Η στάση της Γερμανίας
Πολιτικοί κι οικονομικοί κύκλοι στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να προσανατολίζονται στην ιδέα της αύξησης δαπανών προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα μίας επιβράδυνσης των οικονομιών τους, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα του Forum Ambrosetti, που διεξήχθη το Σαββατοκύριακο στο Τσερνόμπιο της Ιταλίας.
Ακόμη και στην ίδια την «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη Γερμανία, αυτός ο διάλογος έχει αρχίσει να τίθεται με όλο και πιο έντονο τρόπο, καθώς η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί ενώπιον ενός δεύτερου τριμήνου σε υφεσιακή τροχιά.
Μολαταύτα, αν και τα στοιχεία του β’ τριμήνου να δείχνουν πως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δείχνει σταματημένη, οι Γερμανοί πολιτικοί είναι διστακτικοί ως προς το να εφαρμόσουν αυτήν την πολιτική, όπως πρότεινε ανοικτά ο οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί στο περιθώριο του Forum.
Όπως τόνισε ο υφυπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Γιοργκ Κούκις, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Bloomberg από το Forum, η χώρα του «έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει εάν και όποτε θεωρήσει πως είναι αναγκαίο. Όμως, προς το παρόν δεν θεωρούμε πως έφθασε αυτή η στιγμή».
Μολονότι ο Κούκις παραδέχθηκε πως «υπάρχει έντονος διάλογος» για την αλλαγή πλεύσης, οι δηλώσεις του φανερώνουν πως οι Γερμανοί εξακολουθούν να επιμένουν στη γραμμή Schwarze nul («μηδέν μαύρο», δηλ. ισοσκελισμένος προϋπολογισμός), που χάραξε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και επέβαλε σε όλη την Ευρωζώνη κατά τη διάρκεια της κρίσης. Εις μάτην, λοιπόν, η πρόταση που έκανε ο Ιταλός Πρόεδρος, Σέρτζο Ματαρέλα, στο Ambrosetti για τροποποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στο Forum, η άποψη του Ματαρέλα δεν ήταν η μόνη προς αυτήν την κατεύθυνση. Και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρυνό Λεμέρ, επισήμανε πως η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να δαπανήσει περισσότερο και πως πρέπει να το κάνει γιατί είναι προς το συμφέρον της. «Δεν ζητώ από τη Γερμανία ή όποια άλλη χώρα να δαπανήσει περισσότερα χρήματα ενώ εμείς δεν κάνουμε τίποτε. Αλλά, υπάρχει ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις σε χώρες που έχουν δημοσιονομικό χώρο για να το πράξουν κι αυτή είναι η περίπτωση της Γερμανίας.
Από του βήματος του Τσερνόμπιο και ο Ισπανός αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουΐς ντε Γκίνδος, δήλωσε πως από μόνη της η νομισματική πολιτική δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσει την ύφεση, όσο κι εάν η ΕΚΤ μειώνει τα επιτόκια και πλέον αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να ξαναρχίσει την αγορά κρατικών τίτλων.
«Ο δημοσιονομικός χώρος θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί με φρόνηση στις χώρες όπου υπάρχει», σημείωσε ο ντε Γκίνδος, που χωρίς να την κατονομάζει ανοικτά, όλοι κατάλαβαν πως αναφέρεται στη Γερμανία. «Η δημοσιονομική πολιτική δύναται να παίξει έναν πιο αντικυκλικό και σταθεροποιητικό ρόλο», πρόσθεσε.
Στο φόντο του διαλόγου στο Τσερνόμπιο βρέθηκε, εξάλλου, η αδυναμία των χωρών της Ευρωζώνης να συμφωνήσουν σε έναν κοινό προϋπολογισμό, που θα είναι ικανός να μεταγγίσει χρήματα και να αντιμετωπίσει την ύφεση σε περίπτωση ανάγκης, δέκα χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης.
Επίσης και η πολυθρύλητη τραπεζική ενοποίηση, η οποία είναι έτοιμη όσον αφορά τους δύο από τους τρεις πυλώνες της: Εποπτεία και κονδύλια του ταμείου εξυγίανσης και σκοντάφτει μόνο στην εγγύηση των καταθέσεων έως 100.000 ευρώ, στην οποία αντιτίθεται η Γερμανία.
Μολαταύτα, ο επικεφαλής του Eurogroup, Πορτογάλος Μάριο Σεντένο, παραμένει αισιόδοξος για την τελική σύσταση του κοινού οργάνου για την αντιμετώπιση της κρίσης, υπογραμμίζοντας πως «ορισμένες χώρες προετοιμάζονται για να δράσουν εάν κριθεί αναγκαίο» και πιστεύει πως «έχουμε τα απαραίτητα μέσα σε περίπτωση κρίσης».
Ωστόσο, ο κίνδυνος της ύφεσης και οι απειλές από την πολιτική δασμών που έχει δρομολογήσει ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, έχουν αρχίσει να παρακινούν τον διάλογο για αύξηση των δαπανών στη Γερμανία.
Ήδη, ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, έχει δηλώσει δημοσίως πως η κυβέρνησή του θα μπορούσε να μεταγγίσει 50 δισ. ευρώ για να δώσει κίνητρο στην οικονομία, ποσό που κρίνεται μικρό σχεδόν από το σύνολο των ευρωπαίων ομολόγων του.
Πηγή: Businessinsider.it