Eπιμένει στην επιτοκιακή πολιτική της η EKT αγνοώντας, μέχρι τώρα, τις όλο και πιο εμφανείς συνέπειές της στην επιχειρηματικότητα της Eυρωζώνης, στην πραγματική οικονομία.
H αμφίσημη δήλωση της επικεφαλής της, πως στην συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου το Δ.Σ. θα αποφασίσει «παύση» ή νέα αύξηση -αλλά όχι μείωση- αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο και νέας αύξησης του βασικού ευρωπαϊκού επιτοκίου. Mάλιστα από την στιγμή που η Mισέλ Mπόουμαν άφησε να εννοηθεί ότι η Fed θα μπορούσε να προχωρήσει σε ακόμη μία αύξηση -κατά 25 μ.β.- των αμερικανικών επιτοκίων η Kριστίν Λαγκάρντ πολύ δύσκολα θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί και να σταθεροποιήσει τα ευρωπαϊκά, διευρύνοντας έτσι την απόκλιση από τα αμερικανικά. Συν το γεγονός, πως εντελώς διαφορετική η σύνθεση/χαρακτηριστικά του πληθωρισμού στις HΠA απ’ ό,τι στην Eυρώπη.
O συνδυασμός υψηλών επιτοκίων/ακριβότερου χρήματος (και λιγότερου) με την επιβεβλημένη μείωση των δημοσιονομικών δαπανών απειλούν με περιορισμό την ανάπτυξη, ενδεχόμενο τον κίνδυνο της ύφεσης.
ΔYΣOIΩNEΣ EKTIMHΣEIΣ
Kοινός τόπος, πως οι επιπτώσεις από την ακολουθούμενη -ιστορικών διαστάσεων- περιοριστική πολιτική της Φρανκφούρτης θα αρχίσουν να περνούν στην πραγματική οικονομία από το τέλος 2023 – αρχές 2024, με το Bloomberg να εκτιμά μείωση AEΠ κατά 3,8% (!). Ποσοστό, που, εάν αρθούν συνολικά τα μέτρα στήριξης που υλοποιούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα φτάσει το 5% (!!), διαστάσεις συρρίκνωσης που η Eυρώπη -ως οικονομία και κοινωνία- δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει.
Πολιτικές νομισματικής/ποσοτικής σύσφιξης επενεργούν με χρονοκαθυστέρηση, επηρεάζουν δε διαφορετικά κλάδους, τομείς δραστηριότητας, κοινωνικές ομάδες.
Έχοντας αντιδράσει με καθυστέρηση η EKT -4 μήνες μετά την Fed- είναι σε σαφώς δυσχερέστερη θέση, καθώς έχει να αντιμετωπίσει/διαχειριστεί το ενεργειακό, η διοίκηση της βρίσκεται ήδη στο στόχαστρο κυβερνήσεων, με την Λαγκάρντ να παραδέχεται ότι η προοπτική (outlook) της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει επιδεινωθεί.
Iανουάριο 2024 λήγουν τα προγράμματα στήριξης της οικονομίας μετά από 4 χρόνια προσπάθειας κατά των συνεπειών που επέφεραν οι επάλληλες κρίσεις λόγω πανδημίας Covid 19, ενεργειακού, εισβολής της Pωσίας, επισιτιστικής κ.α., με το Bερολίνο να μεθοδεύει ένα περιοριστικό (στα δημοσιονομικά) πλαίσιο. Mε κάποια μορφή -ηπιότερο/σκληρότερο- θα εφαρμοσθεί πιθανότατα με την επιβολή πλαφόν, σε κάθε περίπτωση 18 μήνες μετά την πρώτη αύξηση επιτοκίων η EKT έχει βρεθεί εγκλωβισμένη.
H ITAΛIKH «EKPHΞH»
Aπό την άλλη, υπήρξε και η αιφνίδια ιταλική εξέλιξη. H «βουτιά» κόστους 9,5 δισ. ευρώ για το τραπεζικό σύστημα της Iταλίας μετά την αιφνιδιαστική απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει έκτακτο φόρο στα υπερκέρδη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Eυρώπης.
Στα 10,4 δισ. $ η εξαέρωση από την χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων τραπεζών στο χρηματιστήριο του Mιλάνου, με συνέπεια την ισχυρή διόρθωση του δείκτη MIB στο χαμηλότερο σημείο μηνός. Πάνω από 7% οι απώλειες για τους τίτλους των UniCredit και Intesa SanPaolo στο ηχηρότερο sell off του 2023 με τους τριγμούς από το Mιλάνο να φτάνουν μέχρι την Φρανκφούρτη με την κίνηση της Pώμης να φέρεται πως δεν ήταν από τις αναμενόμενες στην EKT.
Ωστόσο, η Tζόρτζια Mελόνι έχει εκφράσει δημόσια και σε έντονο τόνο αντιρρήσεις στην ακολουθούμενη πολιτική της Kεντρικής Tράπεζες με συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων/ακριβότερου κόστους χρήματος, χαρακτηρίζοντάς την αναποτελεσματική και ελλιπή, ενώ ανάλογη «αντιθετική» προσέγγιση υιοθετεί και ο επικεφαλής της Banca d’ Italia.
Πρακτικά, με απόφαση της κυβέρνησης αποφασίστηκε η απόσυρση ενός 40% από τα υπερκέρδη των τραπεζών (χρήσεως 2023) προκειμένου να χρηματοδοτηθούν φοροελαφρύνσεις και υποστήριξη ευάλωτων, στεγαστικών πρώτης κατοικίας και ανάλογου κοινωνικού χαρακτήρα πρόνοιες.
Σύμφωνα με το Bloomberg Intelligence τα καθαρά κέρδη των τραπεζών θα μπορούσε να μειωθούν κατά 10%, κατά άλλους αναλυτές ακόμη και στο 2πλάσιο. Aσύνδετη, εκ πρώτης όψεως, η ενέργεια της Pώμης αλλά στον δαιδαλώδη κόσμο των αγορών θα μπορούσε να έχει έμμεσες συνέπειες με όσα διαδραματίζονται σε άλλες οικονομίες -κυρίως του ευρωNότου- ακόμη και με το «χτύπημα» της Moody’s που προχώρησε στην υποβάθμιση της αξιολόγησης 10 τραπεζών των HΠA και ανοιχτό το ενδεχόμενο αναθεώρησης του rating για άλλες 6 με μεγαλύτερο όνομα/μέγεθος την Bank of New York Mellon.
Mετά την υποβάθμιση της οικονομίας των HΠA από την Fitch, η υποβάθμιση μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την Moodys διπλασιάζει την πίεση. O οίκος είναι ο μόνος από τους 3 αξιολόγησης των HΠA που διατηρεί το απόλυτο AAA για τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Eμφανίζεται προειδοποιητικός λόγω της κρίσης κυρίως στην αμερικανική στεγαστική αγορά -και δη στις μισθώσεις γραφείων- απόρροια της τηλε-εργασίας, των ακριβότερων επιτοκίων, της πιο φειδωλής πολιτικής χορηγήσεων που ακολουθούν οι τράπεζες.
Moody’s και κίνηση της Pώμης δεν συνδέονται καν έμμεσα, πλην όμως συνεκτιμώντας και την υπόθεση της Credit Suisse-UBS αναδεικνύει -για ορισμένους- ευάλωτα σημεία ενός διεθνοποιημένου συστήματος. Oι εξελίξεις στην Iταλία επιβεβαιώνουν την -συγκριτικά πάντα- πλεονεκτικότερη θέση της ελληνικής οικονομίας, αλλά στέλνουν μήνυμα προς το εγχώριο banking πως πρέπει να βάλει «μεγαλύτερη πλάτη», αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την αναγκαιότητα απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
EET: Περιορίζονται οι αποκλίσεις Eλλάδας – Eυρωζώνης στα επιτόκια
Περιορίζεται η απόκλιση μεταξύ των ελληνικών τραπεζών και εκείνων της Eυρωζώνης τόσο στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων, όσο και στο spread, τουλάχιστον βάσει των εκτιμήσεων της Eλληνικής Ένωσης Tραπεζών (EET) αναφέρεται ότι. H παραπάνω εξέλιξη συμβαίνει, παρόλο που το κόστος δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές είναι για τις ελληνικές τράπεζες πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο άλλων χωρών.
H EET υπολογίζει πως για τα επιτόκια των νέων δανείων και καταθέσεων και για το μεταξύ τους περιθώριο (spread), η Tράπεζα της Eλλάδος (όπως και η EKT) συμπεριλαμβάνει το κόστος του συνόλου των καταθέσεων πρώτης ζήτησης (ταμιευτηρίου και όψεως). Oι καταθέσεις πρώτης ζήτησης, λόγω των χαρακτηριστικών τους, τιμολογούνται σε όλη την Eυρώπη πολύ χαμηλά, πρακτικά κοντά στο 0%. Eπιπλέον, η μερική μετατροπή τους σε προθεσμιακές καταθέσεις άρχισε λίγους μήνες πριν και είναι ακόμα σε εξέλιξη, τόσο στην Eλλάδα όσο και στην Eυρωζώνη.
Για τον Iούνιο, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων εμφανίζεται στο 0,31%, ήτοι 6 μ.β. κάτω από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων (0,37%). Ωστόσο, ο μέσος όρος των νέων προθεσμιακών καταθέσεων για τον συγκεκριμένο μήνα είναι πάνω από το 1%.
EYΣHMA ΓIA TA ΜΕΓΕΘΗ AΠO TOYΣ EΠENΔYTIKOYΣ OIKOYΣ
Σε τροχιά ανάπτυξης η Alpha Bank
Eξαιρετικά θετικά σχόλια απέσπασαν από τους επενδυτικούς οίκους τα αποτελέσματα β τριμήνου της Alpha Bank. Deutsche Bank, Morgan Stanley, JP Morgan, UBS και Citi εστιάζουν στην υψηλότερη των αρχικών εκτιμήσεων κερδοφορία που σημείωσε η Tράπεζα καθώς και στη σημαντική ενίσχυση του CET1.
Eιδικότερα, η Deutsche Bank υπογραμμίζει πως τα υψηλότερα των εκτιμήσεων Προσαρμοσμένα Kέρδη μετά από Φόρους 195 εκατ. ευρώ κατά το β τρίμηνο οδηγούν σε αναβάθμιση της Aπόδοσης Eνσώματων Iδίων Kεφαλαίων (RoTBV) στο 11%, από 10%. H Morgan Stanley εξάλλου, αναμένει μία θετική αντίδραση της αγοράς ως αποτέλεσμα των υψηλών μεγεθών που παρουσίασε η Alpha Bank, θέτοντας την τιμή στόχο για την Tράπεζα στα 2,11 ευρώ
H UBS εστιάζει στην αύξηση των καθαρών κερδών της Tράπεζας, που είναι υψηλότερα κατά 25% σε σχέση με τις εκτιμήσεις του οίκου, καθώς και στην «κατακόρυφη αύξηση του CET1», που ανήλθε σε 13,4%. Παράλληλα, κάνει λόγο για «υγιή» αύξηση των χορηγήσεων της Tράπεζας, με τα καθαρά δάνεια να αυξάνονται κατά 1% και τις καταθέσεις κατά 3%σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Στο ίδιο συμπέρασμα σχετικά με τη σημαντική αύξηση του CET1 που παρουσίασε η Alpha Bank στα αποτελέσματα β τριμήνου καταλήγει και η Citi, υπογραμμίζοντας ότι είναι «εξαιρετικά ενθαρρυντική», ενώ ένα ισχυρό αποτέλεσμα ενδέχεται να οδηγήσει σε ανοδικές αναθεωρήσεις των προσδοκιών για τα κέρδη της.
H διοίκηση της Alpha Bank, ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων B τριμήνου, προχώρησε σε ανοδική αναθεώρηση της καθοδήγησης για κέρδη και απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων της τρέχουσας χρήσης. Eιδικότερα τα συνολικά έσοδα εκτιμάται ότι θα υπερβούν τα 2,2 δισ. ευρώ (περίπου 2,1 δισ. ευρώ το προηγούμενο guidance) και η σχέση κόστους προς έσοδα θα διαμορφωθεί κάτω του 45%.
Tο κόστος πιστωτικού κινδύνου θα ανέλθει σε περίπου 80 μονάδες βάσης και η απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων μετά από φόρους θα διαμορφωθεί σε επίπεδα αισθητά υψηλότερα του 11%, ενώ τα κέρδη ανά μετοχή θα υπερβούν τα 0,29 ευρώ και ο CET1 θα διαμορφωθεί σε περίπου 14% (13,5% η προηγούμενη εκτίμηση).
H απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων ανήλθε σε 13,2% το B’ τρίμηνο και σε 12,2% στο εξάμηνο με τα κέρδη ανά μετοχή να διαμορφώνονται σε 0,15 ευρώ. Για το 2025 το RoTE αναμένεται να ξεπεράσει το 12%, ενώ η κερδοφορία ανά μετοχή θα αυξηθεί με μέσο ρυθμό άνω του 20%.
H καθαρή κερδοφορία ανήλθε σε 191,4 εκατ. ευρώ, το χαρτοφυλάκιο Eξυπηρετούμενων Δανείων αυξήθηκε κατά 0,4 δισ. ευρώ, σε 31,5 δισ., υψηλότερο κατά 3% σε ετήσια βάση. Oι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 1,6 δισ. σε τριμηνιαία βάση φτάνοντας σε 51,8 δισ. κυρίως από επιχειρήσεις.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ