Βελτίωση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης κατέδειξε, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), το τεστ αντοχής στο οποίο υποβλήθηκαν 51 ευρωπαϊκές τράπεζες.
Στο τελευταίο αυτό τεστ, τα αποτελέσματα του οποίου ανακοινώθηκαν το βράδυ της Παρασκευής, δεν ετίθετο θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας των τραπεζών. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν τράπεζες που «πέρασαν» ή «κόπηκαν» στην άσκηση. Tα ίδια τα κριτήρια ήταν αυτή τη φορά διαφορετικά, σχολίασε -σύμφωνα με την Deutsche Welle- προς τη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk ο ευρωβουλευτής του γερμανικού κόμματος «Η Αριστερά», Φάμπιο ντε Μάζι:
«Δεν ήταν ένα πραγματικό τεστ αντοχής. (…) Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να καταλάβω γιατί η Deutsche Bank τα πήγε αυτή τη φορά καλύτερα στο stress test από ό,τι πριν από δυο χρόνια, τη στιγμή που έχουν επιδεινωθεί οι οικονομικές της επιδόσεις, έχει αποθεματικά δισεκατομμυρίων για δικαστικές διαμάχες ενώ είναι τόσο ευάλωτη έναντι των αγορών πρώτων υλών αλλά και των αναδυόμενων οικονομιών. Υπό αυτή την έννοια προβληματίστηκα αρκετά».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες, η Deutsche Bank και η Commerzbank, βρέθηκαν ανάμεσα στις 12 πιο αδύναμες τράπεζες της σχετικής λίστας.
Όπως σχολιάζει ο ευρωβουλευτής: «Και τα δυο ιδρύματα, η Commerzbank -η οποία κρατικοποιήθηκε εν μέρει πριν από λίγα χρόνια εν μέσω της κρίσης- αλλά και η Deutsche Bank αντιμετωπίζουν πολυάριθμα προβλήματα. Χαίρομαι για το αποτέλεσμα της τράπεζας NRW, μιας δημόσιας τράπεζας. (…) Μολονότι δεν έχω ασχοληθεί ενδελεχώς με τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής, ένα γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι στηρίζονται σε εν μέρει μη ρεαλιστικές προσδοκίες όσον αφορά την ανάπτυξη. Προϋποθέτουν ένα πολύ χαλαρό επίπεδο επιτοκίων, υψηλά δηλαδή επιτόκια, τα οποία βελτιώνουν φυσικά τα έσοδα των τραπεζών».
Παράλληλα, σύμφωνα με τον οικονομολόγο και ευρωβουλευτή, δεν λαμβάνονται υπόψη οι συστημικές αλληλεπιδράσεις, όπως λέει: « Ελέγχεται δηλαδή πώς θα αντιδρούσε μια τράπεζα σε περίπτωση που υπάρξει στρες, εντούτοις το σημαντικότερο σε μια οικονομική κρίση είναι ότι όλοι ξεπουλάνε. Αυτό επηρεάζει άλλες τράπεζες, πρόκειται για τις λεγόμενες συστημικές συνέπειες (…) οι οποίες δεν λαμβάνονται διόλου υπόψη».
Ο ιταλικής καταγωγής γερμανός ευρωβουλευτής διακρίνει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος σήμερα στην Ιταλία:
«Το πρόβλημα (των τραπεζών) εν γένει είναι η αποτυχημένη οικονομική πολιτική της ευρωζώνης. Ένας από τους λόγους που οι τράπεζες δεν διαθέτουν δάνεια είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν επαρκώς (…). Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να απαλλαγούν από αυτά τα παλιά, κόκκινα δάνεια, διότι δεν έχουν νέα και προσοδοφόρα επενδυτικά πρότζεκτ. Αυτό είναι μέρος του προβλήματος, κυρίως στη νότια Ευρώπη. Εκεί θα πρέπει να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια. Στην Ιταλία δεν έχει γίνει τίποτα επ΄ αυτού και γι΄ αυτό το λόγο πρόκειται για μια ωρολογιακή βόμβα».