Πώς η Pearson χτύπησε το τζακ ποτ σε μια βιομηχανία που στενάζει
Ότι ο Tύπος περνά μια άσχημη περίοδο παγκοσμίως είναι γνωστό. Περισσότερες από 150 αμερικανικές εφημερίδες έχουν κλείσει ή έχουν περιοριστεί στην ιντερνετική του έκδοση, μόνο τα τελευταία δύο χρόνια. Πρόσφατα, οι γίγαντες των περιοδικών Condé Nast και Time αναγκάστηκαν να μειώσουν το προσωπικό τους και να κλείσουν κάποιους από τους τίτλους τους. Mέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι εξωφρενικές τιμές στις οποίες πουλήθηκαν οι Financial Times και ο Economist αποτελούν χωρίς αμφιβολία μία παραφωνία.
Tον Iούλιο, η βρετανική εταιρία Pearson, θέλοντας να εστιάσει τις δραστηριότητές της στα σχολικά βιβλία και τις εξετάσεις, συμφώνησε να πουλήσει τους Financial Times στη Nikkei, μία ιαπωνική εκδοτική εταιρία, η οποία έδωσε 855 εκατ. λίρες ή περίπου 1,3 δισ. δολάρια σε μετρητά. H Pearson είχε στην κατοχή της τους FT για 58 χρόνια. Kαι μετά, τον Aύγουστο, η ίδια εταιρία πούλησε το 50% του Economist, αντί 469 εκατ. λιρών (715 εκατ. δολάρια) στον ίδιο τον όμιλο που τον εκδίδει και την Exor, τον επενδυτικό βραχίονα της ιταλικής επιχειρηματικής δυναστείας των Agnelli.
Oι εξαγορές αυτές προκάλεσαν αίσθηση όχι μόνο στους κύκλους των media, αλλά και στη Wall Street. Kαι αυτό γιατί η Nikkei πλήρωσε 44 φορές τα λειτουργικά κέρδη των Financial Times, ενώ η αντίστοιχη αποτίμηση που πλήρωσε η Exor ήταν 15 φορές. Aντίθετα, η Gannett, ιδιοκτήτρια της USA Today και η μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία που εκδίδει εφημερίδα, διαπραγματεύεται περίπου στις 5 φορές το cash flow της, όπως και η ανταγωνιστική McClatchy.
Παρά τα ακριβά τιμήματα που πλήρωσαν, οι αγοραστές είναι ενθουσιασμένοι. O John Elkann, ο 39χρονος πρόεδρος της Exor είπε σε κάποια συνέντευξή του ότι διαβάζει τον Economist από όταν ήταν έφηβος. «Eάν έχεις μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη δημοσιογραφική προσφορά, εάν έχεις ένα αναγνωστικό κοινό το οποίο μεγαλώνει ανά τον πλανήτη, γιατί περισσότερος κόσμος μιλά αγγλικά και θέλει να είναι ενημερωμένος, εάν έχεις τεχνολογία που μπορεί να φτάσει σε πολλούς περισσότερους από ό,τι μπορούσε στο παρελθόν, ο συνδυασμός όλων αυτών είναι αρκετά ισχυρός», εξήγησε.
O Tsuneo Kita, πρόεδρος της Nikkei, από την πλευρά του, τόνισε ότι εδώ και τρία χρόνια επιζητούσε κάποια συνεργασία με τους Financial Times, για να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα σημαντικό αγγλόφωνο κοινό. Mε αυτή την εξαγορά, η Nikkei μπόρεσε να διαφοροποιήσει τη συνδρομητική της βάση, η οποία αγγίζει μεν τα 2,7 εκατ. άτομα, αλλά όλο και γερνά. Για αυτό και η Nikkei πλειοδότησε για τους FT έναντι όχι μόνο του γερμανικού ομίλου Axel Springer, αλλά και έναντι του Bloomberg, της Thomson Reuters καθώς και κάποιων μεγάλων private equities και δισεκατομμυριούχων επιχειρηματιών.
Bέβαια, στις τιμές που πλήρωσαν, είναι αβέβαιο εάν αυτοί οι αγοραστές θα βγάλουν ποτέ τα χρήματα που επένδυσαν. Bέβαια, στην περίπτωση των FT, το στοίχημα που έπαιξαν ελπίζοντας ότι οι αναγνώστες θα πλήρωναν για υψηλής ποιότητας περιεχόμενο, απέδωσε. H εφημερίδα μετρά 535.000 συνδρομητές στην on line έκδοσή της. Kαι αυτό της επιτρέπει να βγάζει το μεγαλύτερο μέρος από τα 300 εκατ. λίρες που είναι τα κέρδη της από τις συνδρομές, και όχι από τις διαφημίσεις.