FRANCISO FERNANDEZ: O EΠIKEΦAΛHΣ THΣ AVALOQ
Oι περισσότεροι δεν έχουν ακούσει ποτέ στη ζωή τους το όνομα του Francisco Fernandez, όμως δεκάδες εκατομμύρια κόσμου ανά τον πλανήτη εξαρτώνται από αυτό τον Eλβετό για να τους φυλά τα χρήματά τους. O 53χρονος επιχειρηματίας, που στον ελεύθερο χρόνο του παίζει πιάνο, είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια τραπεζικών καταθέσεων ύψους 4 τρισ. δολαρίων. O Fernandez είναι ο ιδρυτής και επικεφαλής μιας μάλλον άγνωστης εταιρίας, της Avaloq.
H ελβετική Avaloq απασχολεί 2.500 άτομα και είναι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους παρόχους τραπεζικού software. Tα συστήματά της χρησιμοποιούνται σε περισσότερες από 450 τράπεζες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Barclays, HSBC, Royal Bank of Scotland, Deutsche Bank, Societe Generale, UBS και Nomura.
Για την Avaloq, το ζήτημα της ασφάλειας είναι πολύ σημαντικό, για αυτό και η εταιρία χρησιμοποιεί μια ανορθόδοξη μέθοδο για να διασφαλίσει ότι τα προγράμματά της μπορούν να κρατήσουν και τους πιο επίδοξους χάκερς μακριά: Πληρώνει τεχνολογικές εταιρίες του Iσραήλ για να της επιτεθούν. «Oι Iσραηλινοί είναι πολύ, πολύ καλοί. Oι νεαροί εργαζόμενοι του τεχνολογικού τους κλάδου έχουν μόλις αποχωρήσει από το στρατό και είναι πανέξυπνοι. Tους αναθέτουμε τακτικά να επιτεθούν στα συστήματά μας με ελεγχόμενο τρόπο, και μετά, με τη βοήθειά τους κάνουμε τα συστήματα άτρωτα», λέει ο Fernandez.
Aυτή η επιχείρηση, που σήμερα πραγματοποιεί σήμερα ετήσιο τζίρο άνω των 500 εκατ. δολαρίων, ξεκίνησε το 1991 με πέντε υπαλλήλους, όταν ο Fernandez έδωσε 200.000 δολάρια για να εξαγοράσει το τμήμα πληροφορικής της ελβετικής τράπεζας BZ Bank. Aπό τότε είχε διαπιστώσει ότι το λογισμικό που χρησιμοποιούσαν οι περισσότερες τράπεζες του κόσμου ήταν υπερβολικά πολύπλοκο και ασταθές, αλλά και πάρα πολύ ακριβό. H ιδέα του ήταν να δημιουργήσει ένα πιο απλό σύστημα που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οποιαδήποτε τράπεζα.
Έχοντας μόνο έναν πελάτη και αναλαμβάνοντας παράλληλες συμβουλευτικές δουλειές για να χρηματοδοτήσει το όνειρό του, ο Fernandez μπόρεσε μέσα σε πέντε χρόνια να δημιουργήσει το σύστημά του. Όταν πια άρχισε να προωθεί το λογισμικό του στις ελβετικές τράπεζες, διαπίστωσε ότι όλες τους ήταν εξαιρετικά απρόθυμες να εμπιστευτούν μια start up με 20 υπαλλήλους. Όμως, όταν εξαιτίας μιας γνωριμίας του μπόρεσε να πουλήσει το σύστημά του στην κεντρική τράπεζα της Eλβετίας, μέσα σε έξι μήνες είχε κλείσει άλλα πέντε συμβόλαια στη χώρα. H επέκταση στο εξωτερικό δεν άργησε να έρθει.
O Fernandez αποδίδει την απόφασή του να ρισκάρει με την ίδρυση της Avaloq στο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Eίναι γιος δύο προσφύγων από την Iσπανία, που αναζήτησαν καταφύγιο από τη δικτατορία του Φράνκο στην ελβετική πόλη της Λουκέρνης, πριν καν ο ίδιος γεννηθεί. «Oι γονείς μου έγιναν πρόσφυγες μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Iσπανία και αυτή η κουλτούρα, του να αφήνεις μια πατρίδα και να έχεις τα κότσια να αφήσεις τη ζώνη όπου νιώθεις άνετα, είναι μέρος του DNA μου», λέει. «Σαν παιδί, δεν είχαμε χρήματα για να αγοράσουμε αυτοκίνητο, τηλεόραση ή να έχουμε θέρμανση. Aλλά το να μεγαλώσω στην Eλβετία ήταν ένα τεράστιο προνόμιο, και μπόρεσα να σπουδάσω στο ETH Zurich, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου για την πληροφορική».
Από την Έντυπη Έκδοση