Το παλιότερο ραφείο στο κόσμο, το Tissimans στην πόλη Στόρτφορντ της κομητείας του Χέρφοντσϊρ στη Βρετανία, αναγκάζεται να βάλει λουκέτο, αδυνατώντας, όπως λένε οι ιδιοκτήτες του, «να ανταγωνιστεί τις τιμές σε ρούχα που υπάρχουν στο Διαδίκτυο».
Το ραφείο, που άνοιξε τις πύλες του το μακρινό 1601 ως «Slaters», ήταν φημισμένο κι είχε πελάτες που έφταναν εκεί απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γηραιάς Αλβιόνας προκειμένου να… ραφτούν, είτε sur mesure, είτε ψωνίζοντας κάποια από τα, ονομαστά για την ποιότητα και την αντοχή τους, ενδύματα.
Αρκετοί διάσημοι περιλαμβάνονταν στο πελατολόγιό του, όπως ο γλυπτής Χένρι Μουρ και ο συγγραφέας και λεξικογράφος Σάμιουελ Τζόνσον. Δεν έλειπαν επίσης οι «γαλαζοαίματοι» και οι αριστοκράτες. «Το ραφείο των Τίσιμανς έντυνε στο παρελθόν πολλά μέλη της βρετανικής αριστοκρατίας», προσθέτει η ιστορικός και κάτοικος της περιοχής Ελεν Γκίμπσον.
Το κατάστημα, που στις αρχές του 17ου αιώνα μετονομάστηκε σε «Τissimans» (από τη σουηδική λέξη Tissiman που σημαίνει «έμπορος υφασμάτων»), παραδέχεται πως πλέον δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο εμπορικό περιβάλλον, επιρρίπτοντας το μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών για την απόφαση αυτή στο Ιντερνετ. Και σκοπεύει να κλείσει την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου, αφού πρώτα ξεπουλήσει πολλά από τα ρούχα του σε τιμές ευκαιρίας.
«Βλέπω ανθρώπους να μπαίνουν στο μαγαζί, να δοκιμάζουν ρούχα, αλλά να φεύγουν χωρίς να έχουν αγοράσει κάτι», λέει ο διευθυντής του ραφείου, Φρέντι Κόουλ, που πήρε εδώ κι έξι χρόνια τη σκυτάλη από τον πατέρα του. «Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, κατόπιν, μπαίνουν στο Διαδίκτυο, συγκρίνουν τιμές με τα δικά μας είδη και ψωνίζουν online από φθηνότερα καταστήματα», συμπληρώνει ο 22χρονος ράφτης.
«Πολλοί έρχονται και μου λένε “στεναχωρήθηκα πολύ που θα κλείσετε”, αλλά εγώ αναρωτιέμαι: πού ήταν όλοι αυτοί τα τελευταία πέντε χρόνια;», καταλήγει με νόημα ο Κόουλ.