Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν δυσμενώς τη ρωσική οικονομία και επηρεάζουν και τις επιλογές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από το να προχωρήσουν σε επενδύσεις στη χώρα είναι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας (77%), τα ρωσικά αντίμετρα έναντι της ΕΕ και των ΗΠΑ (60%), καθώς και η τιμή του πετρελαίου (54%).
Αυτό προκύπτει από την ετήσια έρευνα Συνδέσμου Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων (Association of European Businesses – AEB) “Στρατηγικές και Προοπτικές για τις Ευρωπαϊκές Επιχειρήσεις στη Ρωσία” που διεξήχθη τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2017 και σε αυτήν έλαβαν μέρος 79 εταιρείες-μέλη του AEB.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές ρωσικές εταιρείες μέλη του AEB διαθέτουν σημαντικό μερίδιο ευρωπαϊκών κεφαλαίων ή/και έχουν συσταθεί από πολίτες ευρωπαϊκών χωρών. Ο σύνδεσμος ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της ετήσιας έρευνας που διεξάγει σχετικά με τις στρατηγικές και προοπτικές για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στη Ρωσία, όπως αναφέρεται σε σχετικό ενημερωτικό έγγραφο του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στη Μόσχα.
Η έρευνα, που διεξήχθη για δέκατη φορά, σε συνεργασία και με το Διεθνές Ινστιτούτο Μάρκετινγκ και Κοινωνικών Ερευνών της Ρωσίας GfK Rus, αποτελεί μια πηγή πληροφοριών που παρέχει μία γενική εικόνα της ελκυστικότητας του ρωσικού επενδυτικού περιβάλλοντος και υπογραμμίζει τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία και τις στρατηγικές που αυτές υιοθετούν.
Επιπλέον, η ομοιομορφία της έρευνας επιτρέπει την ανάλυση και σύγκριση των στοιχείων σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι κυριότεροι λόγοι για την είσοδο στη ρωσική αγορά εξακολουθούν να είναι οι σημαντικές δυνατότητες και το μεγάλο μέγεθος της αγοράς, καθώς και η θετική δυναμική της αγοράς (100%, 99% και 94% αντίστοιχα). Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι μακροοικονομικές προβλέψεις για τη Ρωσία είναι θετικές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε σχέση με πέρυσι, το ποσοστό των εταιρειών που δήλωσαν ότι η συνολική κατάσταση της οικονομίας έχει βελτιωθεί, σε σχέση με τις προσδοκίες, έχει αυξηθεί σημαντικά. Το 2017 σημειώθηκε σημαντική αύξηση (42%) στον αριθμό των επιχειρήσεων που αναμένουν αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με πέρυσι (23% το 2016).
Όσον αφορά τα επόμενα 2 έως 3 χρόνια, το 43% των ερωτηθέντων αναμένει αύξηση των επενδύσεων στον τομέα που τον αφορά (43%) και στη Ρωσία γενικότερα (51%), που είναι σημαντικά υψηλότερο από πέρυσι (19% και 35% αντίστοιχα). Ο αριθμός των εταιρειών που αναμένουν αύξηση του κύκλου εργασιών τους και αύξηση του κέρδους τους παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο, ήτοι στο 75% και 53% αντίστοιχα.
Οι συμμετέχουσες εταιρείες αναμένουν ότι η ρωσική οικονομία θα αναπτυχθεί βραχυπρόθεσμα (57%) και μεσοπρόθεσμα (75%). Τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά υψηλότερα από πέρυσι (8% και 53% αντίστοιχα). Ταυτόχρονα, οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές παραμένουν επίσης σε υψηλό επίπεδο με το 82% των εταιρειών να εμφανίζεται πεπεισμένο ότι η ρωσική οικονομία θα αναπτυχθεί.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν δυσμενώς τη ρωσική οικονομία είναι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας (77%), τα ρωσικά αντίμετρα έναντι της ΕΕ και των ΗΠΑ (60%), καθώς και η τιμή του πετρελαίου (54%). Όσον αφορά στους παράγοντες που οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι επηρεάζουν τις επιδόσεις τους και αποτελούν πρόκληση για αυτές:
-Το 66% των εταιρειών δήλωσε ότι οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις επιδόσεις τους στη Ρωσία.
-Το 39% δήλωσε ότι η τιμή του πετρελαίου επηρεάζει δυσμενώς τις επιδόσεις των επιχειρήσεων στη Ρωσία (σε σύγκριση με το 63% το 2016).
Το 39% δήλωσε ότι τα ρωσικά αντίμετρα κατά της ΕΕ και των ΗΠΑ επηρεάζουν αρνητικά τις επιδόσεις τους.
-Το 37% δήλωσε ότι η οικονομική πολιτική της Ρωσικής Ομοσπονδίας επηρεάζει δυσμενώς τις επιδόσεις τους στη Ρωσία (σε σύγκριση με το 49% το 2016).
Από την άλλη πλευρά, η έρευνα έδειξε ότι τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος σχετικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και η εκλογή του Donald Trump ως Προέδρου των ΗΠΑ είχαν ελάχιστο αντίκτυπο στις επιδόσεις των επιχειρήσεων στη Ρωσία (85% και 81% των εταιρειών δήλωσαν ότι αυτά τα γεγονότα δεν επηρεάζουν την απόδοσή τους). Επίσης, αναφορικά με τα κύρια προβλήματα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση οι επιχειρήσεις υπέδειξαν τα υψηλά επιτόκια (47%) και την περιορισμένη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό (32%).
Τέλος, όσον αφορά στην αξιολόγηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αυτή κινείται σε μάλλον χαμηλό επίπεδο. Η συνεργασία με τις νομοθετικές, τελωνειακές και φορολογικές αρχές βαθμολογείται μάλλον αρνητικά, ενώ οι κανονιστικοί περιορισμοί αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για τις επιχειρήσεις με το 60% των εταιρειών να τους θεωρούν ως το κύριο εμπόδιο για τις επιχειρήσεις.
Ακολουθεί η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού, που συγκεντρώνει το 25% των ερωτηθεισών εταιρειών, ενώ το 24% των επιχειρήσεων χαρακτήρισε την ανεπαρκή αξιοπιστία της αλυσίδας εφοδιασμού ως το κύριο εμπόδιο για τις επιχειρήσεις.
Τα περισσότερα μέλη του AEB δεν αναμένουν βελτίωση της κατάστασης όσον αφορά τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία και τους φόρους/τέλη στα επόμενα δύο χρόνια (62%, 58% και 52% αντίστοιχα). Σημειώνεται ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων προέρχεται από εταιρείες που είναι καταχωρημένες ως γερμανικές εταιρείες (19%), ενώ υψηλό ποσοστό ερωτηθέντων προέρχεται από τη Ρωσία, την Ολλανδία και τη Φινλανδία (16%, 8% και 8% αντίστοιχα).
Όσον αφορά την κατανομή των επιχειρήσεων ανά βιομηχανία, οι υπηρεσίες (23%), οι κατασκευές (9%) και η χημική βιομηχανία/φαρμακευτικά προϊόντα (9%) ήταν οι πιο αντιπροσωπευτικές. Το 67% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα δραστηριοποιούνται στον τομέα παροχής υπηρεσιών και δεν διαθέτουν εγκαταστάσεις παραγωγής στη Ρωσία. Σχεδόν οι μισές εταιρείες (51%) απασχολούν λιγότερους από 100 εργαζόμενους στη Ρωσία. Το 3% των ερωτηθέντων προέρχεται από εταιρείες που απασχολούν πάνω από 5.000 άτομα.
Ο κύκλος εργασιών του 68% των εταιρειών το 2016 ανήλθε σε 100 εκατ. ευρώ, ενώ το 54% των εταιρειών δήλωσε ότι ο κύκλος εργασιών του το 2016 αυξήθηκε σε σχέση με το 2015, ποσοστό σημαντικά βελτιωμένο σε σχέση με αυτό της περσινής έρευνας (43%). Αντίθετα, το 30% των εταιρειών ανέφερε χαμηλότερο κύκλο εργασιών από ό, τι το 2015 (το 2015, το ποσοστό αυτό ήταν 36%).