Πώς το αγαπημένο brand των Kardashians έφτασε να αξίζει 500 εκατ. ευρώ
Υπό τις οδηγίες του δημιουργικού διευθυντή Olivier Rousteing και με την σφραγίδα του αγαπημένου brand της τηλεοπτικής σταρ Kim Kardashian, η Balmain κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο πολυσυζητημένους οίκους μόδας.
Αποκορύφωμα της επιτυχίας αυτής στάθηκε η εξαγορά της γαλλικής εταιρίας από την Mayhoola for Investments, ένα επενδυτικό fund που λειτουργεί με τη στήριξη του εμίρη του Κατάρ και έχει ήδη αγοράσει και άλλα γνωστά labels της μόδας, όπως την ιταλική Valentino.
Η αγορά ακόμα αναρωτιέται πώς η Balmain έφτασε να αξίζει τα 500 εκατ. ευρώ που λέγεται ότι πλήρωσαν για να την αποκτήσουν οι Καταριανοί.
Με τη συμφωνία, έλαβε τέλος μια μακρά περίοδος διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Mayhoola και τους ιδιοκτήτες της Balmain, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η οικογένεια του πρώην διευθύνοντος συμβούλου και βασικού μετόχου Alain Hivelin, που αποφάσισε το Φεβρουάριο να παραδώσει τον έλεγχο του 30% που κατείχε.
Ο γαλλικός οίκος μόδας προσέλκυσε επίσης προσφορές από private equity funds, όπως η L Capital, μια επενδυτική εταιρία που στηρίζεται από την LVMH. Γάλλοι, Βρετανοί και Ασιάτες συλλέκτες εξέφρασαν ενδιαφέρον για τον οίκο που ιδρύθηκε από τον Pierre Balmain το 1945, αναβίωσε το 1995 από τον Alain Hivelin και βιώνει σημαντική ανάπτυξη από την έλευση του Rousteing, το 2011.
Παρότι οι οικονομικοί όροι της συμφωνίας δεν ανακοινώθηκαν, εντούτοις φήμες θέλουν το Κατάρ να έχει πληρώσει 500 εκατ. ευρώ. Για μία επιχείρηση που εμφάνισε ετήσια έσοδα 121,5 εκατ. ευρώ πέρυσι και πριν από μία δεκαετία πάλευε να αποφύγει τη χρεοκοπία, το τίμημα μοιάζει υψηλό. Η αποτίμηση των 14 φορών τα EBITDA καθιστά την Balmain ακριβότερη από τον όμιλο Kering, στον οποίο ανήκει η Gucci, και ο οποίος αποτιμάται στις 8-9 φορές τα EBITDA του.
Γιατί πλήρωσαν οι Καταριανοί τόσο πολλά; Πρώτα από όλα, η Balmain ήταν ένας από τους λιγοστούς ευρωπαϊκούς οίκους μόδας που παρέμεναν ανεξάρτητοι και ήταν αναμενόμενο ότι θα προσέλκυε μεγάλο ενδιαφέρον από επενδυτές που θέλουν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες ανάπτυξης που έχουν οι ευρωπαϊκές εταιρίες της πολυτέλειας σε αγορές όπως αυτή της Κίνας και της Ινδίας.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, εταιρίες private equity έχουν εξαγοράσει ή έχουν επενδύσει σε μια σειρά από luxury brands, όπως τα Roberto Cavalli, Versace, Moncler, Bulgari και Anya Hindmarch. Η ζήτηση για τα brands που έχουν καθιερωθεί είναι μεγάλη, όπως έδειξε και η πρόσφατη ανακοίνωση ότι η Investcorp, μια άλλη επενδυτική εταιρία από τον Αραβικό Κόλπο, απέκτησε πλειοψηφικό ποσοστό στην ιταλική εταιρία ανδρικών ρούχων Corneliani, σε ένα deal που την αποτιμά στα 100 εκατ. δολάρια.
Όλα αυτά, δεν αναιρούν βέβαια το γεγονός ότι η Balmain είναι ένα brand που κατάφερε να ξεχωρίσει. Και το έκανε κυρίως «τιθασεύοντας» τη δύναμη των social media. Από το 2011 που προσέλαβε τον νεαρό και γνώστη των media Oliver Rousteing, το προφίλ της σημείωσε άλματα. Ο Rousteing έχει εστιάσει στην ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας της Balmain, φροντίζει να δημιουργεί άμεσους δεσμούς με τους θαυμαστές της εταιρίας στο ίντερνετ. Ο ίδιος διαθέτει 3,4 εκατ. ακόλουθους στο Instagram, καθώς και τον «στρατό της Balmain», που αποτελείται από διάσημους φανς της, όπως η οικογένεια Kardashian και τα μοντέλα Gigi Hadid, Joan Smalls και Rosie Huntington-Whiteley.
Επιπλέον, με την πρόσφατη συνεργασία της με την αλυσίδα του fast fashion H&M, η Balmain πέτυχε ένα σημαντικό άνοιγμα στο νεότερο κοινό, έστω και εάν λίγοι από αυτούς που την έμαθαν με αυτό τον τρόπο μπορούν να πληρώσουν 3.000 δολάρια για ένα σακάκι ή 5.000 δολάρια για ένα βραδινό φόρεμα Balmain.