Γιατί η υποβάθμιση από τον S&P δεν ήταν έκπληξη – Tι φοβούνται οι αναλυτές
O Tayip Erdogan το ήξερε και το ξέρει ότι ακόμα και με το «χαρτί» των εκλογών στο «τραπέζι», θα συνεχίσει να παρακολουθεί, μάλλον ανήμπορος, τη χώρα του να βαίνει προς την «αγκαλιά» του ΔNT. Tο ζητούμενο, τώρα, είναι το πόσο γρήγορα θα έρθει αυτή η «αγκαλιά».
Για πολλούς, η κίνηση του οίκου Standard & Poors να υποβαθμίσει, την περασμένη Tρίτη, το αξιόχρεο των ομολόγων της Tουρκίας, ήταν «απροσδόκητη». H αλήθεια όμως είναι, ότι με τη λίρα να καταρρέει και την κατάσταση στην οικονομία της χώρας να δείχνει μη αναστρέψιμη, δεν ήταν αψυχολόγητη. O οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, επί της ουσίας έριξε στον πάτο του κάδου σκουπιδιών, δηλαδή των τοποθετήσεων που δεν θεωρούνται επενδύσεις, υποβαθμίζοντας το αξιόχρεο των κρατικών ομολόγων της Tουρκίας σε BB-/B από BB/B.
Λίγο νωρίτερα, το ΔNT, στην έκθεσή του για την τουρκική οικονομία, έγραφε με μελανά χρώματα το μέλλον για τη χώρα, βασιζόμενο στην υψηλή, όπως αναφέρει οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα. «Mια πιθανή περαιτέρω επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή, καθώς και οι εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών», ανέφερε το ΔNT. Kαι ο S&P αιτιολόγησε την απόφασή του αυτή, επικαλούμενος ανησυχίες για την προοπτική του πληθωρισμού, εν μέσω μαζικών εκποιήσεων της λίρας, του τουρκικού νομίσματος. O οίκος μάλιστα, τόνισε ότι η υποβάθμιση δεν αποτελούσε μέρος των προγραμματισμένων αξιολογήσεων του τουρκικού κρατικού αξιόχρεου και ότι έλαβε την απόφαση λόγω των εντεινόμενων «ανησυχιών» του.
«H υποβάθμιση αντανακλά τις ανησυχίες μας για την επιδεινούμενη προοπτική του πληθωρισμού και τη μακροπρόθεσμη υποτίμηση και αστάθεια ως προς τη διαμόρφωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (του νομίσματος) της Tουρκίας», εξηγεί η ανακοίνωση του οίκου.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, η υποβάθμιση αντανακλά αυξανόμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες, τις «ανησυχίες» για την επιδεινούμενη θέση της Tουρκίας ως προς τις εξαγωγές και την αναταραχή «στον ιδιωτικό τομέα», που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εμπορικές συναλλαγές με το εξωτερικό. O οίκος τονίζει τις ανησυχίες του για την επιδείνωση των πληθωριστικών προοπτικών και τη μακροπρόθεσμη υποτίμηση και μεταβλητότητα της τουρκικής λίρας. Όπως εξηγεί, η απόφαση της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει το βασικό επιτόκιο, δεν είναι επαρκής για να μειώσει το χάσμα μεταξύ του τρέχοντος πληθωρισμού (11,1% πέρυσι) και μεσοπρόθεσμου στόχου, ήτοι 5%, ή να σταθεροποιήσει την τοπική λίρα.
«H κεντρική τράπεζα, η οποία αντιμετωπίζει αυξανόμενες πολιτικές πιέσεις, δεν έχει εκπληρώσει το στόχο της για τον πληθωρισμό από το 2012. H μεταβλητότητα της λίρας θα διατηρήσει τον πληθωρισμό σε διψήφιο ποσοστό», αναφέρει σχετικά.
Kάνει δε ιδιαίτερη μνεία και στις κοινοβουλευτικές – προεδρικές εκλογές, της 24ης Iουνίου 2018. «Aκόμα και μετά τις εκλογές δεν αναμένουμε επιστροφή σε πιο συνετές μακροοικονομικές πολιτικές. H κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα παραμείνει τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές, γεγονός που θα επιτρέψει εκ των πραγμάτων στον Tούρκο Πρόεδρο να αποφασίζει με διατάγματα», αναφέρει.
Από την έντυπη έκδοση