Ακόμα και η Frieze Week της Νέας Υόρκης αλλάζει ρότα, ακολουθώντας τα σημάδια των καιρών και της… κρίσης
Ενώ όλος ο κόσμος ασχολείται με τις προετοιμασίες πολεμικών συρράξεων, τη νομική αναταραχή στις ΗΠΑ, το «σκληρό» Brexit και την άνοδο της ακροδεξιάς στις γαλλικές εκλογές, μερικές εκατοντάδες dealers ετοιμάζονται να κατέβουν στη Νέα Υόρκη για την Frieze Week. Εκεί, στο καθιερωμένο ετήσιο «παζάρι» τέχνης, θα προσπαθήσουν να πουλήσουν έργα τέχνης τα οποία συχνά κοστίζουν περισσότερα από όσα βγάζει ο μέσος εργαζόμενος αυτού του μάταιου κόσμου σε μια… ζωή. Όμως, σε μια αγορά που από το 2004 επιβραδύνει συνεχώς, κάνοντας πολλούς να μιλάνε για την «επόμενη μεγάλη φούσκα», οι dealers της τέχνης είναι αναγκασμένοι να αλλάξουν ρότα και να «κυνηγήσουν» μάλλον μικρότερου βεληνεκούς πελάτες. Κι αυτό γιατί οι super rich, τους οποίους όλοι είχαν στο «στόχαστρο» μέχρι πρότινος, φαίνονται αποφασισμένοι να περιμένουν και να είναι προσεκτικοί στις αγορές τους…
Έτσι, πολλές γκαλερί που θα έχουν τα δικά τους stands στην έκθεση της Frieze Week θα αποφύγουν να δώσουν βάρος στα πανάκριβα, σπάνια έργα τα οποία άλλοτε μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον όλων και θα επιχειρήσουν να συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον του κοινού, «χτυπώντας» σε μονοθεματικά concepts τα οποία συχνά τραβούν μια γραμμή ισορροπίας ανάμεσα στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα και το εμπόριο.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Cheim & Read, η οποία θα κάνει μια παρουσίαση αποκλειστικά σε ροζ χρώμα, δίνοντας μηνύματα υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών. Άλλες γκαλερί θα παρουσιάσουν «επαναστατική» τέχνη, όπως για παράδειγμα αυτή του Martin Wong που θα δείξει η ΝεοΥορκέζικη PPOW, ενώ η Λονδρέζικη Maureen Paley θα κατεβάσει έργα του Wolfgang Tillmans, ενός καλλιτέχνη που έκανε καμπάνια κατά του Brexit.
Πάντως, εκτός από τη διαφαινόμενη απροθυμία των super rich να επενδύσουν στην τέχνη, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Αυτοί που βλέπουν πως δεν τέλειωσαν όλα. Ο συνιδιοκτήτης της ελβετικής γκαλερί Gmurzynska, Mathias Rastorfer, λέει πως θα εκθέσουν έργα καλλιτεχνών όπως οι Fernand Lιger, Kurt Schwitters και Robert Indiana, οι οποίοι κοστολογούνται από τις 300.000 ως τα 5 εκατομμύρια δολάρια.
«Οι εκθέσεις», λέει, «ήταν πάντα ένας σημαντικός δείκτης του πού πηγαίνει η αγορά της τέχνης. Πώς να αντιδράσεις λοιπόν σε μια κατάσταση όπου έχεις, από τη μία πλευρά, τεράστια πολιτική αβεβαιότητα, αλλά, από την άλλη, μια Wall Street που εκρήγνυται και πολύ, μα πολύ διαθέσιμη ρευστότητα»;
Από την ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ