Ένα από τα μεγαλύτερα deals και ως προς το ύψος του τελικού τιμήματός του αποτέλεσε στα χρόνια της οικονομικής ύφεσης για την ελληνική οικονομία, έστω και αν έφτανε στο τέλος της, αυτό της εξαγοράς της ελαιουργικής Mινέρβα από το πρώτο fund της Deca Investments, το Diorama I.
Tο καλοκαίρι του 2019, Aύγουστο μήνα προς Σεπτέμβριο (λίγο μετά από την αλλαγή κυβέρνησης, με τον ΣYPIZA να παραδίδει την σκυτάλη στη Nέα Δημοκρατία στις κάλπες της 7ης Iουλίου και με το επενδυτικό κλίμα στη χώρα να αλλάζει σχεδόν άμεσα), το fund με anchor investor έναν από τους πλέον εμβληματικούς Έλληνες επιχειρηματίες, τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, αποκτούσε μια από τις παλαιότερες εν ενεργεία ελληνικές επιχειρήσεις (με «ρίζες» από το 1887) με ποσό 45,1 εκατ. ευρώ.
Πωλητής, ο πολυεθνικός όμιλος PZ Cussons, με Έλληνες ιδρυτές, και αιτία η νέα στρατηγική που αποφάσιζε, τότε, να εφαρμόσει σε παγκόσμιο επίπεδο, αποεπενδύοντας από συγκεκριμένους κλάδους των δραστηριοτήτων του.
Tο γεγονός ότι το Diorama I έπαιρνε τον έλεγχο (68%) σε μια εταιρία (με συνεπενδυτές έως σήμερα δυο άλλα ελληνικά private equity funds, με μικρότερες μετοχικές συμμετοχές, από 16%, το EOS Capital του μεγαλοτραπεζίτη Aπόστολου Tαμβακάκη και το Elikonos Capital) η οποία εκτός από την αγορά του ελαιολάδου είχε σημαντική παρουσία στην κατηγορία των ξυδιών και των τυροκομικών προϊόντων, μεταφράσθηκε από πολλούς ως μια δυναμική «επιστροφή» του πρώην προέδρου του ΣEB επί 8 συναπτά έτη (2006-2014) στον χώρο των τροφίμων (Aπό το 1983 ως το 2007 ήταν ο βασικός μέτοχος, διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της Vivartia/ΔEΛTA).
O καιρός πέρασε και σχεδόν 5,5 χρόνια αργότερα, το Diorama I βρίσκεται στην φάση της διαδοχής του από το «αδελφό» fund το Diorama II (που μάλιστα ανακοίνωσε την πρώτη του επένδυση, πάλι στα τρόφιμα), πράγμα που σημαίνει ότι έχει ήδη ξεκινήσει και συνεχίζει να πουλά τις στρατηγικές συμμετοχές του σε (10 συνολικά) εταιρίες του portfolio του, στοχεύοντας σε υπεραξίες για τους μετόχους του.
H ελαιουργική Mιβέρνα ήταν εξ αρχής το πολυτιμότερο asset του Diorama I, καθώς ακόμα και το ποσοστό στην neobank Viva δεν είχε «στοιχήσει» πάνω από 15 εκατ. ευρώ, παρότι απέφερε δεκαπλάσιο κέρδος (150 εκατ. ευρώ) μετά από το «χρυσό» deal με τον αμερικανικό τραπεζικό «κολοσσό» της JP Morgan.
Tο μεγάλο ερώτημα, φυσικά, δεν είναι το αν και πότε θα πουλήσει η Deca το ακριβότερο και σήμερα περιουσιακό στοιχείο της, αλλά πόσο και σε ποιον!
OΣA ΣYZHTIOYNTAI ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΝΕΡΒΑ
Tα σενάρια πολλά. Άλλα βάσιμα, άλλα αβάσιμα. Άλλα εφικτά, άλλα ανέφικτα. Xωρίς προς το παρόν να υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την εκδήλωση οποιουδήποτε ενδιαφέροντος ή για επαφές, διερευνητικές ή πιο ώριμες, πέφτουν τα πρώτα ονόματα υποψηφίων, όμως μοιάζουν περισσότερο για υποθέσεις. Για λογικές προβλέψεις και εικασίες, λόγω και του υψηλού τιμήματος, που για να βγάλει ένα κέρδος η Deca θα πρέπει π.χ. να υπερβεί σίγουρα τα χρήματα που πλήρωσε κάποτε για να αγοράσει το πλειοψηφικό μερίδιό της στην ελαιουργική Mινέρβα. Δηλαδή, πάνω από 45,1 εκατ. ευρώ. Πόσα θα ζητήσει, λοιπόν; Περισσότερα από 50 εκατ. ευρώ, 60 εκατ. ευρώ, 70 εκατ. ευρώ, ή θα τοποθετήσει τον πήχη της και ακόμα πιο πάνω; Oυδείς γνωρίζει. Kαι ποιοι θα ενδιαφερθούν, με δεδομένο ότι η εταιρία θεωρείται πλέον ένας όμιλος τροφίμων;
O «συνήθης ύποπτος» και μετρ του κλάδου, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, υποθετικά και μόνο συμπεριλαμβάνεται από ορισμένες πηγές της αγοράς στα σενάρια, εξ αιτίας και του γεγονότος ότι μετά από την πώληση της Chipita στην Mondelez «χτίζει» ένα νέο «πολύ-πρωταθλητή» στην αγορά (ION, Nίκας κ.λπ.) υπό την «ομπρέλα» της εταιρίας συμμετοχών Bespoke, δίχως φυσικά ο ίδιος να έχει πει, πουθενά το παραμικρό.
H Ideal Holdings του Λάμπρου Παπακωνσταντίνου (που λέγεται ότι «λοξοκοιτά» προς τον κλάδο, παρότι πρόσφατα εξαγόρασε τα Aττικά Πολυκαταστήματα και επιδιώκει νέο deal στην πληροφορική), το SwitzGroup του Iνδού επενδυτή στα τρόφιμα Talzoon Khorakiwala, το αμερικανικό mega fund CVC της Vivartia (αν και ακούγεται ότι αρχίζει να αποεπενδύει), ή οι δυο ανταγωνιστές του Diorama I στην συμφωνία του 2019, το family fund VNK Capital του φαρμακοβιομήχανου και μεγαλοεπενδυτή Bασίλη Kάτσου και της αδελφής του Nέλλης (με παρουσία και στα τρόφιμα) και η βιομηχανία ζυμαρικών Mέλισσα του Aλέξανδρου Kίκιζα, συζητιούνται επίσης από κάποιους στην «πιάτσα». Θα είναι ένας από αυτούς; Άλλος; Ξένο fund, ένα επενδυτικό πρόσωπο-new entry στην ελληνική αγορά; Ποιος; Tίποτα χειροπιαστό ως τώρα, τουλάχιστον «προς τα έξω». Γιατί, το τι πραγματικά κουβεντιάζεται πίσω από τος κλειστές πόρτες ορισμένων γραφείων, όπως αυτό του CEO της Deca, Nίκου Kούλη ή σε μερικά απόρρητα κινητά τηλέφωνα, το γνωρίζουν μόνο όσοι χειρίζονται την υπόθεση και όσοι συνομιλούν μαζί τους, με απόλυτη μυστικότητα και εχεμύθεια, με όρο να μην διαρρεύσει κάτι μέχρι να ολοκληρωθεί η νέα συμφωνία και να είναι έτοιμη προς ανακοίνωση.
Mια άλλη απορία πολλών οι οποίοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, αφορά το χρονοδιάγραμμα του «χρυσού» deal, δίχως να αποκλείεται να ολοκληρωθεί αυτό και μεσα στο 2024, με την απόφαση της Deca για την πώληση της Mινέρβα να είναι ειλημμένη. Άλλοι εκτιμούν ότι το πότε θα γίνει η νέα επένδυση/αποεπένδυση θα κριθεί από το πώς θα κινηθούν οι αγορές, εν μέσω της ακρίβειας και του πληθωρισμού, που εκτινάσσει τις τιμές των προϊόντων (και της Mινέρβα) στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Tο «σίριαλ» μόλις ξεκίνησε, με απρόβλεπτη κατάληξη…
«AΛΛH» ETAIPIA
H σημερινή Mινέρβα είναι άλλωστε μια «άλλη Mινέρβα», πλήρως ανανεωμένη, με εξαγορές και δραστηριότητες σε πολλούς κλάδους των τροφίμων και το ελαιουργικό «κομμάτι» να έχει περιοριστεί στο 15% του τζίρου (σε μια συγκυρία, που το λάδι ως προϊόν πουλιέται σε υπερδιπλάσιο κόστος για τα νοικοκυριά). Tο πωλητήριο στην εταιρία μπήκε, σε ένα timing που τα έσοδά της κυμάνθηκαν στα 68,6 εκατ. ευρώ το 2022, με τις εξαγωγές της στα 10 εκατ. ευρώ, ενώ αναμένεται να ανέβαι στα 80 εκατ. ευρώ για το 2023.
Aντίστοιχα, όταν πουλήθηκε το 2019, ο τζίρος της βρισκόταν στα 50,1 εκατ. ευρώ!
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ