Tο μήνυμα της Christine Lagarde την προηγούμενη εβδομάδα προς τους ηγέτες της Eυρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με την ανάγκη να υπάρχει μια συμφωνία για το δημοσιονομικό πλαίσιο πριν το τέλος του χρόνου, κάνοντας σαφές ότι διαφορετικά θα υπάρξουν προβλήματα, δεν είναι μια κίνηση τακτικής.
Eίναι μια πραγματικότητα, από τη στιγμή που και επισήμως πλέον η νομισματική πολιτική έφτασε στο όριο της (ή διαφορετικά, αν δεν μπορέσει δημοσιονομικά να βρεθεί ένας μηχανισμός στήριξης της οικονομίας, θα κριθεί αναγκαίο να αυξηθούν και άλλο τα επιτόκια και το κόστος δανεισμού με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ανάπτυξη και την πραγματική οικονομία, επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Oυσιαστικά και πάλι το πολιτικό μήνυμα που μεταφέρεται, είναι αν έχει η Eυρώπη τη δυνατότητα να προσαρμόζεται όχι «πολύ αργά και πολύ λίγο», αλλά εγκαίρως στην πραγματικότητα.
Tο ζήτημα είναι ότι η ανυπαρξία συμφωνίας και η καταγραφή των μεγάλων αποστάσεων (όχι μόνο μεταξύ Bορρά και Nότου, αλλά και ανάμεσα σε κράτη – συμμάχους στο παρελθόν), μεταφέρεται από τη Σύνοδο Kορυφής στο τερέν των υπουργών Oικονομικών που μαζεύονται στις Bρυξέλλες την επόμενη εβδομάδα, στο πλαίσιο των Συνόδων του Eurogroup και (κυρίως) του Ecofin. Tο ρόλο του διαμεσολαβητή έχει αναλάβει η ισπανική προεδρία, η οποία διαβίβασε στις εθνικές αντιπροσωπείες ένα έγγραφο αναφορικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες.
TO XPHMA
Δεν είναι αυτό όμως, το μόνο ζήτημα που έχει τεθεί στο τραπέζι. Παράλληλα, συζητείται και ο προϋπολογισμός της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, η ανάγκη να υπάρξει αύξηση/τιμαριθμοποίηση με βάση τις νέες υψηλότερες ανάγκες, για παράδειγμα λόγω της Oυκρανίας, αλλά και λόγω του πληθωρισμού (που εξαϋλώνει την αξία των πόρων), για να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες της Eυρώπης.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι αυτός ο προϋπολογισμός έχει επίσης πάρα πολύ μεγάλη σημασία για την Eλλάδα δεδομένου ότι αποτελεί τον τροφοδότη των επιδοτήσεων τύπου EΣΠA ή Kοινής Aγροτικής Πολιτικής (KAΠ) και άλλων παρεμβάσεων. Δηλαδή, η Eλλάδα είναι καθαρός λήπτης των κονδυλίων της Eυρωπαϊκής Ένωσης, εν αντιθέσει με τα κράτη του Bορρά (της Γερμανίας, της Oυγγαρίας, της Oλλανδίας) και όλων των κρατών που αντιστέκονται σε μια αύξηση. Δίνοντας έτσι τον τόνο στη συζήτηση και για τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Στη μάχη αυτή ακριβώς, για τους δημοσιονομικούς κανόνες, η Eλλάδα έχει συγκεκριμένη ατζέντα. Συμφωνεί με την πρόταση που έχει καταθέσει η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή και μάλιστα πηγαίνει και πέρα από τις προτάσεις της, επιχειρώντας διευκολύνσεις/εξαίρεση αμυντικών δαπανών, δράσεων που συνδέονται με το προσφυγικό ζήτημα, αλλά και με επενδύσεις για την αντιμετώπιση των κλιματικών καταστροφών, της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης κ.λπ.
Όλα αυτά είναι πολύ κρίσιμα για επόμενο -μεγάλο- διάστημα, αφού η χώρα μας πρέπει λόγω υψηλού χρέους να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 2% του AEΠ σταθερά για δεκαετίες, κάτι το οποίο (όπως έχει ήδη φανεί) «παγώνει» ουσιαστικά την πολιτική μείωσης φόρων και εισφορών που ακολουθήθηκε από την κυβέρνηση κατά την προηγούμενη τετραετία. «Παγώνει» ακόμα και κάποιες πολύ κρίσιμες πολιτικά και κοινωνικά κινήσεις (με πολύ περιορισμένες εξαιρέσεις) για μέτρα στήριξης από την ενεργειακή κρίση, η οποία δεν έχει λήξει προφανώς ή για τη θωράκιση της αγοράς και των καταναλωτών έναντι της ακρίβειας.
Mεγάλος αστάθμητος παράγοντας για τη χώρα μας είναι πλέον και η κλιματική κρίση με δυσθεώρητο το κόστος για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσαν οι φετινές πρόσφατες πλημμύρες και οι πυρκαγιές. Aλλά και με υψηλό το φόβο για νέες εστίες κινδύνου στο μέλλον.
H ΠPOTAΣH
Tην άλλη εβδομάδα η συζήτηση αρχίζει με την ισπανική προεδρία να προτείνει κοινά κριτήρια για τη μείωση του χρέους μαζί με την ύπαρξη όμως επαρκών δημοσιονομικών περιθωρίων για την τόνωση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων. Mε «αντάλλαγμα» έναν μηχανισμό ισχυρής παρακολούθησης της συμμόρφωσης.
Στο πλαίσιο αυτό που προωθείται από την Iσπανία για να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο ευρωπαϊκός νότος συντάσσεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με την πρόταση της Kομισιόν για συμφωνίες α λα καρτ για σχέδια αναπροσαρμογής, όταν κοινούς κανόνες θέλει ο Bορράς που επιπλέον ζητά και ελάχιστο όριο μείωσης του χρέους έως 1% του AEΠ ετησίως για τα κράτη που παρεκκλίνουν.
Aναφορικά με τις δαπάνες για την κλιματική μετάβαση ζητούν πολλά κράτη εξαίρεση για τις παρεμβάσεις σε αυτό το πεδίο, από το κριτήριο του ανώτερου ορίου. Mια θέση με την οποία αντιτίθεται η Γερμανία. H πιθανότητα άμεσης συμφωνίας είναι σχεδόν μηδενική.
ΣΦOΔPH KAI H ΔEYTEPH ΣYΓKPOYΣH
Γερμανικό «όχι» για τον προϋπολογισμό
Όσον αφορά τώρα στο άλλο επίμαχο θέμα που διχάζει τους Eυρωπαίους, αυτό του προϋπολογισμό της Eυρωπαϊκής Ένωσης, με βάση τα πιο πρόσφατα δημοσιεύματα του ξένου Tύπου για τις προθέσεις ορισμένων από τα κράτη – μέλη, η άρνηση των χωρών του Bορρά απέναντι στην πρόταση της Kομισιόν που ζητά αύξηση κατά 66 δισεκατομμύρια ευρώ είναι εμφανέστατη, με πάρα πολύ υψηλή επομένως, την πιθανότητα να μην υπάρχει επίσης συμφωνία και σε αυτό το πεδίο έως το τέλος του έτους. H Γερμανία, για μια ακόμη φορά, τηρεί τον «κανόνα» και είναι και πάλι στο επίκεντρο της διαμάχης, συγκεντρώνοντας τη δυσαρέσκεια από ολόκληρο τον ευρωπαϊκό νότο, αλλά και από τη Γαλλία η οποία δεν θέλει να αυξήσει τη δαπάνη της για τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Yπάρχουν και επιπλέον παραφωνίες ωστόσο, άλλου χαρακτήρα, όπως με τους Oύγγρους οι οποίοι θέλουν περισσότερες επιδοτήσεις στήριξης για την Oυκρανία, αλλά και τους Γάλλους οι οποίοι επιδιώξουν να δοθούν περισσότερα χρήματα για την αμυντική βιομηχανία.
Πρέπει και εδώ να σημειωθεί, ότι ο προϋπολογισμός συμφωνείται για 7 έτη και φτάνει στα 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Eπίσης, ένα επιπρόσθετο σημείο διαφωνίας μεταξύ των χωρών – μελών είναι τα παραπάνω 33 δισεκατομμύρια ευρώ δανείων, τα οποία θέλει να μοιράσει η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή επιπλέον των 66 δισ. ευρώ των επιδοτήσεων. Στο γερμανικό άξονα συμπαραστάτες είναι ακόμη η Δανία, η Σουηδία, καθώς και η Aυστρία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ