H Saudi Aramco και Toyota ρίχνουν δισεκατομμύρια δολάρια στην πολυεθνική
Από τότε που η παρέμβαση της General Motors «σκότωσε» τις δημόσιες συγκοινωνίες στο Λος Άντζελες, κατά τη δεκαετία του 1940, έως πιο πρόσφατα, με το lobbying της Shell κατά των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είναι γνωστό ότι οι πανίσχυρες βιομηχανίες αυτοκινήτων και πετρελαίου δεν υποχωρούν και τόσο εύκολα όταν κάποιος ανταγωνιστής θέλει να μπει στα «χωράφια» τους. Όμως, τώρα τελευταία, οι εταιρίες αυτές ακολουθούν μια νέα στρατηγική. «Εάν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγανε μαζί τους. Και εάν δεν μπορείς να πας μαζί τους, αγόρασέ τους».
Κάπως έτσι, η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε πριν από μερικές ημέρες ότι το τεράστιο επενδυτικό της fund, που αξιοποιεί τα δισεκατομμύρια των πετροδολαρίων της χώρας, πραγματοποίησε μία κίνηση-έκπληξη: Επένδυσε 3,5 δισ. δολάρια στην Uber.
Η επένδυση, που αποτιμά την start up των ταξί στα 62,5 δισ. δολάρια, είναι μία από τις μεγαλύτερες που έχουν γίνει ποτέ σε μη εισηγμένη εταιρεία. Στόχος της Σαουδικής Αραβίας είναι να χρησιμοποιήσει κάποια από τα 2 τρισ. δολάρια της κρατικής περιουσίας για να πραγματοποιήσει μακροπρόθεσμες επενδύσεις που θα φέρουν χρήμα στη χώρα όταν η εποχή του πετρελαίου θα έχει περάσει. Η Saudi Aramco, η κρατική πετρελαϊκή εταιρία της Σαουδικής Αραβίας και μεγαλύτερη επιχείρηση του κόσμου, δεν μπορεί να είναι η ατμομηχανή της οικονομίας των Σαουδαράβων για πάντα.
Μία εβδομάδα νωρίτερα, η γερμανική Volkswagen έκανε και εκείνη μια παρόμοια κίνηση, επενδύοντας 300 εκατ. δολάρια στην ισραηλινή start up Gett, μια ανταγωνιστική της Uber που ήταν έως πρότινος γνωστή με το όνομα GetTaxi. Την ίδια ημέρα, η ιαπωνική Toyota έκανε και εκείνη μια επένδυση στην Uber, το ύψος της οποίας παρέμεινε άγνωστο.
Από μία άποψη, οι κινήσεις αυτές μοιάζουν παράξενες. Γιατί να θέλουν μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρίες του κόσμου, που έχουν συμφέρον αξίας πολλών δισεκατομμυρίων να διατηρήσουν την παλιά τάξη πραγμάτων, να επενδύσουν σε start ups που υπόσχονται να αλλάξουν τα πάντα; Η απάντηση είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία, η βιομηχανία βλέπει την αλλαγή να έρχεται και δεν μπορεί να τη σταματήσει.
Στην πραγματικότητά, ίσως να μην μπορεί καν να προσαρμοστεί σε αυτήν. Η Uber, για παράδειγμα, στοχεύει πολύ ψηλά. Η εταιρία λειτουργεί σε 400 πόλεις σε όλο τον κόσμο, επιτρέποντας στους χρήστες της να καλέσουν ταξί μέσω μιας εφαρμογής στο smartphone τους. Σε κάποιες πόλεις μάλιστα, επιτρέπει σε οποιονδήποτε έχει το δικό του αυτοκίνητο να παίρνει «κούρσες» και να πληρώνεται για αυτές, με αποτέλεσμα η Uber να έχει γίνει κόκκινο πανί για την παραδοσιακή βιομηχανία των ταξί. Στο Λονδίνο, για παράδειγμα, υπάρχουν τουλάχιστον 25.000 οδηγοί της Uber, οι οποίοι είναι πια περισσότεροι και από τα περίφημα black cabs της βρετανικής πρωτεύουσας. Δεν προκαλεί εντύπωση ότι στην πόλη αυτή, μία κούρσα Uber ξεκινά κάθε δευτερόλεπτο που περνά.
Σε άλλα μέρη του κόσμου, και σε αγορές που είναι λιγότερο ρυθμισμένες, η Uber διαθέτει ακόμα δυναμικότερη παρουσία και περισσότερες υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα το UberEats, που παραδίδει φαγητό στο σπίτι του πελάτη. Όμως, ο πραγματικός λόγος για τον οποίο τόσο η Σαουδική Αραβία όσο και η Toyota πίστεψαν ότι η Uber είναι ένας καλός τρόπος να επενδύσουν τα χρήματά τους, είναι άλλος: Πριν από μερικές ημέρες, η Uber ανακοίνωσε ότι ετοιμάζει το πρώτο αυτό-οδηγούμενο ταξί, μπαίνοντας ουσιαστικά «σφήνα» στον πόλεμο που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στην Google και την Apple, για την κατασκευή self-driving αυτοκινήτων. Τελικά, εάν η Uber επιτύχει, οι παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες θα έχουν μπροστά τους μια υπαρξιακή απειλή. Τα ταξί χωρίς οδηγό θα φέρουν το τέλος της ιδιοκτησίας αυτοκινήτου, λένε οι ειδικοί.