπικοινωνίας, ενώ στην Ευρώπη οι ανταγωνιστές είναι πολύ περισσότεροι. Οι ευρωπαίοι πάροχοι ελπίζουν ότι με τη στρατηγική των συγχωνεύσεων θα μειώσουν το κόστος. Στην περίπτωση των δύο μικρών γερμανικών εταιρειών E-Plus και O2, η συγχώνευση εκρίθη αναγκαία, προκειμένου να μπορέσουν να καλύψουν το τεράστιο κόστος των απαιτούμενων επανδύσεων στα δίκτυα. Ωστόσο, στο τεχνολογικό πεδίο οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Όπως υπενθυμίζει ο γερμανός καθηγητής, στα τέλη του 2013 το 88% των Αμερικανών είχαν τη δυνατότητα χρήσης του δικτύου LTE. Στη Γερμανία, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 81%. Πέραν τούτου, οι τιμές στις ΗΠΑ είναι σαφώς υψηλότερες, επειδή οι εταιρείες συντονίζουν τα τιμολόγιά τους. Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει και στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Αυστρίας, όπου μετά την συγχώνευση δύο εταιρειών οι τιμές στην κινητή τηλεφωνία αυξήθηκαν κατά 10%.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την DW, ο ευρωπαίος επίτροπος Ανταγωνισμού Γιόακιν Αλμούνια διαβεβαιώνει ότι «οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα μιας αγοράς προσανατολισμένης στον ανταγωνισμό». Ο επίτροπος υπενθυμίζει τους όρους με τους οποίους συνδέεται η έγκριση της Κομισιόν, δίνοντας έμφαση στην υποχρέωση της νέας εταιρείας να εκχωρήσει το 30% από το φάσμα της μέχρι και σε τρεις εικονικούς πάροχους δικτύων κινητής.
«Πρόκειται για ένα κανονικό φύλλο συκής της Κομισιόν προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της», υποστηρίζει ο Τόρστεν Γκέρποτ, χαρακτηρίζοντας επιπόλαια τα σχέδια της Επιτροπής για την εξυγίανση της αγοράς Τηλεπικοινωνιών. Ο γερμανός καθηγητής επισημαίνει ότι οι τρεις μεγάλοι της Ευρώπης, η Telekom, η Vodafone και η Orange με τις θυγατρικές τους εταιρείες ελέγχουν το 70% των καρτών SIM. «Η Κομισιόν θέλει να συνεχίσει μια εσφαλμένη πολιτική, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των μεγάλων εταιρειών και να μειώσει τον ανταγωνισμό που ξέσπασε στο πεδίο της κινητής τηλεφωνίας, κατά τη δεκαετία του 1990.