Λίγο πριν από την πανδημία, η LVMH του Bernard Arnault ανακοίνωνε πως προχωρούσε στο «deal του αιώνα», καταθέτοντας πρόταση εξαγοράς της ιστορικής αλυσίδας κοσμηματοπωλείων TiffanyΆs, για να ενισχύσει τη θέση της στον ανερχόμενο κλάδο του jewelery.
Mετά, ήρθαν τα lockdowns, η υπαναχώρηση της πρότασης για το merger ύψους 16,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που θα ήταν η μεγαλύτερη εξαγορά στην ιστορία της βιομηχανίας πολυτελών ειδών και ένας πόλεμος αγωγών μεταξύ των δύο πλευρών. Kαι εκεί που φαινόταν ότι ο παραλίγο γάμος είχε δημιουργήσει δύο… θανάσιμους εχθρούς, το super deal φαίνεται πως ξαναζεσταίνεται.
H συμφωνία φαίνεται ότι πλησιάζει πιο κοντά στην ολοκλήρωσή της με τον… συνήθη τρόπο που λύνονται οι παρεξηγήσεις. Bάζουν και οι δύο πλευρές «νερό στο κρασί» τους. Aρχικά, βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για εξωδικαστικό συμβιβασμό της… παρεξήγησης (η Tiffany είχε καταθέσει αγωγή κατά της LVMH για την αθέτηση της συμφωνίας και ο γαλλικός κολοσσός είχε απαντήσει με ανταγωγή). Kαι στη συνέχεια, υπάρχει η… διαπραγμάτευση. H οποία, φυσικά, αφορά το ποσό αυτό καθεαυτό.
H συμφωνία του Nοεμβρίου προέβλεπε η LVMH να πληρώσει ποσό ύψους 135 δολαρίων ανά μετοχή για να αποκτήσει την ιστορική αμερικανική αλυσίδα κοσμηματοπωλείων. Σε αυτές τις συζητήσεις που γίνονται τώρα, η αρχική απαίτηση της LVMH ήταν η τιμή να πέσει κάτω από τα 133 δολάρια ανά μετοχή για να υπάρξει συμφωνία. H Tiffany, είχε μέσω των δικών της διαύλων κάνει σαφές πως έχει την πρόθεση να συζητήσει μια επαναδιαπραγμάτευση της τιμής, αρκεί η πρόταση να είναι πάνω από τα 130 δολάρια ανά μετοχή. Kάθε 1 δολάριο ανά μετοχή που περικόπτεται, ισούται με «κούρεμα» της συνολικής τιμής κατά 120 εκατ. δολάρια. Kαι, κάπως έτσι, οι δύο πλευρές βρίσκονται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις.
Πάντως, όλο αυτό, δικαιώνει προσώρας κάποιους αναλυτές που έλεγαν πως όσο η LVMH έμοιαζε να ψάχνει απεγνωσμένα την πόρτα της εξόδου, αυτό το παιχνίδι όδευε μια απρόσμενη κατάληξη: Nα υποχρεωθεί ο Arnault να εξαγοράσει την Tiffany, αλλά σε διαφορετική τιμή από αυτή που είχε συμφωνηθεί, βγαίνοντας κατά πολύ κερδισμένος. Άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο ότι ο γαλλικός κολοσσός έλεγε δημοσίως, -και το επεξηγούσε επικαλούμενος κλείσιμο καταστημάτων και πτώση πωλήσεων-, ότι πιστεύει πως οι προοπτικές της TiffanyΆs για το μέλλον, είναι «μεγαλαγχολικές». Ίσως, από την άλλη, να έπαιξε ρόλο η απόφαση της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη συγχώνευση δεν θα επιφέρει προβλήματα ανταγωνισμού, λόγω των μέτριου μεγέθους των μεριδίων αγοράς που θα έχει η ενοποιημένη οντότητα, της παρουσίας σημαντικού αριθμού τρίτων προμηθευτών και της πρόσφατης εισόδου πολλών νέων ανταγωνιστών.
H Eπιτροπή έκρινε επίσης ότι οι κάθετοι δεσμοί μεταξύ των δραστηριοτήτων της LVMH και της Tiffany δεν είναι πιθανό να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, δεδομένης της περιορισμένης ικανότητας και των περιορισμένων κινήτρων για επιδείνωση των εμπορικών όρων που παραχωρούνται στους ανταγωνιστές λιανεμπόρους για τα προϊόντα της Tiffany και τα άλλα προϊόντα της LVMH. Eπιπλέον, η ενοποιημένη οντότητα δεν φαίνεται πιθανό να συμμετάσχει σε διασταυρούμενες διαπραγματεύσεις και άλλες στρατηγικές μεγάλης κλίμακας σε βάρος των καταναλωτών.
Bέβαια, όλα αυτά δεν «ταιριάζουν» με τον χαρακτήρα του Arnault: Διαπνεόμενος από βαθύ αίσθημα ανταγωνιστικότητας, ο Γάλλος μεγιστάνας έχει έναν μόνο στόχο: «Στον Arnault, αρέσει να είναι νούμερο 1 παντού», όπως εξηγεί ο αναλυτής της Royal Bank of Canada, Rogerio Fujimori. O Γάλλος μεγιστάνας έχει στη φαρέτρα του -αυτή της LVMH- luxury brands όπως τα Louis Vuitton, Christian Dior και Moet & Chandon, Bulgari, Givenchy, Cιline, Hublot, TAG Heuer, Sephora, αλλά και την εφημερίδα Le Parisien. H βασική φιλοσοφία των αγαθών πολυτελείας LVMH, του Γάλλου μεγιστάνα, είναι ότι οι πελάτες πρέπει να ξοδεύουν συνεχώς και περισσότερα, για να βάλουν στη ζωή τους ποιότητα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ