Η Saxo Bank επιχειρεί να σκεφτεί αντισυμβατικά και παρουσιάζει δέκα “ακραίες προβλέψεις” για το 2017, κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα από την “έκπληξη” του Brexit και της εκλογής Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Κοινή γραμμή των αναλυτών της τράπεζας είναι η άποψη πως “οι δύσκολοι καιροί απαιτούν δύσκολες αποφάσεις”.
1) Το ΑΕΠ της Κίνας εκτινάσσεται στο 8% -ο Shanghai Composite στις 5000 μονάδες
Ενώ σύμφωνα με τις καθολικές εκτιμήσεις η Κίνα θα σημειώσει περαιτέρω επιβράδυνση, παραβλέπεται χαρακτηριστικά το γεγονός ότι η χώρα διαθέτει τεράστιο κρατικό δυναμικό, αλλά και την αποφασιστικότητα να το χρησιμοποιήσει.
Η τρέχουσα επιβράδυνση της Κίνας είναι εύκολο να προβλεφθεί, λόγω του αυξημένου επιπέδου επενδύσεων, περίπου στο 50% του ΑΕΠ, όταν το συνολικό χρέος έχει εκτιναχθεί στο μη βιώσιμο ποσοστό του 237% του ΑΕΠ.
Η Κίνα κατανοεί ότι έχει φθάσει στο τέρμα της διαδρομής σε ό,τι αφορά τη φάση ανάπτυξης του δευτερογενούς κλάδου και του τομέα των υποδομών, και ότι πλέον οφείλει να βασιστεί σε μια ιδιωτική οικονομία που θα προωθεί την καινοτομία και ένα πιο ανοιχτό οικονομικό μοντέλο.
Μέσω τεράστιων κινήτρων από δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, και με το περαιτέρω άνοιγμα των κεφαλαιαγορών, η χώρα ελέγχει με επιτυχία τη μετάβαση σε μια ανάπτυξη με βάση την κατανάλωση, ξεπερνώντας τις τρέχουσες προσδοκίες και αγγίζοντας ποσοστό ανάπτυξης 8% το 2017.
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η παλιά θετική συσχέτιση μεταξύ της κινεζικής ανάπτυξης και των αγορών εμπορευμάτων αναιρείται, καθώς η επιστροφή της ανάπτυξης προέρχεται από τον κλάδο υπηρεσιών, ο οποίος ήδη αποτελεί τον μεγαλύτερο κλάδο στην Κίνα, εκπροσωπώντας το 48% του ΑΕΠ.
Η ευφορία σχετικά με την αύξηση της ανάπτυξης λόγω ιδιωτικής κατανάλωσης προσελκύει εκτεταμένο κερδοσκοπικό ενδιαφέρον στην αγορά μετοχών της Κίνας, και ο δείκτης Shanghai Composite διπλασιάζεται από τα χαμηλά του 2016, ξεπερνώντας το επίπεδο των 5.000 μονάδων που άγγιξε για σύντομο χρονικό διάστημα το 2015.
2) H Bank of Japan πρωτοστατεί, η Fed ακολουθεί
Καθώς το δολάριο και τα επιτόκια των ΗΠΑ αυξάνονται με ολοένα και πιο επώδυνο τρόπο το 2017 εν αναμονή της περικοπής φορολογίας και των μέτρων τόνωσης του Τραμπ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αισθάνεται αναγκασμένη να παρέμβει και να παρέχει στήριξη ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή στις παγκόσμιες τιμές αξιογράφων και την παγκόσμια οικονομία. Η Fed τελικά ρυθμίζει την απόδοση του 10ετούς ομολόγου στο 1,5% και το USD πέφτει στα τάρταρα – αφού πρώτα, βέβαια, κατακτήσει νέα υψηλά.
Όταν ο πρώην επικεφαλής της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, πρόφερε τη λεξούλα “taper” (περιορισμός) τον Μάιο του 2013, προκάλεσε το ξέσπασμα μιας χρηματοπιστωτικής καταιγίδας, η οποία όχι μόνο οδήγησε τις αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών κρατικών ομολόγων στο 3%, αλλά και πυροδότησε ένα παγκόσμιο κύμα μαζικών πωλήσεων, κυρίως στις αναδυόμενες αγορές (πτώση του EMBI κατά 12%), αλλά και στις παγκόσμιες αγορές μετοχών (πτώση του MSCI World κατά 8%) καθώς και στα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών. Στις αρχές του 2017, είναι σαφές ότι ο συνδυασμός μιας δημοσιονομικής πολιτικής με οδηγό την τεστοστερόνη του Τραμπ και της ανόδου-έκπληξης του παγκόσμιου πληθωρισμού (με τις μειώσεις των τιμών πετρελαίου να έχουν παίξει τον ρόλο τους στην πληθωριστική εξίσωση) θέτει τις 10ετείς αμερικανικές αποδόσεις στην τροχιά του 3%, σπέρνοντας τον πανικό για τις καταστροφικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει αυτό στην παγκόσμια φούσκα αξιογράφων. Όση αντοχή και αν μπορεί να επιδείξει, οι υπερβολικά υψηλές αποδόσεις σε υπερβολικά σύντομο χρονικό διάστημα ενδέχεται να αποδειχθούν μοιραίες.
Για να δυσκολέψουν και άλλο την κατάσταση, οι τεχνολογικά συγχρονισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές, εξοπλισμένες με μοντέλα κινδύνου χαρτοφυλακίου, αντιδρούν στο ίδιο πρόβλημα, με τον ίδιο τρόπο, την ίδια στιγμή – απειλώντας να προκαλέσουν μαζικές πωλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς γίνεται πιο ξεκάθαρο ότι περισσότερα χρηματοπιστωτικά προϊόντα παρουσιάζουν πλέον εθισμό στη συνεχή φροντίδα των κεντρικών τραπεζών. Ταυτόχρονα, το πρόβλημα για τη Fed είναι ότι αυξάνονται μόνο οι αποδόσεις και μέρος του πληθωρισμού. Η εγχώρια ανάπτυξη έχει αποδυναμωθεί, και σε περίπτωση παγκόσμιας αποτυχίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, θα μπορούσε να ενεργοποιήσει ένα σενάριο στασιμοπληθωρισμού – κάτι που η Fed δεν επιθυμεί.
Στα πρόθυρα της καταστροφής, η Fed αντιγράφει κατά γράμμα το σύστημα ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων της Τράπεζας της Ιαπωνίας (BoJ), αλλά από διαφορετική σκοπιά: ρυθμίζοντας την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου στο 1,5%. Ουσιαστικά πρόκειται για την έναρξη του 4ου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, QE4, που γίνεται αργότερα γνωστό και ως QE. Δίχως Τέλος. Το αποτέλεσμα γίνεται φανερό άμεσα, καθώς οι μαζικές πωλήσεις στις παγκόσμιες αγορές μετοχών και ομολόγων σταματά, τα στοιχεία ενεργητικού των αναδυόμενων αγορών κάνουν επιτόπου στροφή και οι παγκόσμιες αγορές ομολόγων καταγράφουν τα μεγαλύτερα εβδομαδιαία κέρδη τους σε επτά χρόνια. Οι επικριτές επισημαίνουν τον κίνδυνο δημιουργίας μιας ακόμα μεγαλύτερης φούσκας όταν φανεί ο αντίκτυπος της εξαιρετικά χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής σε συνδυασμό με την προσωρινή τύφλωση της επικεφαλής της Fed, Τζάνετ Γέλεν, αλλά οι φωνές τους χάνονται κάτω από τον θόρυβο ενός ακόμα ράλι ποσοτικής χαλάρωσης με άρωμα κεντρικής τράπεζας.
3) Το ποσοστό αθέτησης στα ομόλογα υψηλής απόδοσης ξεπερνά το 25%
Το μακροπρόθεσμο μέσο ποσοστό αθέτησης στα ομόλογα υψηλής απόδοσης διαμορφώνεται στο 3,77%, ενώ έχει καταγράψει διαδοχικά άλματα κατά τις περιόδους ύφεσης του 1990, 2000 και 2009 στις ΗΠΑ, στο 16%, το 10% και το 12% αντίστοιχα. Το 2017, ωστόσο, το ποσοστό αθέτησης φτάνει έως και το 25%.
Ο βασικός παράγοντας για το υψηλότερο ποσοστό αθέτησης είναι η έκρηξη της βόμβας βραδείας καύσεως που δημιούργησαν η επίμονη πολιτική μηδενικών επιτοκίων και οι στρατηγικές ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών από την αρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Μετά το τελευταίο καθοδικό σπριντ των ομολογιακών αποδόσεων το 2016, το 2017 κηρύσσει τη ριζική μεταστροφή των αποδόσεων, καθώς η μονομερής νομισματική πολιτική αντικαθίσταται από την έμφαση στη δημοσιονομική τόνωση. Ο Ντόναλντ Τραμπ και η Τερέζα Μέι φέρνουν μαζί τους μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης, πραγματικό πληθωρισμό και υψηλότερες αποδόσεις, και η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται να κάνει το ίδιο προκειμένου να αποφύγει την άνοδο του λαϊκισμού σε ολόκληρη την ήπειρο, με δεδομένη την πληθώρα των εκλογικών αναμετρήσεων εντός του έτους.
Η μείωση της ζήτησης για αποδόσεις οδηγεί τα επιτόκια σε περαιτέρω άνοδο παγκοσμίως, εκτός της Ιαπωνίας. Αυτό συνεπάγεται ότι οι καμπύλες απόδοσης γίνονται ακόμα πιο απότομες και τα επίφοβα τρισεκατομμύρια εταιρικού χρέους έρχονται αντιμέτωπα με τους χειρότερους φόβους τους.
Οι εκδότες χρεογράφων της πλέον χαμηλής αξιολόγησης βρίσκονται σε δύσκολη θέση όταν οι υφιστάμενες ομολογίες τους φθάνουν στη λήξη και αντιμετωπίζουν την ανάγκη αναχρηματοδότησης. Η μεγαλύτερη απειλή, ωστόσο, προέρχεται από τους επενδυτές που κινούνται μαζικά προς την έξοδο εγκαταλείποντας τα ομόλογα και επιτείνουν, έτσι, τη διεύρυνση του spread, ενώ παράλληλα καθιστούν αδύνατη την αναχρηματοδότηση του χρέους χαμηλής αξιολόγησης.
Το ποσοστό αθέτησης κορυφώνεται στο άνευ προηγουμένου 25%. Αλλά δεν είναι όλα μαύρα, αφού το υψηλό ποσοστό αθέτησης εταιρικού χρέους αποτελεί ουσιαστικά μια υγιή εξέλιξη για την οικονομία – ή μια αναγκαία δημιουργική καταστροφή, όπως θα το έθετε ο Γιόζεφ Σουμπέτερ: βγάζει εκτός παιχνιδιού τους μη αξιόπιστους, μη παραγωγικούς παίκτες της οικονομίας, οι οποίοι έμειναν στο απυρόβλητο για πολύ καιρό, και επιτρέπει την ανακατανομή κεφαλαίου σε εκείνους που το αξίζουν.
4) Το Brexit μετατρέπεται σε Bremain
Η παγκόσμια άνοδος του λαϊκισμού που έγινε έκδηλη με το δημοψήφισμα του Brexit, τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και το ιταλικό δημοψήφισμα αναγκάζει την ευρωπαϊκή ηγεσία να υιοθετήσει μια νέα στάση μεγαλύτερης συνεργασίας, τόσο στο εσωτερικό όσο και έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ενώ οι διαπραγματεύσεις επιμηκύνονται, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνειδητοποιεί ότι είναι ισχυρότερη με το Ηνωμένο Βασίλειο στους κόλπους της. Ως εκ τούτου, εκδηλώνει διάθεση για ορισμένες ουσιώδεις παραχωρήσεις στα ζητήματα της μετανάστευσης και των βρετανικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, υπό το υπάρχον ειδικό καθεστώς που διατηρεί η συγκεκριμένη χώρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν φτάνει η ώρα της ψηφοφορίας για την επίκληση του άρθρου 50 στο βρετανικό Κοινοβούλιο, η Βρετανία υπαναχωρεί υπέρ της νέας συμφωνίας, η οποία είναι σημαντικά βελτιωμένη σε σχέση με τα αρχικά αιτήματα αλλαγής της συνθήκης που είχε υποβάλει ο πρώην πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον.
Το πολυαναμενόμενο Brexit οδηγεί, λοιπόν, στο Bremain, με το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμένει εντός τροχιάς Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακούφιση των ξένων επενδυτών, οι οποίοι κατείχαν τεράστιο κεφάλαιο στο Ηνωμένο Βασίλειο και ανησυχούσαν για το μέλλον της χώρας, πυροδοτεί μαζική άνοδο των αντισταθμίσεων στη στερλίνα και ισχυρή αναστάθμιση λόγω επιστροφής των μεγάλων χρηματοοικονομικών εταιρειών στη λίρα Αγγλίας.
Η Τράπεζα της Αγγλίας αυξάνει τα επιτόκια πίσω στο 0,50% ώστε να ευθυγραμμιστεί κάπως με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, και το EURGBP μειώνεται κατακόρυφα στο 0,7300. Επιλέγουμε το 0,7300 με την αγορά να υποδέχεται το επίπεδο αξίας εισόδου της Βρετανίας στην ΕΟΚ το 1973.
5) Ο χαλκός χάνει τη δύναμή του
Μετά την απροσδόκητη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, ο χαλκός αποτέλεσε ξεκάθαρα έναν από τους νικητές στα εμπορεύματα. Το μέταλλο κινήθηκε ανοδικά με βάση την προσδοκία ότι η δέσμευση του νέου προέδρου να δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια στην ανοικοδόμηση της Αμερικής θα πυροδοτούσε μια έξαρση της ζήτησης – κάτι που έλειπε ολοένα και περισσότερο στον χαλκό μετά την κινεζική επενδυτική έκρηξη αμέσως μετά τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2009.
Το 2017, η αγορά αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ο νέος πρόεδρος θα δυσκολευτεί να υλοποιήσει τις υποσχεθείσες επενδύσεις και η προσδοκώμενη αύξηση της ζήτησης στον χαλκό τελικά δεν επέρχεται. Αντιμέτωπος με αυξανόμενη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό, ο Ντόναλντ Τραμπ ανεβάζει τους τόνους σε επίπεδο προστατευτισμού και η εισαγωγή εμπορικών εμποδίων προκαλεί προβλήματα τόσο στις αναδυόμενες οικονομίες όσο και στην Ευρώπη.
Η παγκόσμια ανάπτυξη ξεκινά να αποδυναμώνεται, ενώ η ζήτηση για βιομηχανικά μέταλλα από την Κίνα επιβραδύνεται. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτή τη φορά η ανάπτυξη της Κίνας δεν αφορά την απαιτητική σε πόρους κατασκευή υποδομών, αλλά την αύξηση της κατανάλωσης. Επιπλέον, οι χαμηλότερες τιμές του χαλκού μετατρέπονται σε καθεστώς, αφού τα αποθέματα μετάλλου από τα χρόνια “των παχειών αγελάδων” του χαλκού στην Κίνα πλημμυρίζουν την αγορά.
Μόλις ο χαλκός διασπάει μια γραμμή τάσης στήριξης, επιστρέφοντας μέχρι τα 2 USD/λίβρα του 2002, δίνεται το σήμα και ένα κύμα κερδοσκοπικών πωλήσεων (ειδικά από την Κίνα) οδηγεί τον χαλκό μέχρι το χαμηλό της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009, στα 1,25 USD/λίβρα.
6) Τεράστια κέρδη για το bitcoin με άνοδο των κρυπτονομισμάτων
Το καθεστώς Τραμπ τραβά όλους τους άσους από το μανίκι του σε ένα πάρτι δημοσιονομικών δαπανών, διογκώνοντας περαιτέρω τα σχεδόν 20 τρισ. USD δημόσιου χρέους και τριπλασιάζοντας ενδεχομένως το έλλειμμα προϋπολογισμού από το τρέχον επίπεδο των σχεδόν 600 δισ. USD στα 1,2-1,8 τρισ. USD, ή αλλιώς στο 6-8% της σημερινής αμερικανικής οικονομίας των 18,6 τρισ. USD.
Αυτό οδηγεί σε αλματώδη άνοδο την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, υποχρεώνοντας την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να επιταχύνει την αύξηση των επιτοκίων και αναγκάζοντας το USD να απογειωθεί.
Δημιουργείται έτσι ένα φαινόμενο ντόμινο στις αναδυόμενες οικονομίες και κυρίως στην Κίνα, που οδηγεί τους ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο να αναζητούν εναλλακτικούς τύπους νομισμάτων και συστημάτων πληρωμής ανεξάρτητους από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες έχουν εξαντλήσει τις νομισματικές πολιτικές, και από τους πιστούς συμμάχους τους, τις κυβερνήσεις, οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη χρηματοοικονομική καταστολή, και μακριά από πλήρως απαρχαιωμένα συστήματα συναλλαγών.
Με δεδομένο το ιστορικό των κύκλων “boom & bust” (“άνθιση και κατάρρευση”) του παραστατικού χρήματος και των εξάρσεων χρέους, είναι φανερό ότι τα κρυπτονομίσματα ήρθαν για να μείνουν. Το bitcoin ως κύριος εκπρόσωπος των κρυπτονομισμάτων επωφελείται από το χάος που επικρατεί.
Οι δυνάμεις των αναδυόμενων αγορών, με διακαή την επιθυμία να σταματήσουν να εξαρτώνται από τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ και το τραπεζικό σύστημα, αλλά και να υιοθετήσουν την τεχνολογία του Blockchain ως συστήματος πληρωμών, αποδεικνύονται πρόθυμοι υποστηρικτές του καθώς προσαρμόζονται σε μηδενικά επιτόκια και στη μείωση του συστηματικού κινδύνου.
Εάν το τραπεζικό σύστημα, αλλά και χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, καταλήξουν να δέχονται το bitcoin ως μερική εναλλακτική στο USD και στο παραδοσιακό σύστημα τραπεζικών συναλλαγών και πληρωμών, τότε το bitcoin θα τριπλασιάσει άνετα την αξία του μέσα στο επόμενο έτος, ανεβαίνοντας από το τρέχον επίπεδο των 700 USD σε τιμές άνω των 2.100 USD, με το αποκεντρωτικό σύστημα του Blockchain, η αδυναμία παρέμβασης στο πεπερασμένο σύστημα παροχής bitcoin και τα χαμηλά έως ανύπαρκτα κόστη συναλλαγής να κερδίζουν συνεχώς δύναμη και αποδοχή σε παγκόσμιο επίπεδο.
7) Η μεταρρύθμιση του τομέα υγείας προκαλεί πανικό στον κλάδο
Οι αγορές τροφοδοτούνται από τις φούσκες, και το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ έχει δημιουργήσει μια νέα φούσκα στο αμερικανικό σύστημα υγείας.
Οι τιμές των φαρμάκων ινσουλίνης, εξαιρώντας τον πληθωρισμό, βρίσκονται στο +700% σε σχέση με το 1996 και συνεχίζουν να αυξάνονται. Το ίδιο σκεύασμα ινσουλίνης είναι περίπου επτά φορές ακριβότερο στις ΗΠΑ συγκριτικά με τη Γαλλία.
Μιλάμε φυσικά για την τιμή χονδρικής, αφού η μεγάλη διαφορά τιμής αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές των ιδιωτικών εταιρειών ασφάλειας υγείας που απλώνουν ξανά το χέρι στους κρατικούς προϋπολογισμούς μέσω των άπειρων λογαριασμών που εξουσιάζουν το αμερικανικό σύστημα υγείας.
Οι γιατροί κερδίζουν περίπου πέντε φορές περισσότερα από τον μέσο Αμερικάνο ασθενή, δηλαδή περίπου τρεις φορές περισσότερα σε σχέση με τις αντίστοιχες δυτικές χώρες, κάτι το οποίο εν μέρει εξηγεί τα υψηλά διοικητικά κόστη λειτουργίας των νοσοκομείων στις ΗΠΑ.
Οι υγειονομικές δαπάνες κυμαίνονται περίπου στο 17% του ΑΕΠ, έναντι ενός παγκόσμιου μέσου όρου στο 10%, και μια αυξανόμενη μερίδα του αμερικανικού πληθυσμού αδυνατεί να πληρώσει τους λογαριασμούς για την ιατρική του φροντίδα.
Το αρχικό ράλι ανακούφισης στις μετοχές του κλάδου υγείας μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ εξαντλείται γρήγορα το 2017, καθώς οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα αφήσει το σύστημα υγεία στο απυρόβλητο, αλλά ότι αντίθετα θα προβεί σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο μη παραγωγικό και ακριβό αμερικανικό σύστημα υγείας.
Το ETF Health Care Select Sector SPDR Fund θα συρρικνωθεί κατά 50% και θα βρεθεί στα 35 USD, βάζοντας τέρμα στην πιο εντυπωσιακή ανοδική αγορά των αμερικανικών μετοχών από τη χρηματοπιστωτική κρίση έως σήμερα.
8) Παρά τον Τραμπ, το μεξικάνικο πέσο μεγαλουργεί ειδικά έναντι του CAD
Η αγορά έχει στ’ αλήθεια υπερεκτιμήσει την πραγματική πρόθεση ή ακόμα και τη δυνατότητα του Ντόναλντ Τραμπ να ανατρέψει την εμπορική συμφωνία με το Μεξικό, επιτρέποντας έτσι στο ταλαιπωρημένο πέσο να ανακάμψει – ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόγραμμα τόνωσης του νέου προέδρου μοιάζει με θείο δώρο για την οικονομία του Μεξικού λόγω του σημαντικού βαθμού εξάρτησής της από την αμερικανική ζήτηση.
Παράλληλα, η βόρεια γείτονος των ΗΠΑ αντιμετωπίζει προβλήματα, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια πυροδοτούν μια πιστωτική κρίση σε έναν από τους πλέον υπερμοχλευμένους ιδιωτικούς κλάδους στον κόσμο. Οι καναδικές τράπεζες καταρρέουν, αναγκάζοντας την Τράπεζα του Καναδά να υιοθετήσει πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης και να τροφοδοτήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με κεφάλαια προκειμένου να αποτρέψει μια κρίση και να συντηρήσει τα προσχήματα ενός υγιούς καναλιού δανεισμού προς την οικονομία.
Παρά τη συνεισφορά της ως βασικού παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η αγορά κατοικιών του Καναδά μετατρέπεται πλέον σε θηλιά στον λαιμό της οικονομίας. Επιπλέον, το CAD καταγράφει υποαποδόσεις καθώς ο Καναδάς επωφελείται πολύ λιγότερο από την αναβίωση της αμερικανικής ανάπτυξης σε σχέση με το παρελθόν, εξαιτίας της μακροχρόνιας υπονόμευσης του δευτερογενούς κλάδου της χώρας λόγω παγκοσμιοποίησης και του επί ετών εξαιρετικά ισχυρού νομίσματος. Το CADMXN προβαίνει σε διόρθωση των υψηλών του 2016 σε επίπεδο 30%.
9) Υπεραποδόσεις στις μετοχές των ιταλικών τραπεζών
Οι ιταλικές τράπεζες παρουσιάζουν υπεραποδόσεις σε σχέση με τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, αλλά και όλες τις άλλες κατηγορίες μετοχών, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει οδηγίες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγγυηθεί για όλες τις μεγάλες -και άρα πολύ σημαντικές για να αφεθούν στην τύχη τους- ευρωπαϊκές τράπεζες.
Κατά ειρωνικό τρόπο, οι ιταλικές τράπεζες, επιβαρυμένες με τεράστια μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε μια στάσιμη, εγχώρια οικονομία, λαμβάνουν σανίδα σωτηρίας όχι χάρη στη φροντίδα για την ίδια τη χώρα, αλλά λόγω του παραπαίοντα τραπεζικού κλάδου της Γερμανίας.
Οι γερμανικές τράπεζες έχουν εγκλωβιστεί σε μια πτωτική σπείρα, υπό το βάρος των αρνητικών επιτοκίων και των υπερβολικά επίπεδων καμπυλών απόδοσης. Το 2017, οι τράπεζες χάνουν ξαφνικά την πρόσβαση στην αγορά για την άντληση πρόσθετων κεφαλαίων, καθώς η κορύφωση στις παγκόσμιες αποδόσεις αντιπροσωπεύει μια απαγορευτική αύξηση του κόστους κεφαλαίου και επιτείνει τον ενδοτραπεζικό κίνδυνο με τις μεγάλες τράπεζες να αισθάνονται ότι δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στο ίδιο τους το σύστημα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η διάσωση μιας γερμανική τράπεζας ισοδυναμεί αναπόφευκτα με διάσωση μιας ευρωπαϊκής τράπεζας, και μάλιστα την πλέον κατάλληλη στιγμή για τις προβληματικές ιταλικές τράπεζες.
Η νέα εγγύηση καθιστά δυνατή την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επισφαλών Δανείων -ΕΤΕΔ- στα πρότυπα των προγραμμάτων διάσωσης των σουηδικών τραπεζών στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και του κλάδου αποταμιεύσεων και δανείων των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’80, με στόχο την εξυγίανση των ισολογισμών των ευρωπαϊκών τραπεζών και την επαναλειτουργία του τραπεζικού πιστωτικού μηχανισμού.
Οι μετοχές των ιταλικών τραπεζών καταγράφουν ράλι άνω του 100%.Οι μετοχές των ιταλικών τραπεζών καταγράφουν ράλι άνω του 100%.
10) Η ΕΕ προωθεί την ανάπτυξη μέσω κοινών ευρω-ομολόγων
Η άνοδος του λαϊκισμού το 2016, που έγινε έκδηλη με το δημοψήφισμα του Brexit και τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, επεκτείνεται και στην Ευρώπη, με το δημοψήφισμα του Ματέο Ρέντσι να επιβεβαιώνει την άνοδο του αντισυστημικού συναισθήματος και τις ολλανδικές εκλογές να χαρίζουν την επιτυχία στο Κόμμα για την Ελευθερία του Γκερτ Βίλντερς.
Αντιμέτωπα με ένα ολότελα νέο πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη, τα παραδοσιακά κόμματα υπαναχωρούν και αναγνωρίζουν ότι δεν έπραξαν τα δέοντα προκειμένου να αναβιώσουν την οικονομία, και εγκαταλείπουν τα προγράμματα λιτότητας. Μετά από μια δύσκολη αρχή, το σχέδιο Γιούνκερ βρίσκεται στον σωστό δρόμο, ωστόσο το συνολικό ποσό των 630 δισ. EUR σε ορίζοντα εξαετίας δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση.
Ολοένα και περισσότερες χώρες εκτιμούν ότι η σωστή απάντηση στην οικονομική και πολιτική κρίση είναι η υιοθέτηση πιο φιλόδοξων μέτρων κεϋνσιανού τύπου, στο πρότυπο των επιτυχημένων παραδειγμάτων του Βρετανού πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν και του Αμερικανού προέδρου Φρανκλίνου Ρούζβελτ μετά την κρίση του 1929.
Ένα σχέδιο τόνωσης τέτοιου βεληνεκούς προσφέρει τεράστια οικονομικά πλεονεκτήματα και ενισχύει σημαντικά την ανάπτυξη. Ωστόσο, τα οφέλη για τις χώρες που υιοθετούν αυτόν τον δρόμο κινδυνεύουν να εξασθενίσουν λόγω αύξησης των εισαγωγών εάν το σχέδιο δεν διαθέτει συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Προκειμένου να αποτραπεί αυτό το σενάριο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανακοινώνουν την έκδοση ενός κολοσσιαίου αριθμού κοινών ευρωομολόγων, με πρώτο στόχο τη δαπάνη 1 τρισ. EUR σε έργα υποδομής, γεγονός που ενισχύει την οικονομική ενοποίηση της περιοχής και προσελκύει τεράστιο όγκο εισροών κεφαλαίου από επενδυτές που ανακτούν την εμπιστοσύνη τους στο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.