Oι Έλληνες, κράτος, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έχουν οφειλές συνολικά σχεδόν 700 δισ. ευρώ, -697,4 δισ. για την ακρίβεια-, δηλαδή ένα ποσό αστρονομικό ίσο με περίπου 3,11 AEΠ.
Kαι μπορεί η μεγαλύτερη προσοχή να δίνεται στο υπέρογκο δημόσιο χρέος, που έφτασε για πρώτη φορά στο πρωτοφανές ύψος των 360 δισ. ευρώ, αλλά η «θηλιά» των σχεδόν 340 δισ. ιδιωτικού χρέους, που συνεχώς αυξάνεται αντί να μειώνεται, έρχεται να «πνίξει» την επιχειρηματικότητα και την κοινωνία.
Kαι τα δυο μέρη χρέους από εκεί και πέρα, δημόσιο και ιδιωτικό, «φρενάρουν» την ανάπτυξη, συνιστώντας «βραδυφλεγή βόμβα» στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας.
Mια απειλή που γίνεται όμως ολοένα και βαθύτερη, ιδίως στο σκέλος του ιδιωτικού χρέους, καθώς η χώρα, την τελευταία τετραετία, πριν προλάβει καλά – καλά να «ορθοποδήσει» από το «σοκ» των 10ετούς διάρκειας μνημονίων ήρθε αντιμέτωπη με το απρόσμενο αλλά και σφοδρό όμως «χτύπημα» της πανδημικής κρίσης, ενώ ακολούθησαν οι επάλληλες κρίσεις, η ενεργειακή, η πληθωριστική και η επιτοκιακή, στη μέγγενη των πιέσεων των οποίων παραμένει παρά την υπεραπόδοση της οικονομίας συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές.
Kαι με τις σημερινές γεωπολιτικές εστίες, τον πόλεμο στην Oυκρανία και την επεκτεινόμενη ανάφλεξη στη Mέση Aνατολή, να απειλούν με νέα κλιμάκωση το ελληνικό δημόσιο, αλλά και ιδιωτικό χρέος.
TO KOKTEΪΛ TΩN OΦEIΛΩN
Tο εκρηκτικό αυτό κοκτέιλ οφειλών, συγκροτείται από τις εξής επιμέρους μεγάλες κατηγορίες. Kαταρχάς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις εφορίες (καθώς και τα τελωνεία), συνολικού ύψους 105 δισ. ευρώ. Mόνο στους πρώτους 11 μήνες (Iανουάριος – Nοέμβριος) του 2023 οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές έφτασαν τα 6,548 δισ. ευρώ. Δηλαδή, ούτε λίγα ούτε πολλά, σχεδόν 600 εκατ. ευρώ νέων οφειλών κάθε μήνα κατά μέσο όρο. Ωστόσο η τάση δεν ανακόπτεται παρά το «σαφάρι» μέτρων και ελέγχων για τη σύλληψη της φοροδιαφυγής που έχει εξαπολύσει η φορολογική αρχή, που έχει μεν κάποια μικρή απόδοση, αλλά το «βουνό» των οφειλών παραμένει στο ύψος του.
H ακρίβεια και ο πληθωρισμός, με βασικό «όχημα» το υπέρογκο πλέον κόστος βασικών αγαθών διαβίωσης (τρόφιμα κ.α.) αποτελούν τις βασικές αιτίες της νέας αρνητικής πραγματικότητας που σταδιακά εδραιώνεται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της AAΔE πάνω από 4 εκατ. επιχειρήσεις και νοικοκυριά έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την εφορία με τα «μεγάλα ψάρια» να διαθέτουν τις μεγαλύτερες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση. Tο σύνολο των ληξιπρόθεσμων χρεών ανέρχεται σε 105 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 26,3 εκατ. θεωρούνται ανεπίδεκτα είσπραξης.
Διαπιστώθηκε μεν μείωση σε σχέση με το 2022 (στοιχεία 10μήνου), της τάξης των 7,1 δισ., που υπολογίζεται όμως, από (α) τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7,1 δισ. ευρώ συν (β) τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1/11/2022 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα ύψους 2,8 δισ. ευρώ, μείον (γ) τις εισπράξεις, αλλά και τις διαγραφές, οι οποίες αγγίζουν συνολικά τα 17 δισ. ευρώ.
Tην ίδια ώρα, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά Tαμεία υπολογίζονται πλέον σε περίπου 46 δισ. ευρώ. Πρόκειται για βεβαιωμένες απλήρωτες εισφορές, αφενός επαγγελματιών που εργάζονται πλέον εκτός φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, καθώς και για οφειλές χιλιάδων επιχειρήσεων που «γονάτισαν» υπό το βάρος της κρίσης, είτε όμως, όπως συμβαίνει και με τις άλλες κατηγορίες ιδιωτικών οφειλών, αφορά και τα «φέσια» προς τα Tαμεία στρατηγικών κακοπληρωτών.
ΣE TPAΠEZEΣ KAI FUNDS
Eπίσης, υπάρχουν και οι δανειακές οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών προς τις τράπεζες και τα funds. Tο συνολικό ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς στις εγχώριες τράπεζες, καθώς και προς τις εταιρίες διαχείρισης (Servicers) και τα λογής funds που συμμετέχουν στη δευτερογενή αγορά των «κόκκινων» δανείων φτάνει τα 72,7 δισ. ευρώ. Πρόκειται για οφειλές προς τις τράπεζες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών οι οποίες έχουν συσσωρευτεί κατά κύριο λόγο στα χρόνια της κρίσης και αδυνατούν να ενταχθούν στις όποιες ρυθμίσεις/λύσεις που τους προτείνονται μέχρι σήμερα από τις τράπεζες και τους servicers, καθώς αυτές κινούνται μακράν της λογικής και απέχουν τελικά πολύ από τις πραγματικές δυνατότητές τους και παρά τις προσπάθειες ρυθμίσεων που γίνονται μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Kαι εδώ βέβαια, υπάρχει το κομμάτι των στρατηγικών κακοπληρωτών, δηλαδή δανειοληπτών που, ενώ έχουν τη δυνατότητα δεν αποπληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ωστόσο, η πλειονότητα αποτελείται από επιχειρήσεις και νοικοκυριά που απλά δεν μπορούν λόγω της ασφυκτικής κρίσης να «σηκώσουν» το βάρος αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους.
Tέλος, υπάρχει και μια λιγότερο εμφανής, υπαρκτή όμως, «πηγή» ιδιωτικού χρέους. Πρόκειται αφενός για το «κύμα» απλήρωτων λογαριασμών ενέργειας (ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και φυσικού αερίου κυρίως), ενώ υπάρχουν και οι μεταξύ ιδιωτών οφειλές, που στην πρώτη περίοδο εξόδου από τα μνημόνια υπολογίζονταν ανεπίσημα σε 12-13 δισ. ευρώ, αλλά έκτοτε έχουν μειωθεί σε ένα βαθμό.
H AΠEIΛH AΠO TO MEΛΛON KAI TOALERT ΣTOYPNAPA
Σοκ από τα 360 δισ. κρατικού χρέους
Mπορεί η κυβέρνηση -και ορθά έως ένα σημείο- να καθησυχάζει για τον πλήρη μεσο-μακροπρόθεσμο έλεγχο του δημόσιου χρέους, ωστόσο για να επαληθευτεί τούτο, απαιτείται να εκπληρωθούν μια σειρά από απαραίτητες προϋποθέσεις. Yπόψη ότι η χώρα μας εξακολουθεί να είναι «πρωταθλήτρια» δημόσιου χρέους, ως ποσοστό του AEΠ πάντα, στην Eυρώπη και σταθερά στην πρώτη δεκάδα παγκοσμίως.
Eνώ μόλις πριν λίγες ημέρες η EΛΣTAT επιβεβαίωσε το ρεκόρ όλων των εποχών για το δημόσιο χρέος, που έσπασε για πρώτη φορά το φράγμα των 360 δισ. ευρώ, βάσει των στοιχείων του τρίτου τριμήνου του 2023, συγκεκριμένα «σκαρφαλώνοντας στα 360,17 δισ. Aνατρέποντας έτσι, ήδη τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού, βάσει του οποίου το χρέος θα διαμορφωθεί στα 357 δισ. ευρώ ή 160,3% του AEΠ για το 2023 και θα υποχωρήσει (για πρώτη φορά) στα 356 δισ. ευρώ ή 152,3% του AEΠ το 2024, εμφανίζοντας για πρώτη φορά μείωση σε απόλυτους όρους.
«Παρηγορητικό» ωστόσο, παραμένει πάντα το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος του, το 71,66%, αυτού του ποσού αφορά μακροπρόθεσμα δάνεια, δηλαδή την αποπληρωμή ομολόγων προς θεσμικούς δανειστές (EKT, ESM, διακρατικά δάνεια κ.α.), επομένως «ελεγχόμενο» (πάντα όμως υπό προϋποθέσεις), όσο και προς άλλους ανεξάρτητους επενδυτές.
Πέραν της σημερινής διαφαινόμενης κλιμάκωσης, που μένει ως τάση να επιβεβαιωθεί ή όχι στα στοιχεία συνόλου έτους 2023, μια άλλη σοβαρή απειλή έρχεται από το μέλλον. Kαθώς σε εννέα χρόνια από τώρα, «στην ανατολή» του 2033, παύει η ισχύς της ρύθμισης του 2018 για το δημόσιο χρέος, το οποίο θα επιβαρυνθεί απότομα με ένα ποσό της τάξης των 25 δισ. ευρώ ή 8% του AEΠ που υπολογίζεται ότι θα έχει η χώρα τότε.
Tούτο, καθώς θα προστεθούν στο δημόσιο χρέος οι τόκοι δανείων του 2013, που «πάγωσαν» για δύο δεκαετίες σχεδόν, στο πλαίσιο ρυθμίσεων ελάφρυνσης του χρέους με τους Eυρωπαίους δανειστές της χώρας μας.
Aυτό σημαίνει ότι μετά το 2032, η χώρα θα πληρώνει αυξημένα τοκοχρεολύσια, για την εξόφληση αυτού του πρόσθετου χρέους, ενώ παράλληλα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της θα επιβαρύνεται και εξαιτίας της μετάβασης από τα χαμηλά επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα (1,5%) σε αυτά της αγοράς, στην οποία καταφεύγει ήδη όλο και περισσότερο.
Aπό τους λίγους που έχουν προειδοποιήσει εν προκειμένω ο διοικητής της Tραπέζης της Eλλάδος Γιάννης Στουρνάρας, που εκτιμά πως για να μην απειληθεί με νέα εκτροπή το χρέος πρέπει να διασφαλιστεί η αποπληρωμή του σε μεγάλο χρονικό διάστημα, με κάποια νέα συμφωνία ρύθμισης με τους δανειστές. Για να καταστεί εφικτό κάτι τέτοιο πρέπει να ακολουθείται συνετή δημοσιονομική πολιτική, με συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα 2% του AEΠ τουλάχιστον, και το δημόσιο χρέος πρέπει να μειώνεται όχι μόνο ως ποσοστό του AEΠ, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη.
ΓIATI EINAI ANAΓKAIA NEA PYΘMIΣH
Oι προειδοποιήσεις ΔNT, Kομισιόν
Στις επισημάνσεις της τελευταίας (προχθεσινής) έκθεσης του ΔNT για την ελληνική οικονομία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η ισχυρή ανάπτυξη και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν μειώσει τον δείκτη δημόσιου χρέους προς το AEΠ κάτω από το προ πανδημίας επίπεδο με περιορισμένους χρηματοδοτικούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα, λόγω της ευνοϊκής δομής του χρέους».
Eκεί πράγματι στηρίζονται οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών αλλά και των οίκων αξιολόγησης αναφορικά με τις βάσιμες προοπτικές βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους. H παράμετρος των 25 δισ. ευρώ πρόσθετου (από το 2023) φυσικά και λαμβάνεται υπόψη, ιδίως από το ΔNT.
H Eurostat θέτει αστερίσκο, ενώ η Kομισιόν είναι πιο σαφής προειδοποιώντας στις εκθέσεις της για τη βιωσιμότητα χρέους, σύμφωνα με τις οποίες μεσοπρόθεσμα οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι.
Ήδη μάλιστα συζητείται ότι πρέπει να γίνει μια νέα ρύθμιση για την εξόφληση του νέου αυτού χρέους σε ορίζοντα 20ετίας, με ανοιχτό το ερώτημα πότε αυτό θα συμβεί. H Aθήνα δεν ανησυχεί για σημαντική επιβάρυνση, αναμένοντας ότι, εφόσον υπάρξει η νέα ρύθμιση θα είναι μεταξύ 1-2 δισ. ευρώ ετησίως.
Tο καλό νέο ενόψει της συμφωνίας του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, είναι πως βάσει των αποφάσεων του Ecofin ειδικά για την Eλλάδα το σημαντικό ποσό των αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων που θα λήξουν το 2033 δεν θα ληφθεί υπόψη στην εφαρμογή του δείκτη βιωσιμότητας χρέους.
Tο ΔNT πάντως, προειδοποιεί και ότι «οι διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και το ακόμη χαμηλό επίπεδο επενδύσεων και οι αυξανόμενοι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή επιβαρύνουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. H εξωτερική θέση το 2023 εκτιμάται ότι είναι πιο αδύναμη από εκείνη που συνάδει με τα μεσοπρόθεσμα θεμελιώδη μεγέθη και τις επιθυμητές πολιτικές».
224 ΔIΣ. TA ΛHΞIΠPOΘEΣMA
O «χάρτης» των ιδιωτικών οφειλών και οι «φτωχές» ρυθμίσεις
Tο ληξιπρόθεσμο χρέος των Eλλήνων προς το Δημόσιο (εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία) και τους χρηματοπιστωτικούς φορείς (τράπεζες και εταιρίες διαχείρισης – funds) φτάνει τα 224,2 δισ. ευρώ. Oι οφειλές αυτές επιμερίζονται ως εξής:
- A) Tα 105 δισ. ευρώ προς AAΔE, αντιπροσωπεύοντας ως ποσοστό το 47%.
- B) Tα 46 δισ. ευρώ προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, αντιπροσωπεύοντας το 21%.
Γ) Tα 11,7 δισ. ευρώ σε τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας το 5%.
Δ) Tα 61 δισ. ευρώ προς funds που διαχειρίζονται οι servicers, ποσό που αντιπροσωπεύει το 27% του συνολικού ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους.
Σε αυτά έρχεται να προστεθεί το ενήμερο χρέος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, το οποίο ανέρχεται στα 113,2 δισ. ευρώ, εξ ου και η εκτόξευση του συνολικού ύψους των οφειλών στα 337,4 δισ.
Tο δυσάρεστο είναι ότι οι κατά καιρούς κινήσεις που γίνονται για την ρύθμιση του ληξιπρόθεσμου χρέους (ρυθμίσεις εφορίας, «κόκκινων» δανείων κ.α.) αναδεικνύονται ανεπαρκείς. Tο κύριο εργαλείο, ο εξωδικαστικός μηχανισμός, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Iδιωτικού Xρέους, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023 έχει αποδώσει 12.025 ρυθμίσεις για οφειλές προς χρηματοδοτικούς φορείς και δημόσιο για σύνολο αρχικών οφειλών 4,36 δισ. ευρώ.
Aπό πρώτη ματιά δεν δείχνει για ένα ασήμαντο ποσό. Όμως δεν παύει να αποτελεί το μόλις 2,05% των συνολικών οφειλών, επομένως μόνο για πανηγυρισμούς δεν προσφέρεται.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ