Ο επόμενος αμερικανός πρόεδρος έχει προκαλέσει αβεβαιότητα σε πολλά πεδία. Με τη λαϊκιστική ρητορική του κατά τη διάρκεια του προεκλογικού του αγώνα δημιούργησε κλίμα πόλωσης, ωστόσο τα πραγματικά του πολιτικά σχέδια παραμένουν ακόμη και σήμερα ασαφή.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, ο προσεχώς νέος ένοικος του Λευκού Οίκου προκαλεί πολλά ερωτήματα, μεταξύ άλλων και εκ μέρους του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου. Εξαιρετικά απρόβλεπτο μοιάζει το σκηνικό για τρεις γερμανικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς που έχουν πολλά ανοιχτά «μέτωπα» στις ΗΠΑ.
Η Deutsche Bank βρίσκεται εν μέσω διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμβιβασμού με την αμερικανική δικαιοσύνη και με στόχο τη διευθέτηση της νομικής διένεξης που αφορά αγοραπωλησίες τοξικών ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ στο διάστημα πριν από το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης. Η ελπίδα της μεγαλύτερης γερμανικής τράπεζας να κλείσει αυτό το δυσάρεστο για την ίδια κεφάλαιο πριν από τις αμερικανικές εκλογές δεν ευοδώθηκε. Αντιθέτως η εκλογή Τραμπ φαίνεται να περιπλέκει την κατάσταση. Σύμφωνα με ανάλυση της Wall Street Journal, η Deutsche Bank έχει δανείσει από το 1998 σε εταιρείες συμφερόντων του νέου αμερικανού προέδρου τουλάχιστον 2,5 δις δολάρια. Οι επιχειρηματικές σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ είχαν άλλωστε βρεθεί στο στόχαστρο αμερικανικών μέσων ενημέρωσης προεκλογικά. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να δοθεί η εντύπωση ότι αφήνει στο απυρόβλητο έναν από τους σημαντικότερους δανειστές του.
Σε ό,τι αφορά τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen, ο εκλογική νίκη του Τραμπ συνιστά παράγοντα αβεβαιότητας από πολλές απόψεις. Τα ηγετικά στελέχη της VW ελπίζουν το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών να μην επηρεάσει αρνητικά τις διαπραγματεύσεις με τις αρμόδιες αμερικανικές αρχές για το σκάνδαλο με τα πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα της εταιρείας. Αυτό είπε προ ημερών και ο επικεφαλής της εταιρείας Ματίας Μύλερ, εκφράζοντας την ελπίδα η υπόθεση να κλείσει πριν να αναλάβει τα καθήκοντά του ο νέος πρόεδρος.
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με πλήθος μηνύσεων από υπηρεσίες, πελάτες και εμπόρους αυτοκινήτων στις ΗΠΑ, έχοντας ήδη διαπραγματευθεί τον πιο ακριβό συμβιβασμό στην ιστορία του κλάδου: Τα πρόστιμα και οι αποζημιώσεις που θα κληθεί να καταβάλει μπορεί να της κοστίσουν έως και 16,5 δις δολάρια. Ωστόσο, ακόμη δεν έχει επιτευχθεί συμβιβασμός σε όλες τις νομικές υποθέσεις, στις οποίες ήρθαν να προστεθούν και πληροφορίες για νέες παρατυπίες από την Audi, που έγιναν αφορμή για νέες μηνύσεις. Και πάνω από όλα αυτά κρέμεται απειλητικά η δαμόκλειος σπάθη πιθανών ποινικών ερευνών της αμερικανικής δικαιοσύνης, τις οποίες θέλει να αποφύγει ο γερμανικός όμιλος επίσης διά της συμβιβαστικής οδού.
Επιπλέον η Volkswagen, όπως και το σύνολο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, ανησυχούν για την πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσει ο Ντόναλντ Τραμπ στο εμπορικό πεδίο. Οι μέχρι τώρα δηλώσεις του αφήνουν να εννοηθεί ότι θα κινηθεί με λογικές προστατευτισμού, με μερίδα αναλυτών να εκφράζει φόβους για πιθανό απομονωτισμό των ΗΠΑ, ο οποίος θα έπληττε τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.
Ένας ακόμη γερμανικός όμιλος που κοιτά με αγωνία προς τις ΗΠΑ είναι η Bayer. Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο γερμανικός φαρμακευτικός και χημικός κολοσσός ανακοίνωσε την εξαγορά της αμερικανικής εταιρείας παραγωγής τροποποιημένων σπόρων Monsanto για ποσό-ρεκόρ ύψους 66 δις δολαρίων. Η επιτροπή Ανταγωνισμού των ΗΠΑ πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή της στη συμφωνία. Ακόμη και πριν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ειδικοί αναλυτές του κλάδου προέβλεπαν ότι η αρμόδια αμερικανική αρχή θα εξέταζε την υπόθεση με μεγάλη αυστηρότητα. Παρότι ο νέος αμερικανός πρόεδρος δεν έχει πάρει μέχρι στιγμής σαφή θέση για το ζήτημα, με προεκλογικά συνθήματα του τύπου «America first» («Πρώτα η Αμερική») δεν μπορεί να αισιοδοξεί κανείς ότι ο Ντόναλντ Τραμπ βλέπει με καλό μάτι την πώληση ενός εγχώριου κολοσσού σε έναν ανταγωνιστή από το εξωτερικό.