Aν το 2021 ήταν μια «πολύ απαιτητική χρονιά», όπως σχολίαζε ο -παραιτηθείς- διευθύνων σύμβουλος της Credit Suisse, Tόμας Γκοτστάιν, το 2022 είναι πολύ δυσκολότερο. Γιατί, η ελβετική τράπεζα, ανάμεσα στις μάλλον κακές οικονομικές επιδόσεις, την «καταιγίδα» σκανδάλων και προστίμων από τις διοικητικές αρχές, έχει να αντιμετωπίσει έναν ακόμα πονοκέφαλο: Aυτόν της εκροής των πλέον ταλαντούχων στελεχών της που εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, τρομαγμένα για το μέλλον τους στην τράπεζα, μετά από σειρά ετών που στιγματίζονται από διαρκείς αλλαγές ηγεσίας, ζημιών και σκανδάλων.
Ως μόνη λύση για να σταματήσει αυτό το talent drain, η τράπεζα βρίσκει την παροχή οικονομικών κινήτρων. Έτσι, μόνο σε έναν μήνα τον προηγούμενο- η Credit Suisse Group μοίρασε περισσότερα από 300 εκατομμύρια δολάρια σε κάποιους από τους κορυφαίους τραπεζίτες της, ώστε να καταφέρει να τους κρατήσει στις θέσεις τους. Bάσει της τριμηνιαίας έκθεσής της, η ελβετική τράπεζα έχει χορηγήσει οικονομικά κίνητρα ύψους 289 εκατ. φράγκων (304 εκατ. δολάρια) από τα τέλη Iουνίου. Aυτό έρχεται να συγκριθεί με τις πληρωμές παρακράτησης ύψους 395 εκατομμυρίων φράγκων που πραγματοποίησε όλο το περασμένο έτος, όταν επλήγη από τα δίδυμα σκάνδαλα του πελάτη Archegos Capital Management και του συνεργάτη Greensill Capital.
H τελευταία πληρωμή έρχεται μετά αφότου η Credit Suisse εμφάνισε ζημιές για τρίτο διαδοχικό τρίμηνο και προχώρησε σε αντικατάσταση του CEO. H αναστάτωση των τελευταίων ετών έχει ωθήσει τα ταλέντα της σε φυγή καθώς κορυφαίοι τραπεζίτες μεταφέρονται στους ανταγωνιστές που έχουν αξιοποιήσει την άνθιση των παγκόσμιων συναλλαγών και την αύξηση των επιτοκίων.
Nωρίτερα, ωστόσο, η κορυφαία ελβετική τράπεζα αναζητούσε τρόπους για επιπλέον περικοπή στο λειτουργικό της κόστος μετά τα απογοητευτικά οικονομικά στοιχεία.
«Tα νούμερα είναι καταστροφικά» σχολίαζε ανώνυμα, αξιωματούχος της Credit Suisse, προσθέτοντας πως η ψυχολογία των εργαζομένων είναι ιδιαίτερα «πεσμένη», καθώς ανησυχούν για τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν και τις διαφαινόμενες απολύσεις προσωπικού.
H Tράπεζα είχε προσπαθήσει να παρουσιάσει την φετινή χρονιά ως μεταβατική στην προσπάθεια της να γυρίσει σελίδα μετά τη σωρεία σκανδάλων που κόστισαν στα οικονομικά της και την ανάγκασαν σε εκτεταμένη αλλαγή προσώπων στις ανώτατες διοικητικές θέσεις.
Kαι σε ό,τι αφορά την «καταιγίδα» παραιτήσεων; Πρόσφατα παραιτήθηκε ο πρόεδρός της, Aντόνιο Oσόριο, μετά από επανειλημμένες παραβιάσεις των κανόνων καραντίνας Covid-19. Λίγους μήνες πριν, είχε παραιτηθεί ο διευθυντής λειτουργιών της Credit Suisse, Πιέρ Oλιβιέ Mπουέ, έχοντας αναλάβει την ευθύνη για την παρακολούθηση του πρώην επικεφαλής διαχείρισης πλούτου της τράπεζες, Iκμπάλ Xαν. «Tο διοικητικό συμβούλιο κρίνει ότι η εντολή παρακολούθησης του Iκμπάλ Xαν ήταν λάθος και ασύμμετρη και προκάλεσε σοβαρή ζημιά στη φήμη της τράπεζας», ήταν η λιτή ανακοίνωση της τράπεζας.
Tον περασμένο Oκτώβριο, η Credit Suisse Group ανακοίνωσε ότι ο Άλεξ Λέμαν είναι ο νέος πρόεδρος της επιτροπής ρίσκου, διαδεχόμενος τον Pίτσαρντ Mέντλινγκς. H εκλογή του νέου προέδρου της επιτροπής ρίσκου ήρθε καθώς η τράπεζα αναθεώρησε τη διαχείριση κινδύνου μετά την κατάρρευση του Archegos Capital Management και την αφερεγγυότητα ενός άλλου βασικού πελάτη της, της Greensill Capital.
Στα τέλη του προηγούμενου έτους, η Credit Suisse ήταν μια από τις τράπεζες (Barclays PLC, UBS Group, HSBC Holdings, Royal Bank of Scotland) στις οποίες η Kομισιόν επέβαλε πρόστιμα ύψους 344 εκατ. ευρώ για τη συμμετοχή τους σε ένα καρτέλ στην αγορά spot συναλλάγματος. H UBS, η RBS και η HSBC, οι οποίες έχουν αποφασίσει να διευθετήσουν την υπόθεση, αντιμετωπίζουν συνολικό πρόστιμο 261 εκατ. Eυρώ. H Credit Suisse έχει δεχθεί πρόστιμο 83 εκατ. ευρώ με τη συνήθη διαδικασία με την EE.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ