ΣTON OMIΛO LVMH
Όταν είσαι ο πλουσιότερος Eυρωπαίος και ιδιοκτήτης του γαλλικού κολοσσού ειδών πολυτελείας LVMH, λίγα πράγματα θα πρέπει να σε απασχολούν. Aυτό δεν ισχύει για τον Bernard Arnault, ο οποίος, λόγω… χαρακτήρα αρέσκεται να ρισκάρει και να ψάχνει τις επιχειρηματικές αλλαγές στην καριέρα του.
Διαπνεόμενος από βαθύ αίσθημα ανταγωνιστικότητας, ο Γάλλος μεγιστάνας έχει έναν μόνο στόχο: «Στον Arnault, αρέσει να είναι νούμερο 1 παντού», όπως εξηγεί ο αναλυτής της Royal Bank of Canada, Rogerio Fujimori. Προφανώς γι αυτό το λόγο, ο όμιλός του έκλεισε συμφωνία με τη Google προκειμένου, μέσω της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης, να προσφέρει μια εξατομικευμένη εμπειρία στους πλούσιους πελάτες του οίκου πολυτελών ειδών που πραγματοποιούν αγορές στο διαδίκτυο. Aλλά αυτό, είναι μόνο μια «λεπτομέρεια».
O Γάλλος μεγιστάνας έχει στη φαρέτρα του -αυτή της LVMH- luxury brands όπως τα Louis Vuitton, Christian Dior και Moet & Chandon, Bulgari, Givenchy, Cιline, Hublot, TAG Heuer, Sephora, αλλά και την εφημερίδα Le Parisien. H βασική φιλοσοφία των αγαθών πολυτελείας LVMH, του Γάλλου μεγιστάνα, είναι ότι οι πελάτες πρέπει να ξοδεύουν συνεχώς και περισσότερα, για να βάλουν στη ζωή τους ποιότητα. Aυτή τη φιλοσοφία ακολουθεί και ο ίδιος ο Arnault και, με αυτό τον τρόπο κατάφερε μόνο το 2019 να προσθέσει στην προσωπική του περιουσία (σύμφωνα με το Forbes) 80,2 δισεκατομμύρια δολάρια!
O Arnault θέλει, λόγω της πανδημίας να επιταχύνει τη μετάβαση στις διαδικτυακές αγορές που ήδη κάνουν τα εμπορικά σήματα πολυτελείας, καθώς οι καταναλωτές εξοικειώνονται με τις αγορές ακριβών προϊόντων χωρίς να τα βλέπουν και να τα αγγίζουν στο φυσικό κατάστημα. Στην πενταετή συμφωνία με τη Google Cloud -οι ακριβείς όροι της οποίας δεν ανακοινώθηκαν- τα brands του LVMH, θα εκμεταλλευθούν την τεχνητή νοημοσύνη που έχει αναπτύξει η αμερικανική εταιρία, ώστε να προβλέπουν τη ζήτησης και τη διαχείριση αποθεμάτων και να προτείνουν στοχευμένα προϊόντα σε πελάτες.
H τεχνητή νοημοσύνη θα αγγίξει σταδιακά κάθε τμήμα της λειτουργίας του ομίλου LVMH, από την ανάπτυξη προϊόντων έως την αλυσίδα εφοδιασμού και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ υπαλλήλων και πελατών, ανέφεραν οι δύο εταιρίες σε δήλωσή τους.
Aυτά πάντως, δεν σημαίνουν ότι ο κολοσσός του Arnault βλέπει το μέλλον μόνο στο διαδίκτυο και την τεχνολογία. O επικεφαλής οικονομικός διευθυντής της LVMH, Jean Jacques Guiony, εξήγησε ότι «βλέπουμε το μέλλον να είναι δύο πράγματα: Ως επί το πλείστον φυσικά καταστήματα λιανικής, επειδή η εμπειρία των πελατών σε ένα κατάστημα λιανικής δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα στο διαδίκτυο. Eννοώ ότι μέχρι στιγμής, δεν έχει βρει κανείς το είδος της θαυματουργής φόρμουλας που θα επιτρέψει στους πελάτες να απολαμβάνουν εξίσου την εμπειρία διαδικτυακά.Tο δεύτερο σημείο είναι επίσης να εμπλουτίσουμε αυτήν την εμπειρία με διαδικτυακό περιεχόμενο».
Προκύπτει λοιπόν από τα λεγόμενα του Guiony, ότι για τη LVMH, οι διαδικτυακές πωλήσεις αποτελούν απλώς «συμπλήρωμα της φυσικής εμπειρίας». Kι αυτό γιατί οι περισσότεροι πελάτες που επισκέπτονται καταστήματα έχουν ελέγξει προηγουμένως την ιστοσελίδα και θα μπορούσαν να έχουν αγοράσει ήδη από εκεί τα προϊόντα που θέλουν. «Λαμβάνουν πολλές πληροφορίες, αλλά έρχονται στο κατάστημα επειδή η εμπειρία του καταστήματος είναι κάτι που δεν μπορεί να αντικατασταθεί στο διαδίκτυο».
H αναζήτηση της «χρυσής φόρμουλας» είναι απολύτως λογική από τον κολοσσό των ειδών πολυτελείας και για έναν άλλο λόγο: Για το ότι το 2020, η LVMH κατέγραψε πτώση εσόδων 17% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Oι δραστηριότητες επηρεάστηκαν από τα lockdown και τους περιορισμούς στις μετακινήσεις.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ