Περί τις 5.550 βρετανικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες και ιδρύματα εξαρτώνται από τα πλεονεκτήματα τα οποία δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ως εκ τούτου θα πληγούν από το Brexit.
Τα παραπάνω στοιχεία έδωσε στη δημοσιότητα ο συντηρητικός βουλευτής Αντριου Τάιρι, ο οποίος ανήκει στους σφοδρούς επικριτές του συγκεκριμένου οικονομικού κλάδου. Ο βουλευτής είναι επικεφαλής της ισχυρής Οικονομικής Επιτροπής του βρετανικού κοινοβουλίου και δεν χαρίζει κάστανα, αποκαλύπτει δε συχνά τις αδυναμίες του τραπεζικού κλάδου. Στην περίπτωση όμως αυτή βρίσκεται με το μέρος τους, όπως γράφει η Handelsblatt.
Ο Τάιρι μάχεται για την διατήρηση της πρόσβασης της χώρας του στην εσωτερική αγορά της ΕΕ και μετά την έξοδο της, κυρίως για το δικαίωμα «διαβατηρίου» (passporting). Αν το απωλέσει η Βρετανία, τότε τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματά της δεν θα επιτρέπεται πλέον να δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη. Καμία από τις εναλλακτικές οι οποίες προτείνονται δεν μπορούν να τα προστατεύσουν πλήρως. Γι΄αυτό και τάσσεται αναφανδόν υπέρ του να δοθεί προτεραιότητα στο δικαίωμα αυτό, στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες, όπως γράφει η γερμανική οικονομική εφημερίδα.
Ιδίως οι ξένες τράπεζες που είναι εγκατεστημένες στο Λονδίνο επιδιώκουν να διατηρηθεί το «δικαίωμα διαβατηρίου» πιέζοντας την βρετανική κυβέρνηση, ενώ παράλληλα εκπόνησαν σχέδια αποχώρησης και μετεγκατάστασής τους σε χώρες μέλη της ΕΕ.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της εφημερίδας Financial Times, στη χειρότερη περίπτωση απειλείται το ένα πέμπτο του κύκλου εργασιών της επενδυτικής τραπεζικής, το οποίο αντιστοιχεί σε 10,4 δισεκ. ευρώ.
Ωστόσο, με τις εκτιμήσεις του Τάιρι διαφωνεί ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος θεωρεί ότι με την οδηγία MiFID II της ΕΕ οι βρετανικές τράπεζες θα μπορούν να απολαμβάνουν των ιδίων πλεονεκτημάτων όπως και με το δικαίωμα διαβατηρίου. Η οδηγία αυτή θα τεθεί σε ισχύ το 2018 με στόχο η αγορά να γίνει πιο αποδοτική και διαφανής. Η οδηγία προβλέπει συγκεκριμένες δυνατότητες πρόσβασης στην εσωτερική αγορά της ΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι ισχύουν στη Βρετανία ισοδύναμοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες.
Bέβαια, ο οίκος Moody΄s παραδέχεται ότι η οδηγία MiFID II δεν αποτελεί πλήρη αντιστάθμιση των μέχρι τώρα πλεονεκτημάτων του “δικαιώματος διαβατηρίου”. Αφενός διότι θα υπάρχει σαφώς μικρότερη βεβαιότητα λόγω της εξάρτησης από πολιτικές αποφάσεις και αφετέρου γιατί θα είναι χρονοβόρα η διαδικασία λήψης της απόφασης.
Προκειμένου δε να λειτουργήσει το νέο σύστημα, η Βρετανία θα πρέπει να εισαγάγει ευρωπαϊκούς νόμους για να μην θέσει σε κίνδυνο την ισοδυναμία των κανόνων της με εκείνους της ΕΕ. Αυτή όμως η διαδικασία δεν εναρμονίζεται με την προσδοκία των υποστηρικτών του Brexit, οι οποίοι απέβλεπαν στο να αποκτήσει η Βρετανία μεγαλύτερη κυριαρχία επί της δικής της νομοθετικής εξουσίας, καταλήγει η Handelsblatt.