Τις αμερικανικές τράπεζες έβαλε στο μάτι ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος προειδοποιεί ότι τρεις από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας βρίσκονται στον προθάλαμο σημαντικής υποβάθμισης κατά δύο έως και τρεις βαθμίδες. Την ίδια στιγμή οι εποπτικές αρχές και τα τεστ αντοχής δείχνουν ότι τα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν εισέλθει σε περίοδο συρρίκνωσης.
Όπως σημειώνει στην τελευταία της ανακοίνωση η Moody’s, η Citigroup, η Morgan Stanley και η Bank of America πιθανόν να υποβαθμιστούν μέχρι τα μέσα Μαΐου οπότε αναμένεται να εκδοθούν οι νέες αξιολογήσεις για το σύνολο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Λίγους μόνο μήνες μετά την υποβάθμιση γερμανικών, γαλλικών και άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών, ο οίκος αξιολόγησης σημειώνει την έλλειψη κεφαλαίων ικανών να αντισταθμίσουν τους κινδύνους για τις τρεις αμερικανικές τράπεζες που θα βρεθούν μόλις δύο βαθμίδες πάνω από το επίπεδο των «κερδοσκοπικών ομολόγων».
Μεγαλύτερο πλήγμα αναμένεται να δεχθεί η Morgan Stanley η οποία πιθανόν να υποβαθμιστεί κατά τρεις βαθμίδες στο επίπεδο Βαα2. Το κόστος της πιθανής υποβάθμισης ανέρχεται σε 6,5 δισ. δολάρια που αντιστοιχούν στα επιπλέον κεφάλαια που θα πρέπει να καταβάλει η τράπεζα προκειμένου να αντλήσει χρηματοδότηση από τις αγορές. Μετά την αναθεώρηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, Citigroup και Bank of America θα πρέπει να αντλήσουν αντιστοίχως κεφάλαια 5,4 και 4,5 δισ. δολαρίων. Οι δύο τράπεζες θα περιορίσουν το κόστος της υποβάθμισης μέσω των θυγατρικών τους που αξιολογούνται με υψηλότερο βαθμό επιτρέποντας στις μητρικές να αντλούν κεφάλαια με μειωμένο επιτόκιο.
Εκπρόσωποι των τριών τραπεζών προσπαθούν να… υποβαθμίσουν τη σημασία της υποβάθμισης, όμως σύμφωνα με τους New York Times ο επικεφαλής της Morgan Stanley Τζέιμς Γκόρμαν συναντήθηκε πρόσφατα με τη διοίκηση της Moody’s προκειμένου να περιορίσει κατά το δυνατόν τις αρνητικές επιπτώσεις μιας υποβάθμισης.
Τα τελευταία stress test στα οποία υποβλήθηκαν οι αμερικανικές τράπεζες δείχνουν ότι έχουν εθιστεί στη φθηνή ρευστότητα της ομοσπονδιακής τράπεζας Fed (η κεντρική τράπεζα του Ντάλας κάνει λόγο για «νομισματική μορφίνη») χωρίς όμως να καταφέρνουν να αναπτυχθούν επαρκώς. Η επενδυτική τράπεζα Blackrock η οποία διενεργεί παρόμοιους ελέγχους για την κεφαλαιακή επάρκεια των αμερικανικών τραπεζών σημειώνει ότι «ο αμερικανικός πιστωτικός κλάδος δεν μπορεί να παράγει πιστώσεις στα επίπεδα των προηγουμένων ετών».