Η ιστορία της Farfetch, μιας Start up αξίας δισεκατομμυρίων
Ένας ακόμα από τους «μονόκερους» της τεχνολογίας, τις start ups που έφτασαν να αποτιμώνται στο 1 δισ. δολάρια και πάνω, ετοιμάζεται να περάσει το κατώφλι του χρηματιστηρίου. Ο λόγος για την Farfetch, μία start up που δραστηριοποιείται στο χώρο της πολυτελούς μόδας, και η οποία φέρεται να σχεδιάζει τη δική της δημόσια εγγραφή, μόλις βγάλει τα πρώτα της κέρδη, κάποια στιγμή μέσα στο 2017.
Η εταιρία ενώνει μέσω του site της περισσότερες από 400 πολυτελείς μπουτίκ από τη Σαουδική Αραβία έως την Πολωνία και το Λουξεμβούργο, με αγοραστές των ακριβότερων brands από όλο τον κόσμο. Έχει ήδη λάβει χρηματοδότηση 110 εκατ. δολαρίων, σε ένα deal που την αποτιμούσε στα 1,5 δισ. δολάρια, επομένως η δημόσια εγγραφή της αναμένεται να βάλει και επίσημα τον ιδρυτή της και πρώην σχεδιαστή παπουτσιών Jose Neves στη λίστα των δισεκατομμυριούχων.
Ο Neves μεγάλωσε στο Πόρτο της Πορτογαλίας που, μεταξύ άλλων, είναι ένα σημαντικό μεταποιητικό κέντρο για την ευρωπαϊκή μόδα. Ο παππούς του είχε μια βιομηχανία παπουτσιών, αλλά σας νέος, ο Neves προτιμούσε να γράφει κώδικα στον υπολογιστή του. Ξεκίνησε το coding στα 8 του χρόνια και ίδρυσε την πρώτη του εταιρία λογισμικού όταν ήταν 19 χρόνων, καθώς σπούδαζε στο Universidade de Porto. Η δεύτερη εταιρία του, την οποία δημιούργησε δύο χρόνια αργότερα, παρείχε software για μικρά brands της μόδας.
Το 1996, θυμάται, έκανε μία περίεργη σκέψη: «Εάν μπορώ να γράψω κώδικα για υπολογιστές, μπορώ να σχεδιάσω παπούτσια». Σήμερα, παραδέχεται ότι η λογική πίσω από τη σκέψη αυτή δεν έστεκε, όμως παρόλα αυτά, η ιδέα του αποδείχθηκε εύστοχη. Ο Neves ίδρυσε το δικό του brand παπουτσιών, την Swear, και μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στο Covent Garden.
Αυτή η διπλή ιδιότητά του, που μπλέκει τη μόδα με την τεχνολογία, ήταν που τον οδήγησε να δημιουργήσει την Farfetch. «Δεν είμαι πολύ καλός στη μόδα και δεν είμαι πολύ καλός στην τεχνολογία», παραδέχεται ο ίδιος. «Αλλά είναι πολύ σπάνιο να βρεθούν άνθρωποι που καταλαβαίνουν και τους δύο κόσμους».
Τελικά, ο Neves χρηματοδότησε τη δημιουργία και την ανάπτυξη της Farfetch μόνος του, με χρήματα που δανείστηκε από την άλλη του εταιρία, την Swear. «Ήταν σαν να παίζω τα ρέστα μου στο πόκερ. Εάν δεν πετύχαινε η κίνηση, τότε όλες μου οι εταιρίες θα χρεοκοπούσαν», θα έλεγε αργότερα. Η Farfetch ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Οκτώβριο του 2008, αρχικά με 25 μπουτίκ. Σήμερα, κανείς μπορεί μέσω του site της να επιλέξει ρούχα και παπούτσια από τουλάχιστον 400 μπουτίκ ανά τον κόσμο και περισσότερα από 100 διαφορετικά brands.
Όμως, σε αντίθεση με τις άλλες start ups, που ονειρεύονται να καταστρέψουν τους παραδοσιακούς παίκτες στις αγορές που μπαίνουν και να κατατροπώσουν τους νέους ανταγωνιστές τους, ο Neves εμφανίζεται κάθε άλλο παρά ανταγωνιστικός. Στόχος του δεν είναι να καταστρέψει τις παραδοσιακές μπουτίκ, αλλά αντίθετα, πολλοί ιδιοκτήτες τέτοιων καταστημάτων έχουν να λένε ότι το Farfetch έσωσε τις επιχειρήσεις τους.
«Δεν είμαστε σαν το IOS, που ανταγωνίζεται το Android, που ανταγωνίζεται το Windows Phone, και όπου ο ένας θα συνθλιβεί εντελώς και μετά πολλοί καλλιτέχνες θα εξαφανιστούν. Η μόδα δεν ήταν ποτέ μια βιομηχανία που λειτουργεί στη λογική ‘ο νικητής τα παίρνει όλα’.
Στις συνεδριάσεις του διοικητικού μας συμβουλίου, ξοδεύουμε περίπου το 1% του χρόνου μας σκεπτόμενοι για τους ανταγωνιστές. Ό,τι κάνουμε δεν είναι ποτέ εναντίον κάποιου άλλου», λέει.
Η εταιρία ενώνει μέσω του site της περισσότερες από 400 πολυτελείς μπουτίκ από τη Σαουδική Αραβία έως την Πολωνία και το Λουξεμβούργο, με αγοραστές των ακριβότερων brands από όλο τον κόσμο. Έχει ήδη λάβει χρηματοδότηση 110 εκατ. δολαρίων, σε ένα deal που την αποτιμούσε στα 1,5 δισ. δολάρια, επομένως η δημόσια εγγραφή της αναμένεται να βάλει και επίσημα τον ιδρυτή της και πρώην σχεδιαστή παπουτσιών Jose Neves στη λίστα των δισεκατομμυριούχων.
Ο Neves μεγάλωσε στο Πόρτο της Πορτογαλίας που, μεταξύ άλλων, είναι ένα σημαντικό μεταποιητικό κέντρο για την ευρωπαϊκή μόδα. Ο παππούς του είχε μια βιομηχανία παπουτσιών, αλλά σας νέος, ο Neves προτιμούσε να γράφει κώδικα στον υπολογιστή του. Ξεκίνησε το coding στα 8 του χρόνια και ίδρυσε την πρώτη του εταιρία λογισμικού όταν ήταν 19 χρόνων, καθώς σπούδαζε στο Universidade de Porto. Η δεύτερη εταιρία του, την οποία δημιούργησε δύο χρόνια αργότερα, παρείχε software για μικρά brands της μόδας.
Το 1996, θυμάται, έκανε μία περίεργη σκέψη: «Εάν μπορώ να γράψω κώδικα για υπολογιστές, μπορώ να σχεδιάσω παπούτσια». Σήμερα, παραδέχεται ότι η λογική πίσω από τη σκέψη αυτή δεν έστεκε, όμως παρόλα αυτά, η ιδέα του αποδείχθηκε εύστοχη. Ο Neves ίδρυσε το δικό του brand παπουτσιών, την Swear, και μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στο Covent Garden.
Αυτή η διπλή ιδιότητά του, που μπλέκει τη μόδα με την τεχνολογία, ήταν που τον οδήγησε να δημιουργήσει την Farfetch. «Δεν είμαι πολύ καλός στη μόδα και δεν είμαι πολύ καλός στην τεχνολογία», παραδέχεται ο ίδιος. «Αλλά είναι πολύ σπάνιο να βρεθούν άνθρωποι που καταλαβαίνουν και τους δύο κόσμους».
Τελικά, ο Neves χρηματοδότησε τη δημιουργία και την ανάπτυξη της Farfetch μόνος του, με χρήματα που δανείστηκε από την άλλη του εταιρία, την Swear. «Ήταν σαν να παίζω τα ρέστα μου στο πόκερ. Εάν δεν πετύχαινε η κίνηση, τότε όλες μου οι εταιρίες θα χρεοκοπούσαν», θα έλεγε αργότερα. Η Farfetch ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Οκτώβριο του 2008, αρχικά με 25 μπουτίκ. Σήμερα, κανείς μπορεί μέσω του site της να επιλέξει ρούχα και παπούτσια από τουλάχιστον 400 μπουτίκ ανά τον κόσμο και περισσότερα από 100 διαφορετικά brands.
Όμως, σε αντίθεση με τις άλλες start ups, που ονειρεύονται να καταστρέψουν τους παραδοσιακούς παίκτες στις αγορές που μπαίνουν και να κατατροπώσουν τους νέους ανταγωνιστές τους, ο Neves εμφανίζεται κάθε άλλο παρά ανταγωνιστικός. Στόχος του δεν είναι να καταστρέψει τις παραδοσιακές μπουτίκ, αλλά αντίθετα, πολλοί ιδιοκτήτες τέτοιων καταστημάτων έχουν να λένε ότι το Farfetch έσωσε τις επιχειρήσεις τους.
«Δεν είμαστε σαν το IOS, που ανταγωνίζεται το Android, που ανταγωνίζεται το Windows Phone, και όπου ο ένας θα συνθλιβεί εντελώς και μετά πολλοί καλλιτέχνες θα εξαφανιστούν. Η μόδα δεν ήταν ποτέ μια βιομηχανία που λειτουργεί στη λογική ‘ο νικητής τα παίρνει όλα’.
Στις συνεδριάσεις του διοικητικού μας συμβουλίου, ξοδεύουμε περίπου το 1% του χρόνου μας σκεπτόμενοι για τους ανταγωνιστές. Ό,τι κάνουμε δεν είναι ποτέ εναντίον κάποιου άλλου», λέει.
Από την ΕΝΒΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ